Είναι γεγονός ότι όλα τα κόμματα βρίσκονται σε κινητικότητα και πραγματοποιούν εσωκομματικές διαδικασίες (συνέδρια, εκλογή αρχηγών και κομματικών οργάνων). Υπάρχει μια οργανωτική εγρήγορση και όλα τα κόμματα θέλουν να κινητοποιήσουν τα μέλη τους και τους φίλους τους και να πετύχουν το μέγιστο αποτέλεσμα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Τα κόμματα που συνδέονται οργανικά με την ιστορία και την πολιτική μιας χώρας δεν είναι απλοί εκφραστές των κοινωνικών δυνάμεων. Είναι ιστορικοί πολιτισμικοί θεσμοί και παράγουν πολιτική μέσα στα όρια που επιβάλλει η πολιτική και ιστορική τους κουλτούρα. Φιλοδοξούν να αρθούν στο επίπεδο της ιδεολογικής ηγεμονίας και να αποτελέσουν τους βασικούς θεσμούς μέσα στους οποίους πραγματοποιείται μια νέα αυτογνωσία. Και πραγματικά η κατάρρευση της δικτατορίας στην Ελλάδα δημιούργησε μία νέα βάση νομιμοποίησης ενός νέου πολιτικού συστήματος.
Η πτώση της συμπαρέσυρε το μετεμφυλιακό κράτος που είχε κύρια χαρακτηριστικά τον αντικομμουνισμό, την εθνικοφροσύνη, την αντιπαράθεση έθνους και Λαού, το άγραφο δόγμα της “αντεθνικότητας” των μη δεξιών πολιτικών δυνάμεων. Η πρώτη πρόκληση που έθεσε η μεταπολίτευση αφορούσε στην ίδια τη βάση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Ο αντικομμουνισμός έδωσε τη θέση του στον αντιφασισμό, η εθνικοφροσύνη στην προοδευτική κουλτούρα και ο Γράμμος του εμφυλίου πολέμου, στον Γοργοπόταμο της εθνικής ομοψυχίας. Βέβαια αυτές οι μεταδικτατορικές αντιλήψεις δεν έγιναν αποδεκτές από όλους τους Έλληνες. Υπάρχει μια ρήση τους που συχνά επαναλαμβάνεται από πολιτικούς της σκληρής Δεξιάς, ότι η μεταπολιτευτική Ελλάδα έγινε ηγεμονική κουλτούρα των ηττημένων του εμφυλίου.
Αυτό αποτελεί μια υπερβολή. Απλώς επήλθε μια νέα τομή στη βάση της νομιμοποίησης της ελληνικής πολιτείας. Ο τόπος δεν μπορούσε να πορευθεί με τα κατάλοιπα του εμφυλίου πολέμου. Επικράτησε μία κυριαρχία της κουλτούρας των αντιπάλων του σκληρού “κράτους της Δεξιάς” που η λειτουργία του μας οδήγησε στην στρατιωτική δικτατορία. Πάνω σ’ αυτή την κουλτούρα ήλθαν στο προσκήνιο τα ακυρωμένα δικαιώματα του Λαού μας, οι αξίες των δημοκρατικών αγώνων του, τα κοινωνικά στρώματα που ανήλθαν στην δεκαετία του ‘60, η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας στη διάρκεια της δικτατορίας.
Σ’ αυτή λοιπόν τη νέα βάση του πολιτικού συστήματος κυριάρχησε η προοδευτική και δημοκρατική κουλτούρα και ο σημαντικός ρόλος των μαζικών κομματικών θεσμών. Επομένως δεν πρόκειται για κανένα ρεβανσισμό. Πρόκειται για μια μεγάλη πολιτική κινητοποίηση των μαζών και τη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού και κομματικού συστήματος. Λες και επρόκειτο για ένα “αναπάντεχο γεγονός” που δημιούργησε η ροή της ιστορίας και έδωσε την εκκίνηση στις διαφοροποιήσεις με μεγάλο βαθμό ελευθερίας. Σχηματίστηκαν, λοιπόν, μαζικά κόμματα που παραμέρισαν σε μεγάλο βαθμό τα κόμματα των “κομματαρχών” με ισχυρή τοπική δύναμη.
Η νέα τροχιά της μεταπολιτευτικής Ελλάδας βασίστηκε στο γεγονός ότι το αντιδραστικό κράτος κατέρρευσε μαζί με τη δικτατορία που εξέθρεψε.
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Η οικοδόμηση μεγάλων μαζικών κομμάτων αποτέλεσε καινοτομία της μεταπολίτευσης, μ’ επιπτώσεις σ’ όλους τους θεσμούς και τις κοινωνικές οργανώσεις. Η πολιτεία οργανώθηκε σαν Δημοκρατία των κομμάτων. Αυτή η εξέλιξη κούρασε τον Λαό μας και ενίσχυσε την άποψη στην κοινή γνώμη ότι τα κόμματα προτάσσουν το πολιτικό τους όφελος, εφόσον μεταφράζεται σε μεγιστοποίηση των ψήφων. Ότι κάθε πολιτική τους πράξη αποσκοπεί στο στενό κομματικό συμφέρον. Επικράτησαν λοιπόν συμπεριφορές και νοοτροπίες που δεν βοήθησαν στον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Το πελατειακό κράτος που οικοδομήθηκε, τα οικονομικά σκάνδαλα, η κομματικοποίηση της οικονομίας, η κουλτούρα της ιδιοκτησίας του κράτους από τα κόμματα, ο λαϊκισμός για την παραπλάνηση των λαϊκών μαζών, η επικράτηση των προνομίων της οικογενειοκρατίας, η διαφθορά που έγινε “θεσμός”, η νομή και διατήρηση της εξουσίας, αδιαφορώντας για το πολιτικό ήθος που εξέπεμπαν, ήσαν οι βασικές αιτίες που κράτησαν στην οπισθοδρόμηση την ελληνική κοινωνία και συνέβαλαν στην αποδόμηση των κομμάτων. Από τη μαζικοποίηση των κομμάτων περάσαμε στη λειψή συμμετοχή του Λαού μας είτε στις εκλογές είτε στις κοινωνικές οργανώσεις.
Παρόλα αυτά σ’ αυτή τη μεταπολιτευτική διαδρομή, με πρωταγωνιστές τα κόμματα, η χώρα εξασφάλισε μια σταθερή Δημοκρατία. Οι δημοκρατικοί θεσμοί αποδείχτηκαν σταθεροί και ανοιχτοί στη συμμετοχή. Μπορεί να υπάρχει μια φθίνουσα πορεία του ενδιαφέροντος του εκλογικού σώματος στις πολιτικές διαδικασίες και να μην υπάρχει το κύμα ευφορίας που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αλλά οι ελευθερίες των πολιτών κατοχυρώθηκαν και έγιναν σεβαστές και η πολιτική ζωή απέκτησε ισχυρά θεμέλια.
Διαμορφώθηκε ένα σταθερό κομματικό σύστημα και πραγματοποιείται με ηρεμία η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Αυτή η σταθερότητα της Δημοκρατίας μπόρεσε να απορροφήσει τους κραδασμούς που προέρχονταν από τα φαινόμενα της πόλωσης, της δημιουργίας, της αγκύλωσης. Τέτοια φαινόμενα σε προηγούμενες εποχές συνήθως οδηγούσαν σε εκτροπές!
Σήμερα, λοιπόν, έχουμε αλλεπάλληλες εκλογικές διαδικασίες στα κόμματα που τείνουν να προσλάβουν διαστάσεις λαϊκής ετυμηγορίας. Όμως ούτε τα γκάλοπ αλλά ούτε ο αριθμός των ψηφοφόρων που συμμετέχουν σ’ αυτές εκφράζουν την τελική πολιτική βούληση του εκλογικού σώματος. Η μέγιστη συμμετοχή πολιτών στις δημοκρατικές διαδικασίες είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Όμως αυτός ο πολιτικός και κοινωνικός δυναμισμός δεν πρέπει να ξοδεύεται τόσο εύκολα. Τα κόμματα δεν πρέπει να κατασπαταλούν τις λαϊκές δυνάμεις, αλλά αυτή την ενέργεια και δυναμική τους να τη χρησιμοποιούν για την αναπροσαρμογή και εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος. Γίνεται μια αντιπαράθεση αριθμών συμμετοχής, ιδιαίτερα στην εκλογή των αρχηγών τους, όταν κάθε κόμμα έχει τη δική του ιστορία, τη δική του πορεία, τη δική του κουλτούρα, τη δική του παρουσία στο πολιτικό σύστημα.
Διαφορετική είναι η συμπεριφορά των ψηφοφόρων σ’ αυτές τις εσωκομματικές διαδικασίες για όλα τα κόμματα. Οι εσωκομματικές διαδικασίες στον ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. έστειλαν δυο ηχηρά μηνύματα. Ότι ήταν σωστή η πολιτική και ιδεολογική διεύρυνση του προς τον χώρο της κεντροαριστεράς και ότι το εκλογικό σώμα σε μικρό ποσοστό επηρεάζεται από την οργανωμένη προπαγάνδα των συστημικών μέσων ενημέρωσης σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. και του αρχηγού του. Δεν μπορεί κανένας να παραβλέψει το γεγονός της οργανωτικής ανέλιξης αυτής της παράταξης.
Το 1981 είχε το αντίστοιχο προς τον ΣΥΡΙΖΑ κόμμα 7.000 μέλη. Το 2019 είχε ο ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. 40.000 μέλη. Σήμερα σ’ αυτές τις διαδικασίες έφθασε στα 172.000 μέλη.
Ένα ηχηρό μήνυμα ότι δεν αποτελεί μια πολιτική παρένθεση, όπως πίστευαν και για το ΠΑΣΟΚ, αλλά μια παράταξη με δυναμική που εντάσσεται στα κόμματα εξουσίας. Απ’ αυτή την άποψη η εσωκομματική διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ είναι καθοριστική για την πορεία της χώρας. Όσοι όμως προσπαθούν να συνδέουν τέτοιες κομματικές διαδικασίες με την εκλογική δύναμη των κομμάτων, δεν εκφράζουν την πραγματικότητα.
Το 2007 για τον μοναδικό υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου (κανένας δεν μίλησε για σταλινισμό) συμμετείχαν 1.000.000 ψηφοφόροι. Επρόκειτο για λαϊκό ξεσηκωμό και όχι για μια απλή κομματική διαδικασία. Στην πορεία χάθηκαν και το 1.000.000 και ο… Γ. Παπανδρέου.
Το 2017 συμμετείχαν 210.000 ψηφοφόροι στην εκλογή της αείμνηστης Γεννηματά. Τεράστιος αριθμός συμμετοχής για ένα κόμμα που μόλις το 2015 πήρε 4,5% στις εθνικές εκλογές. Και όμως στις βουλευτικές εκλογές του 2019 το ΠΑΣΟΚ πήρε 8% και 480.000 ψήφους.
Το 2016 στην εκλογή αρχηγού στη Ν.Δ. συμμετείχαν 400.000 ψηφοφόροι (Αλήθεια ποια “παρατράγουδα” υπονοεί ο Δ/ντης της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ ότι συνέβησαν σ’ αυτή την εκλογή;)
Στις εκλογές λοιπόν του 2019 η Ν.Δ. πήρε πενταπλάσιες ψήφους από το ΠΑΣΟΚ.
Στις εκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. είχε 40.000 μέλη και πήρε 32% και 1.900.000 ψήφους!
Δεν αποτελεί, λοιπόν, κριτήριο της πραγματικής εκλογικής δύναμης των κομμάτων, αυτή η εσωκομματική διαδικασία. Όπως δεν αποτελούν κριτήριο και τα… εβδομαδιάτικα γκάλοπ. Μόνο η λαϊκή ετυμηγορία εκφράζει την πραγματικότητα και μόνο το αποτέλεσμα της το 2028 θα αποτυπώσει με ακρίβεια την εκλογική δύναμη των πολιτικών δυνάμεων. Η εσωκομματική διαδικασία στον ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. δικαίωσε τον αρχηγό του Α. Τσίπρα, παραμερίζει τις εσωκομματικές μεμψιμοιρίες και στέλνει το μήνυμα ότι είναι κόμμα εξουσίας.
Αλίμονο κι αν δεχόμαστε συλλογισμούς ότι, επειδή στην εσωκομματική διαδικασία του ΠΑΣΟΚ συμμετείχαν 200.000 ψηφοφόροι (βέβαια όχι όλα μέλη του ΠΑΣΟΚ) και στη διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. 172.000 ψηφοφόροι (βέβαια όλα ήσαν μέλη του), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρότερο κόμμα στο εκλογικό σώμα. Τότε όμως απορρίπτουμε τα γκάλοπ που δίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. διπλάσια ποσοστά από το ΠΑΣΟΚ!
Δεν αποτελούν λοιπόν κριτήριο για την εκλογική δύναμη των κομμάτων, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οι εσωκομματικές διαδικασίες εκλογής αρχηγών στέλνουν περισσότερο ένα πολιτικό μήνυμα και λιγότερο κομματικό. Και οι εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. έστειλαν ηχηρό πολιτικό μήνυμα. Ας αναλογιστούμε ότι το 1981 ο αντίστοιχος ΣΥΡΙΖΑ είχε 7.000 μέλη το ΠΑΣΟΚ 110.000 μέλη και η Ν.Δ. 130.000 μέλη.
Η συμμετοχή των 172.000 μελών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έστειλε το μήνυμα ότι αυτή η παράταξη αποτελεί βασικό παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις. Δεν μπόρεσε το φθοροποιό πολιτικό σύστημα να την αφανίσει. Ο Λαός επιμένει και δεν χειραγωγείται!
Ενισχύθηκε η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ότι είναι παρούσα! Οι “μπακαλίστικοι” λογαριασμοί που γίνονται για λόγους προπαγάνδας δεν μπορούν να τη μειώσουν. Είναι τόσο ισχυρή, που μόλις οι δικτάτορες επικρατούν, αμέσως την καταργούν!
Γιατί τη φοβούνται! Υπάρχει λοιπόν η λαϊκή κυριαρχία, που μόνο αυτή είναι ικανή να αντιμετωπίσει όσους θέλουν να χειραγωγήσουν τον ελληνικό Λαό.
- Ο Βασίλης Πεντάρης είναι τ. βουλευτής Χανίων