Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Οι μαρτάρες “κατσίκα – προβατίνα”

Το ενδιαφέρον από τους ηλικιωμένους να διηγούνται εις τους νεότερους τα βιώματα που περάσανε πριν πολλά χρόνια, συνεχίζεται. Αυτά μόνο που ζήσανε λένε με κάθε λεπτομέρεια για να τα πιστέψουν οι νέοι προκειμένου να είναι περισσότερο προσεκτικοί εις την οικογένεια και στα επαγγέλματά τους.
Η  γεωργία και η κτηνοτροφία ήτανε η μόνη εργασία τους για να εξασφαλίσουν την διατροφή και την διαβίωσή τους. Ητανε οικογένειες στο κάθε χωριό της περιοχής μας που είχανε λίγα χωράφια να εργαστούν και να διατηρούν ζώα για να τους προσφέρουν αυτά που είχανε ανάγκη γι’ αυτό ζούσανε περιορισμένα.
Όμως αποκτούσανε περισσότερα, αφού ενοικιάζανε από αυτά για να αντιμετωπίζουν πιο άνετα όλες τις ανάγκες τους στα γεωργικά και κτηνοτροφικά τους εφόδια. Ορισμένες οικογένειες που είχανε πολλά παιδιά διατηρούσανε λίγα ζώα από κατσίκες και προβατίνες για τις απαραίτητες τροφές από αυτά και με συνδυασμό από τις γεωργικές εργασίες τους για να διαβιώνουν όσο μπορούν καλύτερα.
Συνήθως αρκετά σπίτια εκείνη την εποχή διατηρούσανε μία ή δύο κατσίκες και δύο ή τρεις προβατίνες ανάλογα με τις ανάγκες που είχε η οικογένειά τους.
Το κάθε ζώο είχε πέριξ του λαιμού του δέσιμο από δερμάτινο λουρί ή σχοινί αντοχής με ένα μεταλλικό κρίκο (γιορντανέ) για να δένεται η μία άκρη σχοινιού μήκους 3-5 μέτρων και η άλλη άκρη επίσης να δένεται σε αυτοσχέδιο ξύλινο ή μεταλλικό κοντό πάσαλο καρφωμένο στο έδαφος ή σε σταθερό ξύλο δένδρου ή σε θάμνο στο χωράφι για να βοσκήσουν από το πρωί μέχρι το βράδυ που θα γυρίζανε στην αυλή του νοικοκύρη για προστασία και για το γάλα τους. Αυτά τα ζώα τα ονομάζανε μαρτάρικα επειδή ζούσανε περιορισμένα κοντά τους και με ιδιαίτερη φροντίδα από εκείνα που ήτανε στις ορεινές περιοχές ελεύθερα και με άλλο τρόπο ζωής σε όλα.
Σήμερα μετά από αρκετά χρόνια που έχει φύγει από τη ζωή, θυμηθήκαμε τον μπαρμπα-Νικόλα που ζούσε σε ένα χωριό του Βρύσινα που είχε λίγα χωράφια αλλά ενοικίαζε και άλλα που διατηρούσε δυο κατσίκες και τρεις προβατίνες για να του προσφέρουν τα απαραίτητα εφόδια στη μεγάλη οικογένεια που είχε «6 παιδιά -δυο γονείς και οι γερόντοι τους».
Κάθε πρωί τα πήγαινε στα χωράφια δεμένα σε απόσταση το ένα από το άλλο για να βοσκήσουν. Ορισμένες φορές τους άλλαζε θέση για να φάνε περισσότερο. Αυτά κυρίως τρώγανε χόρτα – θάμνους και φύλλα από ελιές – βελανιδιές – δρυγιάδες – χαρουπιές κ.λπ.
Και το βράδυ τους είχε επιπρόσθετες τροφές και από το περιβόλι – το αμπέλι για να τρώνε και την νύχτα – να μεγαλώσουν τα νεογέννητά τους καλύτερα και αργότερα να έχει ο νοικοκύρης περισσότερο γάλα.
Κάθε χρόνο γεννούσανε όλα και κάνανε πάντα από δυο και συγκέντρωνε από όλα 10 «6 αρνιά και 4 κατσίκια». Όταν περνούσανε τους δυο μήνες τα χώριζε σε άλλο χώρο για να παίρνει το γάλα και αυτά να μεγαλώσουν με ιδιαίτερη περιποίηση. Πάντα ο Μπάρμπα – Νικόλας τις γιορτές των Χριστουγέννων έσφαζε δυο το Πάσχα άλλα δυο και της Παναγίας ένα. Εάν κάποια μάνα ήθελε αντικατάσταση λόγω γήρατος ή άλλης αιτίας κρατούσε ένα από αυτά και την πουλούσε μαζί με τα υπόλοιπα στο χασάπη για να ψωνίσουνε ρούχα και παπούτσια για την οικογένεια. Όσα χρήματα περισσεύανε τα έκρυβε η γυναίκα του η Μαρία μέσα σε ένα σακούλι και το έβαζε πίσω από την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, προστάτη του χωριού τους.
Το γάλα που προσφέρανε όλα τα ζώα τους ήτανε αρκετό να πίνει κάθε μέρα όλη η οικογένεια και με το υπόλοιπο η καλή νοικοκυρά έφτιαχνε το γιαούρτι – το τυρί και τον ξινόχοντρο για το χειμώνα.
Όμως από την καλή περιποίηση που είχανε τα ζώα τους το γάλα έφθανε για να κάνει και ένα μικρό τουλούμι τυρί «τουλουμοτύρι». Αυτό το έφτιαχνε η γιαγιά Αθηνά που το είχε μάθει στη Μ. Ασία από τη μάνα της.
Επίσης στη γειτονιά τους ήτανε η οικογένεια του Θανάση που είχε πολλές στερήσεις στη διατροφή της. Σταδιακά τους δίνανε λίγα από όλα και αυτή ανταπέδιδε με μικρές βοήθειες στις ελιές, στο αλώνι, στο αμπέλι όταν είχανε ανάγκη. Ο μπαρμπα – Νικόλας ήτανε και πολύ μερακλής στα μαρτάρικά του. Τους έβαζε ένα κουδούνι μεγάλο στα μεγάλα και ένα μικρό στα μικρά.
Επίσης είχε και ένα σκύλο κοκκινωπό που του είχε φτιάξει μια πέτρινη γούρνα που την είχε στην άκρη της αυλής και του έβαζε εκεί το γάλα, το φαγητό και το νερό του. Αυτός ακολουθούσε κάθε μέρα στο χωράφι να τα φυλάει από την κλοπή ως ένδειξη ευχαριστίας στο αφεντικό του για τις τροφές που του έδινε κάθε μέρα.
Όσο για την γονιμοποίηση των ζώων του τα πήγαινε στο κοπάδι ενός γείτονα για λίγες ημέρες. Έτσι για λίγο χρόνο δεν είχανε γάλα στη διάθεσή τους.
Είχανε περάσει κάμποσα χρόνια από όταν είχανε έρθει στο χωριό από τη Μ. Ασία. Η οικογένεια με αυτόν τον τρόπο ζωής τα κατάφερε από την εργατικότητά της και από το καλό κουμάντο να αγοράσει ένα βοσκότοπο και λίγα στρέμματα χωράφια να σπέρνουν τα απαραίτητα σιτηρά και όσπρια για τη διατροφή τους.
Στη συνέχεια δεν πουλούσανε τα αρνιά και δημιουργήσανε ένα μικρό κοπάδι των 30 προβάτων περίπου και σταματήσανε τα μαρτάρικα με τα σχοινιά και διατηρήσανε μόνο τις δύο κατσίκες.
Έτσι είχανε τη δυνατότητα να σπουδάσουν τα δυο παιδιά τους και τα άλλα να μάθουνε τέχνες στην πόλη δημιουργώντας συγχρόνως τις οικογένειές τους.
Στο επάγγελμα του κτηνοτρόφου ακολούθησε μόνο ο ένας γιος τους ο Στέλιος ο οποίος είναι σήμερα στη ζωή 90 ετών. Αυτός είναι που μας είπε όλη την διαδικασία με τα μαρτάρικα που είχανε οι γονείς του και για το κοπάδι που είχανε στο Βρύσινα εκείνη την εποχή με τη φτώχεια που περάσανε στην αρχή και μετά που ζούσανε καλύτερα από τους άλλους χωριανούς. Και τέλος είπε: Δίνω την ευχή μου σε όλους τους νέους της πατρίδας μας να μην γνωρίσουν ποτέ παρόμοια βιώματα εις τη ζωή τους όπως εμείς τα ζήσαμε κυρίως την κατοχή της Μ. Ασίας και της Γερμανίας.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα