«Τι φοβερός ανήφορος,
από τον πίθηκο στον άνθρωπο,
από τον άνθρωπο στον Θεό».
Ν. Καζαντζάκης
Γευόμενοι τη γεύση των λογοτεχνικών – γλωσσικών καρπών του Ν. Καζαντζάκη, δεν είναι δύσκολο να οδηγηθούμε στις μεταφυσικές του ή αισθητικές του πηγές.
Ο δημιουργός μας πουθενά δεν ξεδίψασε – ξαπόστασε, αν και δοκίμασε -σχεδόν όλες- τις μεταφυσικές παραδόσεις της οικουμένης. Προσπάθησε -ίσως- ο Ν. Καζαντζάκης να συναντήσει τον υψηλότερο συγγραφικό του εαυτό, δοκιμάζοντας πολλές εκφράσεις και εκφάνσεις του κόσμου.
Αλλά όπως φαίνεται -μέσα από τον κόσμο της λογοτεχνίας- δεν συνάντησε τον αληθινό συγγραφικό του εαυτό. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους, όπου το έργο του συγγραφέα μας -σχεδόν ολοκληρωτικά- μουλιασμένο και βυθισμένο μέσα στην αγωνία: στον καημό της λύτρωσης που δεν συνάντησε -ως συγγραφέας- και στο διχασμένο λογοτεχνικό του τοπίο.
Από τη μία πλευρά η μητρική του Θεανθρώπινη αισθαντικότητα, και από την άλλη πλευρά η ατομοκεντρική Θρησκευτικότητα της Δύσης.
Γι’ αυτό τον λόγο και τα έργα του: “Ο τελευταίος πειρασμός” και η “Ασκητική”.
Οι μεταφυσικές – υπαρξιακές οπτικές του γωνίες -σε όλο του το έργο- είναι η Βορειοευρωπαϊκή μυστικιστική Θεολογία. Κυρίως η Γερμανική. Που έχει ως κέντρο το “άτομο” όχι το “πρόσωπο”.
Γνώρισμα χαρακτηριστικό του έργου του είναι ο “μυστικισμός” όχι η “μυσταγωγία”.
Οπου όλα τελειώνουν και αρχίζουν “εδώ”, στη γη, και μόνο, και πουθενά αλλού.
Όπου η έξοδος του ανθρώπου από την ατομική εγωκεντρικότητά του είναι σχεδόν αδύνατη, ή και ανυπέρβλητη.
Πώς, λοιπόν, ο συγγραφέας μας να “γεννήσει” κάτι διαφορετικό, αφού οι πηγές του βρίθουν από ομίχλες και συννεφιές;