Είναι η πρόζα ίσως, κυρίως εκείνη με μια στόχευση πρωτίστως κωμική, το λογοτεχνικό είδος, το πλέον υποκειμενικό και ανοιχτό στην αναγνωστική πρόσληψη, ικανό να διχάσει και να δημιουργήσει δύο άκρα, συχνά φανατικά, από τη μια εκείνοι που λατρεύουν τον συγγραφέα, τον Χρηστίδη στην περίπτωσή μας, και δεν σταματούν να γελούν άπαξ και γυρίσουν την πρώτη σελίδα ή και αργότερα ακόμα, ενθυμούμενοι και διηγούμενοι τη μία ή την άλλη ατάκα, ενώ από την άλλη μεριά στέκουν εκείνοι που τον θεωρούν απλώς εξυπνάκια, ακόμα έναν, και δεν αντέχουν να διαβάσουν πάνω από δέκα σελίδες, πόσο μάλλον να γίνουν αποδέκτες μιας αποσπασματικής διήγησης μέσω ενός τρίτου.
Eξι χρόνια είχαν περάσει από την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου του Λένου Χρηστίδη (Μόνολογκ, εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), και σχεδόν από τον δεύτερο και μετά, οι φήμες για κάποια επικείμενη κυκλοφορία φούντωναν ξαφνικά, για να εξασθενήσουν γρήγορα καθώς το ένα εκδοτικό πρόγραμμα παραχωρούσε τη θέση του στο επόμενο. Και όπως συμβαίνει στην ιστορία με τον βοσκό και τον λύκο, έτσι κι εγώ έπαψα πια να ενθουσιάζομαι στην εμφάνιση της κάθε φήμης, και μόνο ενίοτε, και μοναχικά, αναρωτιόμουν: τι να απέγινε άραγε ο Λένος; Ωσπου μια μέρα, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, εμφανίστηκε η “Μελαμψή Παρθένος”, ως εκ θαύματος, όπως πιθανότατα θα αναφωνούσε κάποιος από τους δεκάδες χαρακτήρες του συγγραφέα, προκαλώντας το γέλιο στη μία πλευρά του ακροατηρίου. Και η χαρά στη θέα της έκδοσης γρήγορα έδωσε τη θέση της στον προβληματισμό για τον περασμένο χρόνο και τις αλλαγές που αυτός επιφέρει στο σύνολο των πραγμάτων, και επομένως και στα κριτήρια πρόσληψης της σάτιρας, και αν, άραγε, εγώ θα ήμουν ο ίδιος εκείνος αναγνώστης που τότε, μέλος μια ξεκάθαρα χρηστιδικής παρέας, λάμβανα μέρος, όχι μόνο στην κυκλοφορία των βιβλίων του από χέρι σε χέρι, μα και σε μια συχνή αναβίωση από ατάκες και σκηνές ολόκληρες, από το Λοστρέ ή τα Χαστουκόψαρα για παράδειγμα. Προβληματισμός που με κράτησε τελικώς μακριά από τη “Μελαμψή Παρθένο” για ένα σχετικά μεγάλο διάστημα, αν λάβει κανείς υπόψη του την αγάπη μου για τα προηγούμενα έργα του και την πάντα ακόρεστη ανάγκη για γέλιο, ανάγκη που πάντα ο Χρηστίδης φρόντιζε να μου ικανοποιεί. Ομως ο καιρός πέρασε και ο προβληματισμός έχασε τη λάμψη του, η στιγμή είχε φτάσει.
Χρειάστηκαν κάποιες σελίδες για να νιώσω ξανά οικεία, να αναγνωρίσω τη φωνή του συγγραφέα πίσω από την κάθε πρόταση, να αποδεχτώ το αρχικό αίσθημα χασίματος, καθώς το ένα μικρό κεφάλαιο έδινε τη θέση του στο επόμενο, με τους πρωταγωνιστές να αλλάζουν, παρέα με τον τόπο και τον χρόνο, σε μια αίσθηση χαοτική και μάλλον άβολη, ώσπου όλοι οι ήρωες, κατά την προσφιλή συνήθεια του Χρηστίδη, προερχόμενοι από ετερόκλητα μέρη και περιβάλλοντα συναντήθηκαν στην Αντίκαρο, νησί του Αιγαίου, απέναντι από την κοσμική και τουριστική Κάρο, για να περάσουν ένα ελληνικό καλοκαίρι. Τη στιγμή που το σκηνικό δράσης της πλοκής αποκτά τα φυσικά του όρια, και ο ρυθμός αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα, ένιωθα ήδη μέσα στην ιστορία. Ισως -αλλά αυτό δεν το σκέφτηκα παρά αρκετές μέρες αργότερα- αυτή να ήταν και η πρόθεση του συγγραφέα, μια εισαγωγή, ένα απαραίτητο ζέσταμα πριν θέσει τη μηχανή σε λειτουργία. Και αφού το δύσκολο επετεύχθη, όντας πλέον μέρος της ιστορίας, το εύκολο απέμενε: να αφεθώ και να αφήσω τα γκέμια στον συγγραφέα, να οδηγήσει εκείνος. Δεν έχει νόημα να γίνει η οποιαδήποτε απόπειρα παράθεσης περαιτέρω στοιχείων της υπόθεσης, που δεν αποτελεί τίποτα άλλο από μια πρόφαση, από ένα τεχνητά δημιουργημένο περιβάλλον παρατήρησης και κοινωνικού πειραματισμού.
Η αλήθεια είναι πως δεν γέλασα τόσο όσο θυμάμαι να γελάω στα προηγούμενα βιβλία του, αλλά δεν νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με το χιούμορ ή την κριτική ματιά του Χρηστίδη, παρά με το γεγονός πως αυτό το χιούμορ μου φαινόταν πια όλο και συχνότερα πικρό, μαύρο· ήταν σοβαρό αυτό που έλεγε, απλώς το έλεγε με έναν τρόπο αστείο, και δεν ήταν μόνο σοβαρό, αλλά ενίοτε και απελπιστικό ή απογοητευτικό, μα πάνω από όλα άκρως ρεαλιστικό και διόλου αποκύημα της, οργιώδους κατά τα άλλα, φαντασίας του συγγραφέα.