Ενας άγγελος με την αυγή στο πρόσωπο. Κόκκινο σα το γλυκοχάραμα που ανεβαίνει σιγά- σιγά στο βλέμμα. Σκαρφαλώνει η αθιβολή πάνω στους άγριους βράχους του είναι.
Αφουγκράσου. Η σιωπή σκίζεται. Σα παλιά αθιβολή. Που τη κόβεις σε χιλιάδες κομματάκια. Ψάχνεις τη μουσική σου. Κι ο άνεμος λείπει σε μακρινά ταξίδια. Αφησες πίσω τη γη σου. Πολλούς καιρούς πριν. Και τώρα δεν εχεις γη πια. Αέναος ταξιδευτής. Ψάχνεις.
Μόνη πατρίδα σου οσα αγάπησες. Και τα έχεις μαζί σου απο τότε. Κάπου κάπου αφήνεις κάτι. Ακόμα αφήνεις. Είναι τόσα πολλά τα κρίνα που λαχταράς να πάρεις το άρωμά τους.
Μιά γλυκιά αυγή. Μια γλυκιά αθιβολή. Ξέρεις οι πληγές, οταν τις αγαπήσεις, σταματούν να πονούν. Είναι τότε, που αρχίζεις μέσα στη σιωπή ενα γνώριμο τραγούδι. Σε διασκευή των δικών σου στιγμών. Ξέρεις, ήθελα καιρό να σου γράψω.
Ερχόνταν τα βλέμματα- κρυστάλινη βροχή. Και χτυπούσαν τη ξύλινη σκεπή του νου μου. Ενα νανούρισμα απο μακρινές ακτές. Και μακρινούς ανέμους. Είναι ενας ντροπαλός άγγελος ο πόνος. Ενας αγγελιοφόρος κατα’ι’δρωμένος απο τις σιωπές. Τις Ερινύες. Και τα λευκά κρίνα. Που κρατάς στα παγωμένα χέρια σου. Και που προσπαθείς με την ανάσα της δημιουργίας να τα ζεστάνεις.
Καθώς οι μέρες της Αλκυόνας, αργούν ακόμη. Περίεργο. Θα ορκιζόσουν οτι έχει ξημερώσει. Αλλά μάλλον είναι ενα άλλο φως αυτό. Παρουσίες. Αθιβολές, θα πεις. Κι όμως είναι όλα παρόντα. Πέρα απο την αθιβολή. Πέρα απο τη σιωπή του Αυγερινού. Που έχεις μέρες να τον δεις.
Καθώς τον έκρυβε η πάχνη της απουσίας. Ξυλόγλυπτη λύρα. Με μια γερακίνα σκαλισμένη. Και δυό κρίνα. Σα κι αυτά, τα δικά σου. Τα κρίνα του τότε. Που τώρα συνεχίζεις να τα κρατάς. Μια σκέψη- μουσική. Allegro vivace. Πέφτουν οι κρυστάλλινες σταγόνες. Ολο και πιο γρήγορα. Σα το χορό της ρίζας. Απο αντρειωμένους. Πάνω στα όρη. Που χτυπούν το βράχο σε κάθε ζάλο τους. Και αυτός ραγίζει.
Και ραγίζοντας, βγάζει τον προαιώνιο βρυχιθμό. Γάργαρη πηγή. Καθάρια. Η καρδιά. Η μόνη γη που δεν θα αφήσεις ποτέ. Είναι μακρόσυρτες οι νύχτες της σιωπής. Πλήκτρα χορεύουν μέσα στη σκέψη σου. Συντονίζεσαι με τον ρυθμό. Κι η βροντόλυρα γεννά φλόγες. Που ξεπετάγονται μέσα απο τις κόρδες της. Η γερακίνα σκύβει πάνω στα κρίνα.
Παράξενη συντροφιά.Παράξενη διασκευή της ψυχής σου. Κι η αυγή κοκκινίζει ακόμα περισσότερο τώρα. Στο πρόσωπο του ντροπαλού σου αγγέλου. Μακρόσυρτη βεγγέρα της σιωπής θα πεις.
Ισως να’ναι κι έτσι.