Βρισκόμαστε στις αρχές Ιουνίου του 1948, στο αποκορύφωμα του εμφυλίου πολέμου στην Κρήτη. Στο φαράγγι της Σαμαριάς, περίπου 110 αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, ευρίσκονται περικυκλωμένοι από ισχυρότατες κυβερνητικές δυνάμεις, στρατό, χωροφυλακή και ΜΑΥ δες (μονάδες ασφαλείας υπαίθρου).
O Νίκος Ξερογιαννάκης, από το Σάσαλο Κισάμου, ετών 23, ήτο ομαδάρχης μιας δύναμης 10-12 ανταρτών, και κρατούσε τη θέση “Πρινάρι”, περίπου 1000 μ. βόρεια από τον οικισμό Σαμαριά.
Στις 5 Ιουνίου 1948, ξέσπασε η μεγάλη επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Νίκος Ξερογιαννάκης δέθηκε ισχυρότατες πιέσεις, καθ’ όσον το σημείο που κρατούσε ήταν στρατηγικής σημασίας, με αποτέλεσμα να φονευθούν σχεδόν όλοι οι άνδρες του και ο ίδιος να τραυματιστεί στο πόδι.
Εφυγε νότια από τη θέση “Πρινάρι”, πέρασε τον οικισμό Σαμαριά και προχωρούσε προς τις “Πόρτες”. Στη θέση “Πέρδικα” ήρθε αντιμέτωπος με δυνάμεις χωροφυλακής και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Ένας εκ των χωροφυλάκων αργότερα διηγήθηκε ότι τον πυροβόλησε ο Ξερογιαννάκης και η σφαίρα του luger του πήρε το καπέλο.
Γύρισε πίσω, την ίδια διαδρομή και στη θέση “Μουρακάκι”, περίπου 250 μ. νότια από τον οικισμό Σαμαριά, σε συμπλοκή με τη χωροφυλακή, εφονεύθη κοντά στον ποταμό .
Τα χρόνια που ακολούθησαν το πιστόλι τύπου Luger του Ν. Ξερογιαννάκη είχε στα χέρια του ο Π.Α. ενωμοτάρχης, εξ Αποκορώνου. Οσοι εκ των χωροφυλάκων δήλωσαν συμμετοχή στη μάχη με τον Ξερογιαννάκη, όλοι προήχθησαν σε ενωμοτάρχες.
Οι περισσότεροι εκ των ανταρτών, 104 άτομα, διεσώθησαν, καθ’ όσον ο Ιωάννης Ρούσου Βίγλης τους οδήγησε από μονοπάτι, δυτικά του οικισμού Σαμαριά, από τον “Πρινιά”, νότια του Βολακιά, διά μέσου του φαραγγιού Κλάδου και φαραγγιού Τρυπητής, κοντά στο Κουστογέρακο, όπου τους τροφοδότησε ο Πέτρος Γεωργακάκης και απ’ εκεί διαλύθηκαν.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους λίγο πριν βρέξει και κατέβει ο ποταμός του φαραγγιού, επειδή ο Ξερογιαννάκης είχε ταφεί πλάι στον ποταμό και θα τον έπαιρνε το ρέμα, καθώς είχε ταφεί πρόχειρα από μερικούς αντάρτες όπου επέστρεψαν λίγες μέρες μετά τη μάχη, (σύμφωνα με κάτοικο της περιοχής), πήγαν και τον μετέφεραν στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Χριστού, στον οικισμό Σαμαριά.
Πήγε ο φίλος του, Βαγγέλης Γ. Βίγλης και οι εκ Σαμαριάς Κατσανεβάκης Γιάννης και Καλογεράκης Νταμουλής. Πήραν ένα κιλίμι και αφού τοποθέτησαν μέσα το νεκρό τον μετέφεραν στο νεκροταφείο της Μεταμόρφωσης του Χριστού, όπου αφού άνοιξαν ένα παλαιό τάφο τον έβαλαν μέσα.
Κατά τη δεκαετία του 1950, κάτοικος της περιοχής συνάντησε στα Χανιά τον Ελ. Ροσμαρή, ο οποίος τον παρακάλεσε να προσκομίσει στα Χανιά τα οστά του Ν. Ξερογιαννάκη, όπως τα παραδώσει εις τους οικείους του.
Ο συγκεκριμένος κάτοικος της περιοχής, μαζί με τον Β. Γ. Βίγλη, πήγαν, άνοιξαν τον τάφο και πήραν τα οστά. Οταν έφθασαν στο κρανίο διαπίστωσαν ότι είχε βληθεί από τρείς σφαίρες… χαριστική βολή. «Ο Βαγγέλης το τύλιξε με το μαντίλι του το φίλησε και το τοποθέτησε με τα υπόλοιπα οστά, βλέπεις ήταν φίλοι» μου είπε.
Τα οστά ήλθαν κρυφά στα Χανιά, τα πέτρινα εκείνα χρόνια και παρεδόθησαν στους συγγενείς.
Σύμφωνα με τα αρχεία του ιστορικού ερευνητή κ. Νικολάου Πλουμιστάκη, ο χωροφύλακας Στ. εκ Γερακιανών, ο οποίος έλαβε μέρος στη μάχη της Σαμαριάς του διηγήθηκε τα κάτωθι: «ο Ν.Ξ. αντιμετώπισε πολυπληθή δύναμη χωροφυλακής, μεταξύ της οποίας ήμουν και εγώ (ο Στ. Χατζηδάκης).
Οταν του τελείωσαν οι σφαίρες από ένα μακρύκανο Γερμανικό όπλο που έφερε (σ.σ. mauser K98k) στη συνέχεια έκανε χρήση ενός Γερμανικού πιστολιού (σ.σ. luger). Τελειώνοντας οι σφαίρες και του πιστολιού πέταξε μία χειροβομβίδα εναντίον των χωροφυλάκων.
Μετά τη ρίψη της χειροβομβίδας και χωρίς να γνωρίζουν οι χωροφύλακες ότι έχει μείνει από πυρομαχικά, τον καλεί ο υπενωμοτάρχης Π. να παραδοθεί και μάλιστα δύο φορές. Η απάντηση που παίρνει από τον Ν.Ξ. είναι: …είμαι αντάρτης και δεν παραδίνομαι… Ο Π.τότε ρίχνει μία ριπή (σ.σ. μπρεν) εναντίον του και βλέπουν τον Ξ. να πέφτει νεκρός.
Η αυτοψία των χωροφυλάκων πιστοποιεί την ανυπαρξία πυρομαχικών στον Ξ., ο οποίος στο λαιμό του φέρει ζεύγος από κιάλια, κρεμασμένα σε ιμάντα από αλεξίπτωτο.
Το πιστόλι του Ξ. το πήρε κατ’ αρχάς ο υπενωμοτάρχης Μ., τώρα στα χέρια του Α. κατέληξε μάλλον τιμής ένεκεν».
Βάσει της μαρτυρίας των χωροφυλάκων Στ. Χατζηδάκη και Ελευθ. Πλοπετράκη, εκ Ρεθύμνου, ο τότε Διοικητής Χωροφυλακής, ο οποίος ήταν παρών, διέταξε να ταφεί, εκ των ανταρτών, μόνον ο Ν.Ξ., λόγω εντυπωσιακού παραστήματος. Οντως ήταν ένας άνδρας δύο μέτρα.
Οπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης ο Στ. λέει την αλήθεια μέχρι εκεί που μπορεί, δηλαδή τη μισή αλήθεια..
Η άλλη πλευρά σε τρία βιβλία που έχω μελετήσει, σχετικά με το θέμα, αναγράφεται η άποψη πού εξυπηρετεί, χωρίς να έχει καμία σχέση με την ιστορική αλήθεια.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου έγιναν φρικιαστικές πράξεις, ακρότητες, βαρβαρότητες, στυγερά και αποτρόπαια εγκλήματα, απερίγραπτοι και απίστευτοι κανιβαλισμοί, που ξεπέρασαν και την κόκκινη γραμμή και κάθε όριο λογικής.
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας δίδαξαν ότι ο αντίπαλος είναι εχθρός μέχρι τη στιγμή που εξουδετερωθεί, απ’ εκεί και πέρα οφείλομε σεβασμό και στον νεκρό και στον αιχμάλωτο.
Ο αιχμάλωτος είναι ιερός, όπως μας δίδαξαν και οι αγράμματοι αλλά περήφανοι καπετάνιοι των βουνών, κατά τη Τουρκοκρατία. (καπετάν Γιάννης Καλογερής-πτώση πύργου Μαλάξας 15/3/1897)
Σκεφτείτε ποιοι είναι οι αντίπαλοι ενός εμφυλίου πολέμου ο συγχωριανός, ο φίλος, ο γείτονας, ο συμπέθερος, ο κουνιάδος, ο ξάδερφος, ο αδελφός, ο πατέρας, ο υιός, κ.λπ. Δυστυχώς στο νομό μας έτυχαν όλα.
Ελάχιστοι άνθρωποι στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και επέδειξαν ήθος, αξιοπρέπεια, φιλότιμο και ανθρωπιά και άφησαν ένα άψογο όνομα για κληρονομιά στα παιδιά τους και στις επόμενες γενιές. Τα ονόματα μερικών εξ αυτών αναγράφονται εις το βιβλίο μου:
“ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ-ΦΟΝΙΚΑ ΒΕΝΤΕΤΕΣ”
Στον Νομό Χανίων από την άλλη πλευρά, αυτοί που έκαναν τα στυγερά εγκλήματα, είναι περί τα δέκα άτομα, και από τις πέντε επαρχίες, γνωστοί και μη εξαιρετέοι, οι οποίοι βέβαια σήμερα κάνουν παρέα στον Αδη μ’ αυτόν που τους προέτρεπε, εκείνους τους μαύρους χρόνους, να κάνουν αυτού του είδους τις πράξεις εις βάρος των συμπατριωτών τους (τον δαίμονα).
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναφερθούν τα ονόματα αυτών, καθ’ όσον οι συγγενείς των criminal minds, διά τα πεπραγμένα των προγόνων τους, ουδεμία ευθύνη φέρουν και κατά δεύτερο λόγο είναι γνωστοί, όπως και τα «κατορθώματα τους» στην ντόπια κοινωνία .
Σαφώς και έγιναν ένθεν κακείθεν, οφείλομε όμως να παραδεχτούμε, όπως έγραψα και στη μελέτη για τους Κρητότουρκους, ότι η εξουσία φθείρει και τα πλείστα των εγκλημάτων, από τον καιρό της Ενετοκρατίας, Τουρκοκρατίας, Γερμανικής Κατοχής και Εμφύλιο Πόλεμο, γινόταν υπό την κάλυψη της εξουσίας και με τον “αέρα” αυτής.
Τα περισσότερα δε εξ αυτών ουδεμία είχαν σχέση με πολιτικές απόψεις. Οι πολλοί είδαν τον Εμφύλιο Πόλεμο σαν ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν, οικογενειακά, γυναικοδουλειές, ζωοκλοπές, κ.λπ.
Παραδείγματος χάριν, η ιδεολογική διαφορά που τους χώριζε, για να κόψει του ξαδέλφου του το κεφάλι, αφού πρώτα μαζί με κάποιους άλλους τον φόνευσαν, ήταν… η ωραία δασκάλα του χωριού, σε παλαιότερους καιρούς. Τώρα το τι έκανε το μαχαίρι μετά την πράξη του… το αφήνω στη φαντασία σας…
Το να φονεύσεις τον εχθρό στη μάχη «μπέτη με μπέτη» όπως έλεγαν οι παλιοί καπετάνιοι, είναι παλληκαριά κι ανδρεία. Είναι όμως άνανδρο, απάνθρωπο, απαράδεκτο, άτιμο και καταδικαστέο, να φονεύεις, άμαχους, άοπλους, ύπουλα, εκ των όπισθεν, αιχμαλώτους και ειδικά αυτούς που ζητούν νερό, όπως έγινε σε γνωστή περίπτωση στον Ομαλό.
Γράφει ο πατέρας της Κρήτης Νίκος Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη :
«…-Δάσκαλε, είπε ο καπετάν Μιχάλης, εσύ τον σκότωσες! Εσύ!
Δάσκαλος: -εγώ;!
-Ναι, αν τον σκότωνε άντρας, θα τον σκότωνε με μαχαίρι, μα τον σκότωσες εσύ μπαμπέσικα, με φαρμάκι.
Δάσκαλος: -Δε βαστούσα πια.
-Καλά τον Θεό δεν τον φοβήθηκες; -Εμένα δεν με φοβήθηκες;
Έπρεπε να τον σκοτώσεις με μαχαίρι.
Δάσκαλος: -Δεν βαστούσα πια.
-Δε σ’ εγκαλώ, σου λέω, που τον σκότωσες, σ’ εγκαλώ που τον σκότωσες γυναικίσια, με φαρμάκι, μην τα στρίβεις!..».
Ο εμφύλιος πόλεμος, κάλλιστα μπορούσε, και έπρεπε, να έχει αποφευχθεί, όπως απεφεύχθη στην Ιταλία, αν είχε έστω και για λίγο, κυριαρχήσει η κοινή λογική, η απλή σκέψη, και ειδικά μετά τα Δεκεμβριανά.
Αδικα η χώρα, μετά από μια βάρβαρη γερμανική κατοχή, και με το λαό ξεκληρισμένο, γυμνό, ξυπόλυτο και πεινασμένο, και με χίλιες αρρώστιες να τον θερίζουν, ξανασύρθηκε σε νέες αιματοβαμμένες περιπέτειες που διήρκησαν επί πολλά ακόμη έτη.
Αυτό έγινε από ηγεσίες, ένθεν και ένθεν, εντελώς ανίκανες και πολύ κατώτερες των περιστάσεων.
Διέπραξαν σοβαρά αναρίθμητα και συνεχόμενα σφάλματα και τις συνέπειες στον ταλαίπωρο λαό, κανείς τους δεν τις σκέφτηκε. Οσοι κατηγορούν τους Αγγλους είναι ανόητοι. Οι ξένοι πάντα το συμφέρον τους κοίταζαν, και κοιτάζουν. Το θέμα είναι εμείς οι Ελληνες τι κάνουμε.
Ο Μακρυγιάννης ήταν και τότε όπως και σχεδόν πάντα, επίκαιρος: «Πατρίδα, Πατρίδα, ήσουν άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνούν».
ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΑΥΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΑΣ ΜΗ ΞΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙ ΤΟΥΤΟΣ Ο ΕΡΗΜΟΣ ΤΟΠΟΣ.
Έχω διαβάσει το βιβλίο, όπου κατάφερα και να το αποκτήσω του Βλαζάκη, όπως έχω κάνει και πολλές συζητήσεις με τον ίδιο τον μακαρίτη τον Γάννη τον Βίγλη, που μαζί με έναν χωριανό του διέσωσαν από αγριμοανεβάσματα και δυσπρόσιτα μονοπεράσματα τους αντάρτες, κατά την ντοπιολαλιά. Οι αφηγήσεις του Γιάννη του Βίγλη, ήταν εντυπωσιακές. Αγριμολόγος της περιοχής μια ζωή ήξερε που και πως θα πατήσει και με πιο από τα δυο πόδια (αριστερό η δεξιό), για περνά από τα αγριμοπεράσματα. Δυστυχώς δεν κράτησα μαρτυρίες του. Από το Κουστογέρακο, που διασκορπίστηκαν μεμονομένοι σε ομάδες η και μεμονωμένοι, πέρασαν μια δεύτερη περίοδο κινδύνων και περοπετειών, μέχρι να καταλήξουν στον προορισμό τους. Μερικοί όπως ο Βλαζάκης παρέμειναν επ΄αρκετόν στην Μαδάρα.
Πολύ ενδιαφέροντα τα παραπάνω ιστορικά ντοκουμέντα για να μαθαίνουμε την ιστορία μήπως και δεν την επαναλάβουμε ξανά. Επιτρέψτε μου να βάλω και εγώ μια ιστορική πινελιά που συμπληρώνει (ίσως) την ιστορία: όταν ο Ξηρογιαννάκης κατάλαβε ότι δεν έχει άλλα πυρομαχικά, φώναξε στον υπενωμοτάρχη Μ.: κάνε ενός λεπτού σιγή στα όπλα να δουν κάτι οι άντρες σου που δεν το έχουν ξαναδεί. Πράγματι σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και τότε ο Ξηρογιαννάκης σηκώθηκε όρθιος και μπροστά σε όλους έστρεψε το Luger που κρατούσε στο κρόταφο του και αυτοκτόνησε. Όταν πλησίασαν διαπίστωσαν ότι ήταν η τελευταία του σφαίρα. Ίσως αυτό να εξηγεί και γιατί ήταν τρεις οι σφαίρες στο κρανίο που βρήκαν.