Βιβλιοπαρουσίαση
Richard Baldwin
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021, σελ. 299.
Ένα εξαιρετικό και πολύ επίκαιρο βιβλίο εξεδόθη πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης το οποίο εστιάζει στη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, στις επιπτώσεις της και τις διαφορές της από τη παγκοσμιοποίηση του παρελθόντος. Συγγραφέας του πονήματος ο Richard Baldwin, καθηγητής διεθνούς οικονομικής στο Ινστιτούτο διεθνών και αναπτυξιακών σπουδών της Γενεύης, Ελβετία. Ο R. Baldwin διερευνά τις αιτίες που συνέβαλαν στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, τις διαφορές της από τη προηγούμενη περίοδο καθώς και τις επιπτώσεις της στα ανεπτυγμένα και αναπτυσσόμενα κράτη. Υποστηρίζει ότι οι επαναστατικές αλλαγές στις τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών έδωσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στη παγκόσμια οικονομία ένα νέο χαρακτήρα. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας η παγκοσμιοποίηση του παρελθόντος επιταχύνθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα καθώς μειώθηκε δραστικά το κόστος των εμπορικών συναλλαγών. Η παλιά αυτή παγκοσμιοποίηση, κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα, είχε μεγάλο αντίκτυπο στη παγκόσμια οικονομία. Μέσα σε δύο αιώνες πανάρχαιοι πολιτισμοί της Ασίας και της Μέσης Ανατολής οι οποίοι δέσποζαν στη παγκόσμια οικονομία για 4 χιλιετίες εκτοπίσθηκαν από τις σημερινές πλούσιες χώρες (ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά) και δημιουργήθηκε ένα οικονομικό χάσμα. Την αλλαγή αυτή την ονομάζει “μεγάλη απόκλιση” (όσον αφορά την απόκλιση στα εισοδήματα τους). Η επανάσταση στις τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών τα τελευταία 30 χρόνια μείωσε δραστικά το κόστος των επικοινωνιών και συνέβαλε στην αλλαγή του παγκόσμιου οικονομικού χάρτη. Η νέα αυτή τεχνολογική αλλαγή έδωσε ώθηση στη (δεύτερη ή νέα) παγκοσμιοποίηση κατά την οποία ωφελήθηκαν ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες εκβιομηχανίστηκαν, ενώ πολλές ανεπτυγμένες και πλούσιες χώρες είδαν ορισμένες βιομηχανίες τους να μεταναστεύουν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Παλαιότερα οι χώρες επικεντρωνόταν στη παραγωγή εκείνων των προϊόντων (και υπηρεσιών) στα οποία ήταν καλές (όπου είχαν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα σύμφωνα με το D. Ricardo) και εισήγαγαν εκείνα τα προϊόντα (και τις υπηρεσίες) στη παραγωγή των οποίων υστερούσαν έναντι άλλων χωρών. Καθώς πολλές αναπτυσσόμενες χώρες γνώρισαν ταχεία οικονομική ανάπτυξη τη τελευταία τριακονταετία το μερίδιο τους στο παγκόσμιο εισόδημα αυξήθηκε ενώ ταυτόχρονα μειώθηκε το οικονομικό χάσμα που είχαν με τις πλούσιες χώρες. Ο R. Baldwin ονομάζει την επιταχυνόμενη παγκοσμιοποίηση των τελευταίων 30 ετών σαν “Νέα παγκοσμιοποίηση” η οποία είχε σαν αποτέλεσμα “τη μεγάλη σύγκλιση των εισοδημάτων ανεπτυγμένων-αναπτυσσόμενων χωρών” (Σε αντιδιαστολή της μεγάλης απόκλισης των εισοδημάτων τους που συνέβη κατά τη φάση της προηγούμενης παγκοσμιοποίησης). Το γεγονός της “μεγάλης σύγκλισης” πιστεύει ο συγγραφέας ότι εξηγεί την αρνητική στάση πολλών πολιτών των πλούσιων δυτικών χωρών έναντι της σημερινής παγκοσμιοποίησης σε αντιδιαστολή με τη θετική στάση των αναδυόμενων χωρών. Θεωρεί ότι μεταξύ των κερδισμένων της νέας παγκοσμιοποίησης είναι: α) οι κάτοχοι τεχνογνωσίας στις πλούσιες χώρες, β) Οι μη εξειδικευμένοι εργαζόμενοι φτωχών χωρών στις οποίες μεταφέρθηκε η παραγωγή κάποιων προϊόντων τα οποία προηγουμένως παραγόταν στις ανεπτυγμένες χώρες οι οποίοι είδαν τα εισοδήματα τους να αυξάνονται σημαντικά και γ) Οι πλούσιοι των χωρών του Βορρά. Αντίθετα χαμένοι είναι η μεσαία και χαμηλή τάξη των ανεπτυγμένων χωρών.
Ο συγγραφέας διακρίνει τη παγκοσμιοποίηση κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας σε 4 περιόδους ως εξής:
1. Τη πρώτη περίοδο η οποία αφορά την επέκταση του ανθρώπινου είδους στο πλανήτη (200.000 π.Χ. έως 10.000 π.Χ.),
2. Τη περίοδο της τοπικής συγκέντρωσης της παγκόσμιας οικονομίας (10.000 π.Χ. έως 1820 μ.Χ.). Η περίοδος αυτή βασίστηκε στην ανάπτυξη της γεωργίας,
3. Τη περίοδο της παγκοσμιοποίησης των τοπικών οικονομιών (1820 έως περίπου 1990). Η περίοδος αυτή βασίστηκε στην ανάπτυξη της ατμομηχανής, και
4. Τη περίοδο της διεθνοποίησης της παραγωγής (1990 έως σήμερα). Η περίοδος αυτή βασίστηκε στην επανάσταση των τεχνολογιών της πληροφορικής και των επικοινωνιών.
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη δυσκολία που δημιουργεί η απόσταση στη μεταφορά αγαθών και ανθρώπων σε σχέση με τη δυσκολία που δημιουργεί η απόσταση στη διακίνηση ιδεών. Το κόστος αυτό της μεταφοράς επηρεάζει τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Στα αρχικά στάδια οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών η παραγωγή και η κατανάλωση αγαθών γινόταν τοπικά καθώς η μεταφορά τους ήταν δαπανηρή. Στη πορεία της εξέλιξης η τεχνολογική ανάπτυξη έκανε εφικτή τη μείωση του κόστους μεταφοράς αγαθών (ανακάλυψη της ατμομηχανής) η οποία συνέβαλε στη πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης. Μετά το 1990 η ταχεία μείωση του κόστους επικοινωνίας επέτρεψε τη διεθνοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας που απετέλεσε χαρακτηριστικό της δεύτερης φάσης της παγκοσμιοποίησης. Τη περίοδο αυτή οι εταιρείες στις πλούσιες χώρες κατακερματίζουν τη παραγωγική διαδικασία και μεταφέρουν ορισμένα στάδια παραγωγής προϊόντων σε κοντινές χώρες όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί. Η διασυνοριακή μεταφορά εργοστασίων επιτρέπει πλέον τις διεθνείς ροές αγαθών, υπηρεσιών, επενδύσεων και τεχνολογίας κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν όπου οι ροές αυτές επικεντρωνόταν κυρίως εντός ή μεταξύ των πλούσιων χωρών.
Ταυτόχρονα μειώνεται η ανταγωνιστικότητα των χωρών που δεν συμμετέχουν στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και βασίζουν την ανταγωνιστικότητα τους μόνο στις Εθνικές τους ικανότητες. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η τρίτη περίοδος της παγκοσμιοποίησης (1820-1990) σηματοδοτήθηκε από:
Α) Την εκβιομηχάνιση του Βορρά (των πλούσιων σήμερα χωρών) και την αποβιομηχανοποίηση του Νότου (των αναπτυσσόμενων και φτωχότερων χωρών),
Β) Την άνθιση του εμπορίου,
Γ) Τη σημαντική οικονομική μεγέθυνση παγκοσμίως,
Δ) Τη μεγάλη απόκλιση των οικονομιών μεταξύ των χωρών του Βορρά (που αποτελούν περίπου το 1/5 της ανθρωπότητας) και των χωρών του Νότου, και
Ε) Ένταση της αστικοποίησης στις χώρες του Βορρά.
Κατά τη τελευταία περίοδο της παγκοσμιοποίησης (1990 – ) η έκβαση ήταν διαφορετική και συγκεκριμένα:
Α) Ο Βορράς αποβιομηχανίστηκε ενώ ένας μικρός αριθμός αναπτυσσόμενων χωρών εκβιομηχανίστηκε,
Β) Η οικονομική μεγέθυνση των νέο-εκβιομηχανιζόμενων χωρών αυξήθηκε κατακόρυφα,
Γ) Πραγματοποιήθηκε μεγάλη σύγκλιση μεταξύ των οικονομιών ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών,
Δ) Η απελευθέρωση του εμπορίου έγινε αποδεκτή από τις αναπτυσσόμενες χώρες , και
Ε) Οι επιπτώσεις της περιόδου αυτής ήταν γεωγραφικά ιδιαίτερα εντοπισμένες.
Κατά τη σημερινή περίοδο της μεγάλης σύγκλισης πραγματοποιήθηκαν μαζικές μεταβιβάσεις τεχνογνωσίας από χώρες του Βορρά σε ένα μικρό αριθμό αναπτυσσόμενων χωρών στα πλαίσια της συμμετοχής τους σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Συνεπώς θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί η πολιτική των πλούσιων χωρών που αφορά την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική τους μεγέθυνση. Η (νέα) βιομηχανική πολιτική θα πρέπει να στηρίζεται λιγότερο στη βιομηχανία και περισσότερο στις θέσεις εργασίας του τριτογενή τομέα που συνδέονται με τη βιομηχανία. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας καθώς τμήμα της παραγωγής διαφόρων προϊόντων μεταφερόταν σε αναπτυσσόμενες χώρες (με χαμηλό κόστος εργασίας) το κόστος μεταποίησης τους μειωνόταν. Έτσι στη τελική τιμή των προϊόντων αυτών αυξανόταν ποσοστιαία τα κόστη που σχετιζόταν με τις υπηρεσίες πριν τη μεταποίηση (σχεδιασμός, οργάνωση παραγωγής, χρηματοδότηση, κλπ) αλλά και μετά τη μεταποίηση (μάρκετινγκ, υπηρεσίες πώλησης, κλπ). Συνεπώς καθώς αναδιαμορφωνόταν η αλυσίδα παραγωγής διαφόρων προϊόντων μειώθηκε ποσοστιαία η προστιθέμενη αξία κατά το στάδιο της μεταποίησης (δευτερογενής τομέας) και αυξήθηκε η προστιθέμενη αξία στα στάδια πριν και μετά τη μεταποίηση που αφορούν υπηρεσίες (τριτογενής τομέας). Επειδή οι θέσεις αυτές βρίσκονται στις πόλεις του Βορρά οι κυβερνήσεις θα πρέπει να θεωρούν τα αστικά κέντρα σαν τα εργοστάσια του 21ου αιώνα. Όπως αναφέρει ο R. Baldwin η εκβιομηχάνιση των αναπτυσσόμενων χωρών, στη σημερινή περίοδο της παγκοσμιοποίησης, μπορεί πλέον να επιτευχθεί μέσω της συμμετοχής τους σε μία διεθνή αλυσίδα παραγωγής. Οι χώρες αυτές μπορούν πλέον να γίνουν διεθνώς ανταγωνιστικές μέσω της συμμετοχής τους σε διεθνή δίκτυα/αλυσίδες παραγωγής κάτι που δεν ήταν εφικτό στο παρελθόν. Εφόσον το επιτύχουν αυτό οι αναπτυσσόμενες χώρες δημιουργούν στο εσωτερικό τους καλές θέσεις εργασίας και επιτυγχάνουν μία αυτοτροφοδοτούμενη οικονομική μεγέθυνση. Δυστυχώς, αναφέρει, το πώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί στη πράξη και με ποιες πολιτικές δεν είναι ξεκαθαρισμένο και δεν έχει ακόμη διερευνηθεί επαρκώς. Οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας ανοίγουν ένα καινούργιο δρόμο προς την εκβιομηχάνιση αλλά δεν διαθέτουν μαγικές λύσεις ούτε λύνουν τα σύνθετα αναπτυξιακά προβλήματα μιας χώρας. Ο συγγραφέας ολοκληρώνοντας το πόνημα του αναφέρει ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση δεν μοιάζει με τη παγκοσμιοποίηση που γνώρισαν οι γονείς μας. Και μάλλον η αυριανή παγκοσμιοποίηση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα πολύ διαφορετική από τη σημερινή δεδομένου ότι έχουν αλλάξει οι δυνάμεις που την προκαλούν. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα η βασική κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης ήταν η τεράστια μείωση του κόστους μεταφοράς αγαθών που πυροδοτήθηκε από την ανακάλυψη της ατμομηχανής και τη πρώτη βιομηχανική επανάσταση. Στη σημερινή περίοδο της παγκοσμιοποίησης κινητήρια δύναμη είναι η εντυπωσιακή μείωση του κόστους διακίνησης ιδεών σαν αποτέλεσμα της πρόσφατης επανάστασης στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών. Στην επόμενη περίοδο της παγκοσμιοποίησης, εκτιμά ο R. Baldwin, η ωθούσα δύναμη της παγκοσμιοποίησης θα είναι οι τεράστιες μειώσεις στο κόστος της τηλε-παρουσίασης και της τηλε-ρομποτικής (πιθανώς με τη χρήση προηγμένων δικτύων επικοινωνιών 6G) οι οποίες θα πυροδοτηθούν από την επανάσταση της εικονικής παρουσίας. Εφόσον οι απόψεις του συγγραφέα επαληθευτούν τότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τις πολιτικές τους που προσεγγίζουν τη παγκοσμιοποίηση. Έτσι θα πρέπει να θεωρηθεί ευνοϊκή η μεταφορά τμημάτων των κέντρων έρευνας και ανάπτυξης ξένων τεχνολογικών επιχειρήσεων στη χώρα μας όπως έχει πρόσφατα ανακοινωθεί για τη Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Ιωάννινα με σκοπό την αξιοποίηση του ικανότατου (και σχετικά φθηνού) Ελληνικού επιστημονικού δυναμικού. Με τον τρόπο αυτό εντάσσεται η Ελλάδα στην αλυσίδα αξίας διεθνών εταιρειών έντασης γνώσεων όσον αφορά το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης τους (δηλαδή τη παροχή υπηρεσιών και όχι τη παραγωγή προϊόντων). Δεδομένων των υψηλών υποδομών και επιδόσεων της Κρήτης σε Ακαδημαϊκές/ερευνητικές δραστηριότητες και του υπάρχοντος έμπειρου και ικανού επιστημονικού/τεχνικού δυναμικού θα μπορούσε να εξετασθεί/διερευνηθεί η παροχή κινήτρων/διευκολύνσεων για τη μεταφορά μέρους της έρευνας και ανάπτυξης (που αφορά τη παροχή υπηρεσιών) διεθνικών εταιρειών και στη Κρήτη.