«Με λένε Αϊλάν, με λένε Μουσταφά, με λένε Αϊσά κι είμαι από τη Συρία.
Η μάνα μου πού είναι;
Σέρνω μια τσάντα πλαστική. Είναι λίγο βαριά αυτή η τσάντα.
Εχει μέσα όλη μου τη ζωή. Κι αυτή που θα ζήσω.
Πόσος είναι ακόμα ο δρόμος;
Με προσπερνάνε αυτοκίνητα τρέχοντας στη μεγάλη λεωφόρο. Πού πάνε;
Είμαι με άλλους πολλούς μαζί μα κανείς δεν ξέρει πού πάμε, ούτε οι μεγάλοι.
Πού πάμε;
Υστερα θα ξαποστάσουμε λίγο κάτω από τη σκιά των δέντρων. Πότε θα φτάσουμε;
Δεν είμαι παιδί, δεν έχω κουραστεί, αντέχω, αλλά η μάνα μου πού είναι;»