Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η Μάχη των Βρυσών

Στις 28 Αυγούστου κάθε χρόνο στις Βρύσες Αποκορώνου, στο Κεφαλοβρύσι γιορτάζεται η Μάχη των Βρυσών του 1866 και ο ηρωικός θάνατος του οπλαρχηγού Νεράτζη από το Στύλο.


ίκαια βέβαια µιας και µετά την επίσης νικηφόρα µάχη των Ελλήνων στην Κάντανο, αποτελούν τις µοναδικές νικηφόρες µάχες αυτής της επανάστασης και µάλιστα στην αρχή της σκορπίζοντας ενθουσιασµό κι αισιοδοξία στους επαναστάτες.
Η επανάσταση τελικά θα καταπνιγεί µε κορύφωση το ολοκαύτωµα του Αρκαδιού.
∆εν είναι όµως η µοναδική νικηφόρα µάχη στην ακατοίκητη τότε κοιλάδα των Βρυσών, φυσικό πέρασµα από Χανιά προς Ρέθυµνο αλλά και Σφακιά, διαδραµατίζοντας πάντα σηµαντικό ρόλο στα γεγονότα της εποχής.
Ακόµα και σήµερα στην περιοχή βρίσκονται ανθρώπινα οστά από τις κατά καιρούς συγκρούσεις ή από ενταφιασµούς στρατοπεδευµένων, δεδοµένου ότι έχει το προνόµιο πηγών και των αναγκαίων για τον ανελέητο κρητικό ήλιο του καλοκαιριού αλλά και σε σταθµούς πορειών.
Με την επανάσταση των Μεταπολιτευτικών στα 1895 οι Βρύσες και το Κεφαλοβρύσι θα διαδραµατίσουν πάλι πρωτεύοντα ρόλο στη νικηφόρα µάχη της 27 Νοέµβρη 1895, γνωστή ως Μάχη των Βρυσών, που θα πρέπει να ανασυρθεί από τη λήθη και να εορτάζεται όπως της αρµόζει.
Τα γεγονότα έχουν αποτυπωθεί από τον Εµµ. Φρατζεσκάκη πρωτεργάτη της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής κατ’ απαίτηση της τελευταίας κι έχει µείνει αποσπασµατικά γνωστή (δεν γνωρίζω αν κάπου υπάρχει ολόκληρη) από τον Σταύρο Ιωάννη Κελαϊδή, Φρεδιανό, στο βιβλίο του για τον Παρθένιο Κελαϊδή από το Μουρί Σφακίων.
∆υο µέρες λοιπόν µετά τα γεγονότα ο Φρατζεσκάκης τα αποτυπώνει απευθυνόµενος στους Παρθένιο Κελαϊδή, Γερµ. Αποστολάκη και Γ. Κοτζαµπασάκη στην Αθήνα.
Μετά τη συµπλοκή στους Κάµπους (πρώτη νικηφόρα µάχη των επαναστατών), η Οθωµανική ∆ιοίκηση συγκέντρωσε από τα φρούρια γύρω στους 3.000 στρατιώτες στον Βάµο, για να επιτεθεί και να αποδυναµώσει τη Μεταπολιτευτική Επιτροπή.
Η Επιτροπή κρατώντας γενναία στάση δεν θεώρησε σωστό να εγκαταλείψει τον Αποκόρωνα, ενώ η Οθωµανική Χωροφυλακή προσπαθούσε να την προσβάλει ή να προσηλυτίσει µε το µέρος της, αποσπώντας έγγραφα «ιεροκρυφίως» ή µε τη βία, τους κατοίκους του Αποκόρωνα που θα αποδοκίµαζαν τη Μεταπολιτευτική Επιτροπή.
Οι Μεταπολιτευτικοί λοιπόν διαιρέθηκαν σε δυο τµήµατα για να µην µπορούν οι Οθωµανοί να την προσβάλουν ολόκληρη µα και για τον λόγο ότι κανένα χωριό, όσο µεγάλο κι αν ήταν, δεν είχε τη δυνατότητα να τους φιλοξενήσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους αφού ήταν διακόσια άτοµα τα µέλη της.
Το µεγαλύτερο µέρος της Επιτροπής έµεινε στο Φρέ (εκατό σαράντα άτοµα), ενώ το µικρότερο αποτελούµενο από εξήντα άτοµα θα διέµενε σε Μπρόσνερο ή Αλίκαµπο εναλλάξ.
Ο Οθωµανός στρατιωτικός ∆ιοικητής προτίµησε να προσβάλει τους λιγότερους και διέταξε τη νύχτα της 26 προς 27 Νοέµβρη την Οθωµανική Χωροφυλακή να έρθει και να καταλάβει τις περιοχές πίσω από τα χωριά, πράγµα που έπραξε, µε εντολή να εµποδίσει τους Σφακιανούς όταν θα κατέβαιναν σε βοήθεια αλλά και να συλλάβει όσους Μεταπολιτευτικούς επιχειρούσαν να φύγουν προς Σφακιά, γιατί είχε τη βεβαιότητα ότι χωρίς πολλή προσπάθεια θα έτρεπε σε φυγή τους επααστάτες.
΄Ετσι χώρισε σε τρεις φάλαγγες δυο χιλιάδες τετρακόσιους στρατιώτες µε επικεφαλής η κάθε µια έναν ταγµατάρχη και πορεύτηκε µε τον… (αποσιωπάται το όνοµα) εναντίον των Ελλήνων.
Εκτός όµως από αυτούς, άλλο στρατιωτικό απόσπασµα από την Επισκοπή είχε διαταχθεί να καταλάβει νύχτα τη ∆ραπανοκεφάλα κοντά στο Κλήµα µε διαταγή να µείνει εκεί και να επιτεθεί εναντίον µας, αν θα κινούµαστε προς τα κει κι όχι προς την Κράπη, γιατί είχε θετικές πληροφορίες ότι θα µέναµε οι 60 Μεταπολιτευτικοί εκείνο το βράδυ στον Αλίκαµπο, πράγµα που δεν συνέβη βέβαια γιατί µε το που έπεσε η νύχτα κινηθήκαµε προς το Μπρόσνερο και καταλάβαµε όλοι τρία µέρη απ’ όπου µπορούσε να περάσει ο στρατός.
Την έξοδο του Οθωµανικού στρατού µας είχαν από βραδύς αναφέρει και προς τα χαράµατα της ∆ευτέρας (Τρίτη ήταν 26 Νοέµβρη) µας επιτέθηκαν στις προφυλακές µας.
Στους πρώτους πυροβολισµούς σκοτώθηκαν οκτώ κι ο Ταγµατάρχης του σώµατος εκείνου, κι η µάχη άρχισε µε τόση λύσσα και πείσµα που το έδαφος αµφισβητείτο σπιθαµή προς σπιθαµή µέχρις ότου το τρίτο Τουρκικό απόσπασµα κατέλαβε την Αχνότρυπα που βρίσκεται πιο ψιλά από τις θέσεις µας. Έτσι κατέλαβαν τις πρώτες µας θέσεις το «Τοιχί» και την Ανεµοκεφάλα στην οποία και βρίσκεται ερείπιο Πύργου όπου και οχυρώθηκαν.
Μόλις έγινε η πρώτη υποχώρηση των Χριστιανών, έφτασε κι άλλο τµήµα της Επιτροπής και επιτέθηκε στους Τούρκους από τα πλάγια.
Εκείνη ακριβώς την ώρα το τµήµα της Αχνότρυπας εισέβαλε στον Αλίκαµπο που έµενε ανυπεράσπιστος και σκότωσε τους τέσσερις γέροντες που εµφανίστηκαν µιας κι είχε διαδοθεί από την Οθωµανική ∆ιοίκηση ότι δεν θα κακοποιηθούν κάτοικοι των χωριών τα οποία θα δεχθούν τον Οθωµανικό στρατό.
Κατά την εισβολή των στον Αλίκαµπο έσπασαν τις πόρτες των σπιτιών και των µαγαζιών, κατέστρεφαν όλα τα σκεύη, έσπασαν πιθάρια γεµάτα µε κρασί ή λάδι και διασκόρπισαν τις ζωοτροφές.
Μόλις έγινε γνωστό το γεγονός από τις φωνές των γυναικόπαιδων, κινήθηκε δικό µας τµήµα και τους ανάγκασε µετά από απώλειές τους να επιστρέψουν στην Αχνότρυπα.
΄Ηταν πια µεσηµέρι και η µάχη συνεχιζόταν ακόµη πιο ζωηρή, γιατί από παντού κι από τα πιο µακρινά χωριά του Αποκόρωνα έρχονταν και κύκλωναν τους Τούρκους.
Γύρω στις 2 το µεσηµέρι τόσο πολύ πλησίασαν στα οχυρώµατα των Τούρκων που εµείς τους επιτιθέµεθα µε πέτρες, γεγονός που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους υποχωρούντες προς του Φιλίππου, απ’ όπου πάλι πολλοί πιέστηκαν τραπέντες σε φυγή προς τα Κεφαλοβρύσια.
Αν οι Χριστιανοί είχαν φυσέκια, σίγουρο είναι ότι ούτε αγγελιοφόρος τους θα επέστρεφε στο Βάµο.
Τόσην ανδρεία έδειξαν κι οι νεώτεροι και οι γεροντότεροι που µε ένα ή δυο µονό φυσέκια ορµούσαν κατά των Τούρκων, τους σκότωναν και σαν αετοί τους λαφυραγωγούσαν και έφευγαν.
Αφού οι Τούρκοι πλησίασαν και µπήκαν στον µικρό ελαιώνα του Κεφαλοβρυσιού, πίστεψαν ότι τέλειωσαν τα βάσανά των, µιας και η νύχτα πλησίαζε και οι Χριστιανοί σταµάτησαν να τους καταδιώκουν από την παντελή έλλειψη φυσεκιών.
Μόλις όµως βγήκαν από τον ελαιώνα και πέρασαν τη γέφυρα των Βρυσών προσχωρήσαντες στην πεδιάδα µεταξύ των δυο ποταµών Βρυσών και Πηγής, δέχθηκαν ισχυρούς πυροβολισµούς αιφνιδιαστικά και ενώ ήταν εντελώς εκτεθειµένοι.
Η απελπισία τους τότε κορυφώθηκε σε απίστευτο βαθµό όταν µάλιστα απέτυχαν να διασπάσουν τις γραµµές των δικών µας.
Οι φωνές των τραυµατισµένων κι οι θρήνοι τους µαζί µε τους πυροβολισµούς που ακούγονταν σαν βροντή και φεγγοβολούσαν σαν παρατεταµένη αστραπή, γιατί είχε αρχίσει να νυκτώνει, δηµιουργούσαν πανδαιµόνιο που προκαλούσε φρίκη ακόµη και στον πιο ψύχραιµο άνδρα.
Αναγκάστηκαν τότε να υποχωρήσουν ξανά προς τον ελαιώνα του Κεφαλοβρυσιού στην έσχατη απελπισία τους. ∆εν είχαν φτάσει γύρω στους πεντακόσιους εκεί όταν οι λυσσώδεις πυροβολισµοί των Χριστιανών έπαυσαν απότοµα και ανέλπιστα για τους Τούρκους.
Οι Τούρκοι δυο φορές είχαν σταµατήσει να πυροβολούν και µε φωνές καλούσαν τους Χριστιανούς να σταµατήσουν κι αυτοί µε τις φράσεις «µπέσα για µπέσα» και «µάινα βρε παιδιά» ενώ οι Χριστιανοί εξακολουθούσαν να πυροβολούν εναντίον τους κατά οµοβροντίες.
Τι είχε συµβεί;
Οι Χριστιανοί, µόλις είδαν τους Τούρκους να υποχωρούν, άφησαν το πεδίο της µάχης και κινήθηκαν να τοποθετηθούν στους γύρω και πλησίον λοφίσκους, ενώ τα λίγα φυσέκια των τελείωσαν τότε προς µεγάλη χαρά των έχθρων και δική τους λύπη.
Οι Τούρκοι δειλά – δειλά, αφού έπαυσαν οι πυροβολισµοί, έκαναν µπρος φοβούµενοι παγίδα, χωρίστηκαν σε δυο τµήµατα και το ένα υποχωρώντας βρέθηκε ξανά στον ελαιώνα του Κεφαλοβρυσιού, ενώ το άλλο προχωρώντας στη Λιοφύτα πέραν του ποταµού της Πηγής.
Μάταια όσοι εχθροί υποχώρησαν στον ελαιώνα κλήθηκαν από τη σάλπιγγα όσων προχωρούσαν φοβισµένοι, γιατί το σκοτάδι στον ελαιώνα ήταν «ψηλαφητότερον» και από παντού ρίχνονταν αραιοί πυροβολισµοί από τα τελευταία φυσέκια των Χριστιανών που αποχωρούσαν.
Γύρω στα µεσάνυχτα όταν ανέτειλε η Σελήνη, απόσπασµα από πεντακόσιους στρατιώτες απ’ αυτούς που είχαν παραµείνει στον Βάµο κατέβηκε µε πολλά φορτηγά ζώα και παρέλαβε όσους βρίσκονταν στο Κεφαλοβρύσι µε τους τραυµατίες τους και τους νεκρούς τους που δεν ήταν και λίγοι.
Στην ολοήµερη αυτή µάχη οι εχθροί είχαν 156 νεκρούς από τους οποίους 5 αξιωµατικοί και ο προαναφερθείς ταγµατάρχης.
Από τους δικούς µας σκοτώθηκαν οι:
Ανδρέας Βενάκης από τον Αλίκαµπο
Εµµανουήλ Συµβουλάκης από το Φρε
Τραυµατίστηκε βαριά ο:
Ιωάννης Ντουκάκης από τον Μπρόσνερο
Κι ελαφριά οι:
Σπύρος Ντουκάκης από τον Μπρόσνερο «υπερογδοηκοντούτης»
Γεώργιος Μπραός και
Ένας Αλικαµπιώτης και µια κοπέλα.
Το τρίτο απόσπασµα που είχε καταλάβει τη ∆ραπανοκεφάλα φοβισµένο κρύφτηκε και την εποµένη καταδιωκόµενο από κάποιους έφυγε για Επισκοπή.
Ο ευρισκόµενος στρατός στον Βάµο φοβισµένος οχυρώθηκε στο Σεράγιο και το Παρθεναγωγείο, αφού έκτισε όλα τα παράθυρα, ενώ µετακόµισε και τους φυλακισµένους για να τους έχει σαν οµήρους αλλά και τις λίγες οικογένειες τους για ασφάλεια.
Από τον πανικό τους οι Τούρκοι, µόλις είδαν µερικούς χωρικούς αόπλους να µπαίνουν στο χωριό τον Βάµο, τους πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Μποτόνη Μποτονάκη. Ο θρήνος και ο πανικός ήταν µεγάλος όταν επέστρεψαν οι επιζήσαντες από τις Βρύσες.
Πολλοί χριστιανοί κάτοικοι στον Βάµο µεταφέρθηκαν για τον φόβο αντιποίνων σε γειτονικά χωριά.
Στον Τσιβαρά τέλος, ενώ περνούσαν 120 στρατιώτες συνοδεύοντες ζωοτροφές και αποσκευές, χτυπήθηκαν από περιοίκους µε αποτέλεσµα να σκοτωθούν 6 στρατιώτες που λαφυραγωγήθηκαν .
Από τους Χριστιανούς σκοτώθηκε ένας και τραυµατίστηκαν δυο στην προσπάθειά τους να λαφυραγωγήσουν.
Η γενική απαίτηση παντού των Χριστιανών ήταν «φυσέκια φυσέκια».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα