Καθώς κάθε καταναλωτής δαπανά χρήματα, αυτός που λαμβάνει τα χρήματα (αυτός που πώλησε τα αγαθά ή τις υπηρεσίες) αποκτά εισόδημα. Άρα όσα περισσότερα χρήματα δαπανώνται τόσα περισσότερα εισοδήματα κάποιοι θα λάβουν.
Φυσικά έχει σημασία εάν τα χρήματα που ο καταναλωτής δαπανάει είναι δικά του χρήματα ή είναι χρήματα που έχει δανειστεί. Ο δανεισμός χρημάτων που δεν θα επενδυθούν σωστά, ώστε η απόδοση τους να πληρώνει την δόση του δανείου, μπορεί να είναι η αιτία της οικονομικής καταστροφής του καταναλωτή. Εάν ο καταναλωτής εκτός από τα δικά τους χρήματα, έχει δανειστεί χρήματα, θα έχει πρόσκαιρα να δαπανήσει πολύ περισσότερα. Όμως καθώς, αργότερα, θα επιστρέφει το δάνειο πληρώνοντας τις μηνιαίες δόσεις, θα έχει μία μείωση της αγοραστικής του δύναμης (του ποσού που θα δαπανήσει), ίση με το ποσό της δόσης του δανείου. Άρα αρχικά κάθε καταναλωτής που έχει δανειστεί μπορεί να δαπανά περισσότερα χρήματα αλλά αργότερα θα δαπανά υποχρεωτικά λιγότερα χρήματα. Αυτή η αυξομείωση του ποσού που ο καταναλωτής δαπανά στο πέρασμα του χρόνου, είναι η αιτία της δημιουργίας των κύκλων της οικονομίας και της εναλλαγής μεταξύ ύφεσης και ανάπτυξης. Καθώς λοιπόν ο καταναλωτής θα δαπανά περισσότερο αυτοί οι οποίοι πωλούν σε αυτόν τον καταναλωτή θα αποκτούν περισσότερα εισοδήματα. Το ΑΕΠ της χώρας μας εξαρτάται κατά 70% από τις δαπάνες για κατανάλωση.
Ο καταναλωτής που δαπανά μπορεί να είναι ένα νοικοκυριό, μία επιχείρηση ή και το κράτος. Τα νοικοκυριά και οι μικρές επιχειρήσεις στην χώρα μας έχοντας περάσει 3 συνεχόμενες κρίσεις του 2010, 2015 και 2020 έχουν ελάχιστη δυνατότητα να αυξήσουν τις δαπάνες τους από δικά τους χρήματα. Το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που χαρακτηρίζεται από χαμηλή δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε μια αιφνίδια οικονομική διαταραχή, έχει αυξηθεί σε 50%, το 2018, από 27%, το 2009 και είναι σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (31,9%). Οπότε είναι απαραίτητο, κυρίως η δαπάνη να προέλθει από το κράτος μέσω επιχορηγήσεων και δανείων από το Ευρωπαϊκό ταμείο ανάπτυξης και άλλους θεσμούς χρηματοδότησης της Ε.Ε.
Αναμένεται το τρέχον τρίμηνο η χώρα να ανέλθει σε ήπια ανάπτυξη. Η αύξηση των εμβολιασμένων, καθώς μειώνει τα κρούσματα του κορωνοϊού και των θανάτων, άρει την αβεβαιότητα και αυξάνει την προθυμία να δαπανηθεί μέρος των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων κατά την περίοδο της πανδημίας.
Επί πλέον οι προσδοκίες για θετική εξέλιξη της οικονομίας βελτιώνονται και καταγράφεται στα παρακάτω οικονομικά στοιχεία:
Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα πριν το πρώτο απαγορευτικό τον Φλεβάρη του 2020 είχε την υψηλότερη τιμή της τελευταίας εικοσαετίας (από το 2000). Μετά την σημαντική πτώση του από το Μάρτιος του 2020 έχει ανακτήσει τα 1/3 των πρόσφατων απωλειών του. Ο δείκτης πωλήσεων αυτοκινήτων μετά από συνεχή αύξηση από το 2012, κατέγραψε για πρώτη φορά πτώση 26,6% το 2020. Το δίμηνο Μαρτίου Απριλίου 2021 ο δείκτης αυτοκινήτων έχει εκτοξευθεί πάνω από 40%.
Κατά τους πρώτους δύο μήνες του 2021, η ετήσια πτώση των εσόδων ΦΠΑ ήταν -10%, κατά μέσο όρο, έναντι -24%, αντίστοιχα, την περίοδο Μαρτίου-Δεκεμβρίου 2020. Τον Μάρτιο του 2021, αυξήθηκαν κατά 31%, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2020 όπου τα έσοδα ΦΠΑ για το 2020 είχαν μειωθεί κατά 45%, σε ετήσια βάση. Παρά το γεγονός ότι υπολείπονται των αντίστοιχων εσόδων του Μαρτίου 2019, τα αυξημένα έσοδα από ΦΠΑ, τον Μάρτιο 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, αποτελούν ένδειξη της σταδιακής ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας.
Η διαφορά μεταξύ προσλήψεων και απολύσεων (ισοζύγιο ροών απασχόλησης) διατηρεί θετική ανοδική τροχιά, κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2021, με βάση το εποχικό πρότυπο των προηγούμενων ετών. Συγκεκριμένα, στο διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2021, το ισοζύγιο ροών απασχόλησης ανήλθε σε 81,9 χιλ. θέσεις εργασίας, έναντι -27,1 χιλ., το αντίστοιχο διάστημα του 2020 και 159,8 χιλ., το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2019.
Αξίζει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι, τον φετινό Απρίλιο, τα μεγαλύτερα θετικά ισοζύγια καταγράφηκαν στους κλάδους της εστίασης, των καταλυμάτων, του λιανικού εμπορίου και των δραστηριοτήτων ανθρώπινης υγείας. Αναμένεται σημαντική βελτίωση κατά τον μήνα Μάϊο όπου άνοιξαν πολλές οικονομικές δραστηριότητες μετά την άρση αρκετών μέτρων της πανδημίας.
Το πρώτο τρίμηνο του 2021,οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν περισσότερο από τις αντίστοιχες εισαγωγές κατά 10% και διαμορφώθηκαν σε 8,4 δισ. Η αύξηση των συνολικών εξαγωγών αγαθών προήλθε από την άνοδο των εξαγωγών εκτός καυσίμων κατά 10,6% ή σε 618 εκατ., ενώ οι εξαγωγές καυσίμων αυξήθηκαν κατά 8,2%. Οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν συνολικά κατά 1,8%, σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι και διαμορφώθηκαν σε 13,5 δισ. Η εν λόγω αύξηση προήλθε από την αύξηση των εισαγωγών εκτός καυσίμων κατά 8,2%, σε ετήσια βάση, ενώ παρατηρήθηκε μείωση των εισαγωγών καυσίμων κατά 17%. Επιπρόσθετα, το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών, την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2021, μειώθηκε κατά 31,1%, σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκε σε Ευρώ 788,2 εκατ., έναντι Ευρώ 1,1 δισ., το ίδιο διάστημα πέρσι (πηγή Alphabank).
Όσον αφορά στο ταξιδιωτικό ισοζύγιο, οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) μειώθηκαν σημαντικά, την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2021, κατά 82%, σε ετήσια βάση. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μείωση των εισπράξεων και από τους κατοίκους των χωρών εκτός ΕΕ-27 (-88,6%).
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ταξιδιών και Τουρισμού το 2020, ο ευρύτερος τουριστικός κλάδος υπέστη απώλειες, εξαιτίας της πανδημίας, ύψους 4,5 τρισ. δολαρίων. Η πανδημική κρίση δημιούργησε τεράστια οικονομική καταστροφή στις μεταφορές και στην τουριστική βιομηχανία. Παρότι η πανδημία δεν έχει καταπολεμηθεί ακόμα, η πορεία των εμβολιασμών ανά τον κόσμο και η εφαρμογή υγειονομικών πρωτοκόλλων είναι σημάδια ότι ο διεθνής τουριστικός κλάδος θα οδηγηθεί σε σημαντική ανάκαμψη στο προσεχές μέλλον.