Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Η μελαγχολία της αντίστασης

Το βιβλίο που αναζητούσα εκείνο το βράδυ θα έπρεπε να μου μουδιάσει το μυαλό, να μου περιχαρακώσει την προσοχή και να μου προσφέρει ένα αισθητικό καταφύγιο. Διάφορες επιλογές πέρασαν από το μυαλό μου, αρκετά βιβλία από τη στοίβα με τα αδιάβαστα φλέρταρα, ξεφυλλίζοντάς τα και νιώθοντας το βάρος τους στα χέρια μου, αναρωτήθηκα αρκετά μήπως θα έπρεπε να επιστρέψω στην ασφάλεια κάποιου ήδη γνωστού κειμένου -Το τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο για παράδειγμα ή τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ-, τέτοια αναγνωστική αναζήτηση βίωνα. Ευτυχώς έκανα τη σωστή επιλογή: Η μελαγχολία της αντίστασης.
Η προηγούμενη εμπειρία με το Πόλεμος και πόλεμος, η αίσθηση οικειότητας και η δεδομένη πίστη στη δύναμη του Κρασναχορκάι πως θα μπορούσε να ικανοποιήσει το τρίπτυχο των αναγνωστικών μου αιτημάτων από τη μία, και από την άλλη η δυναμική του τίτλου, η μελαγχολία όσων αντιστέκονται, η μοναξιά και η ματαιότητα που βιώνουν, ανεξάρτητα από το διακύβευμα της αντίστασης. Ήταν Δευτέρα βράδυ όταν διάβασα τις πρώτες σελίδες.

Γύριζε συστηματικά κάθε σελίδα του σπιράλ σημειωματάριου που διάβαζε αχόρταγα και, όταν έφτασε στο τέλος, ξαναβρέθηκε στην αρχική σελίδα, λες και αυτό το απόσπασμα της αφήγησης, αφήγηση που θα είχε σοκάρει υπερβολικά αυτόν που ήταν μέχρι χθες αλλά δεν ήταν πια σήμερα, παρά τον τρόμο που του προκαλούσε, ήταν ένα διδακτικό μήνυμα το οποίο τον είχε αναγκάσει να κάνει στροφή και να επανέλθει στην αρχή, να κάνει μια στροφή πριν ξαναρχίσει, υπονοώντας μ’ αυτό τον τρόπο, πως ό,τι δεν είχε εμπεδώσει την πρώτη φορά, θα αφομοιωνόταν με τη δεύτερη ανάγνωση.

Υπάρχει μια παρανόηση. Αρκετοί λένε: το Χ βιβλίο μου άρεσε τόσο πολύ που δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου, το τελείωσα το ίδιο βράδυ. Και αυτό, ισχυρίζονται, αποτελεί ένδειξη αδιαμφισβήτητη και ακλόνητη για την ποιότητα του βιβλίου. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Η αχόρταγη ανάγνωση ως ένδειξη απόλαυσης δεν έχει να κάνει με την ταχύτητα. Κάθε βιβλίο ορίζει τον ρυθμό ανάγνωσής του. Το αργό βύθισμα στον κόσμο του, οι συμπυκνωμένες προτάσεις, το αίσθημα πληρότητας μετά από λίγες μόνο σελίδες, η διαρκής και επαναλαμβανόμενη επιθυμία να διαβάσω ξανά ένα προηγούμενο απόσπασμα, να αφήσω το βιβλίο για λίγο στην άκρη κοιτώντας ευθεία μπροστά, η αυτονομία της αναγνωστικής εμπειρίας στο σύνολο της κάθε ημέρας. Δέκα ημέρες μετά, επιταχύνοντας και επιβραδύνοντας, επιστρέφοντας και ανυπομονώντας, έφτασα στο τέλος. Απόλαυση.
Όλα θα ξεκινήσουν στο βαγόνι ενός τρένου, τρένο το οποίο θα περάσει με τερατώδη καθυστέρηση από τον έρημο σταθμό, εξοργίζοντας την κυρία Πφλάουμ, που υπολόγιζε να φτάσει σπίτι της νωρίτερα, μετά την ολιγοήμερη παραμονή της σε κάποιους συγγενείς, έχοντας την επιθυμία να επιστρέψει στην καθημερινότητα και τη σειρά της. Η κυρία Πφλάουμ δυσανασχετεί έντονα, μα χωρίς να έχει κάποια επιλογή αντίδρασης, συνειδητοποιώντας πως το εισιτήριο πρώτης θέσης τής είναι άχρηστο και πως θα πρέπει να νιώθει και τυχερή από πάνω που βρήκε μια θέση για να κάτσει στο γεμάτο βαγόνι και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχει να αντιμετωπίσει τη σεξουαλική παρενόχληση ενός άγνωστου άντρα. Με αυτό το αργό κινηματογραφικό τράβελινγκ ο Κρασναχορκάι, ακολουθώντας το τρένο που διασχίζει αργά μέσα στη νύχτα την ουγγρική ύπαιθρο, οδηγεί τον αναγνώστη μέχρι την ανώνυμη επαρχιακή πόλη της Ουγγαρίας, όπου και τοποθετείται η ιστορία που πρόκειται να διηγηθεί, μια ιστορία γεμάτη τρόμο, τρόμο που αιωρείται πάνω από την πόλη, με τα φώτα του δρόμου σβηστά για κάποιον άγνωστο λόγο, τρόμο που παίρνει τη μορφή ενός περιπλανώμενου τσίρκου που επισκέπτεται την πόλη, με κεντρικό θέαμα μια τεράστια φάλαινα και κάποιες τρομακτικές φήμες να συνοδεύουν τον θίασο.
Η μελαγχολία της αντίστασης είναι πιο προσβάσιμη συγκριτικά με το Πόλεμος και πόλεμος, χωρίς αυτό να αποτελεί ποιοτικό σχόλιο. Όλα τα στοιχεία της γραφής του Ούγγρου συγγραφέα είναι παρόντα, ο μακροπερίοδος -δουλεμένος μέχρι την ελάχιστη λεπτομέρεια- λόγος, η ποιητικότητα των περιγραφών, το χτίσιμο των χαρακτήρων, ο μίτος που παρασύρει τον αναγνωστη στον λαβύρινθο με ασφάλεια, ο στοχασμός, η επιμονή ενάντια στα τείχη τις ματαιότητας, η μελαγχολία, η πάντοτε καλοδεχούμενη μπερνχαρντική επιρροή, το διαρκές παιχνίδι με το παράλογο. Όμως, κυρίως και πάνω απ’ όλα, η ικανότητα του συγγραφέα να αφήνει την αίσθηση του άχρονου και του άτοπου, προσδίδοντας έτσι στην κάθε μικρή αντίσταση έναν χαρακτήρα οικουμενικό, δίνοντας την ελευθερία στον αναγνώστη να προσαρμόσει την ιστορία στα δικά του βιώματα, στον δικό του κόσμο. Παρά το γεγονός πως η μετάφραση -με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα- έγινε από τη γαλλική έκδοση με όσες απώλειες μπορεί να συνεπάγεται αυτό, Η μελαγχολία της αντίστασης είναι ένα μυθιστόρημα δείγμα υψηλής λογοτεχνίας ενός σπουδαίου σύγχρονου συγγραφέα.

υ.γ. Να δείτε και την ταινία του τεράστιου Μπέλα Ταρ, Οι αρμονίες του Βερκμάιστερ, που βασίστηκε στο μυθιστόρημα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα