Η σχέση μου με τον Καβάφη ξεκινά στα δεκατέσσερα. Θυμάμαι να απαγγέλλω, στη σχολική αίθουσα, το ποίημά του “Η Πόλις”.
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, σε προφορική πτυχιακή εξέταση στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν ο καθηγητής -γνωστός στους φοιτητικούς κύκλους σαν “παράξενο” άτομο, ο αείμνηστος Ηλίας Κρίσπης – μπροστά στο δισταγμό της εξεταζόμενης εκείνη τη στιγμή να διαλέξει ανάμεσα στο ναι και το όχι, άρχισε να μουρμουρίζει: “το ναι… το όχι…”, πετάχτηκα λέγοντας: “Το μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι”, και ο καθηγητής ρώτησε: “Ποιός το είπε αυτό;” και στη συνέχεια καλά καλά σε μια ερώτηση δεν απάντησα και πέρασα το μάθημα.
Το 2014 ξεκίνησα να μεταφράζω τον Καβάφη στα αγγλικά. Ολοκλήρωσα εξήντα ποιήματα το 2017, με την πρωτοτυπία της απόδοσης της ομοιοκαταληξίας, όπου αυτή υπάρχει (σε δεκαεπτά εξ αυτών), έχοντας την πεποίθηση πως ο ρυθμός και η μουσικότητα γενικότερα αποτελεί την ψυχή της ποίησης (φροντίζοντας, παράλληλα, να μη θίγεται στο ελάχιστο η νοηματική αρμονία του μεταφραζόμενου ποιήματος).
Η μεταφραστική διαδικασία πάντοτε χαρακτηρίζεται από την σε βάθος διείσδυση και κατανόηση της θέσης του άλλου και την μετάγγιση της τελευταίας ύστερα στην ξένη γλώσσα. Άραγε, ποιό να είναι το μέλλον της μέσα από ένα ζοφερά επιφανειακό παρόν, που διαρκώς επαναπροσδιορίζεται και επιβεβαιώνεται από έναν άχαρο ψηφιακό κόσμο; Τι περιθώρια εμβάθυνσης απομένουν για την ανθρώπινη ενεργητικότητα γενικότερα, όταν αυτή μονοπωλείται (και καταπονείται…) από επιφανειακές διαδικασίες;
Να παραθέσουμε εδώ το ποίημα του Καβάφη “Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών το 610”, που δίνει στίγμα για τη σωστή κατεύθυνση της μεταφραστικής διαδικασίας:
“Ραφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν/ για επιτύμβιον του ποιητού Αμμόνη να συνθέσεις./ Κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον. Συ θα μπορέσεις,/ είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως αρμόζει/ για τον ποιητήν Αμμόνη, τον δικό μας./
Βέβαια θα πείς για τα ποιήματά του-/ αλλά να πείς και για την εμορφιά του,/ για την λεπτή εμορφιά του που αγαπήσαμε./
Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά σου είναι./ Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε τώρα./ Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κι η αγάπη μας περνούν./ Το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα./
Ραφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν/ που να ’χουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των,/ που κι ο ρυθμός κι η κάθε φράσις να δηλούν/ που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.”
Στον στίχο πιο πάνω “Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κι η αγάπη μας περνούν”, η λέξη “περνούν” δεν έχει, προφανώς, τη σημασία του παροδικού και περαστικού (pass), αλλά εκείνη του μόνιμου και απαρασάλευτου, δηλαδή του “εισδύουν για να μείνουν”. Εξ ού και την έχω αποδώσει σαν “θα κατοικήσουν” (will dwell).
Κλείνω με την εκτίμηση πως ο επιφανειακός, γυαλιστερός ψηφιακός κόσμος του κινητού και της πλατφόρμας, του τουίτ και του τρολ είναι επικίνδυνος ν’ αλλοτριώσει την ανθρώπινη φύση από τον κόσμο του βάθους, και απορρίπτω κάθε θεώρηση της άποψης αυτής ως ακραίας και υπερβολικής.
“Ο επιφανειακός, γυαλιστερός ψηφιακός κόσμος του κινητού και της πλατφόρμας, του τουίτ και του τρολ” σε χρήση με αυτήν που εννοείτε κ. Μαμαλάκη, αφορά μια μεγάλη μάζα ανθρώπων που έτσι κι’ αλλιώς δεν είχαν μεγάλο βάθος στην ζωή τους. Ίσως, χωρίς ψηφιακό κόσμο, να ήταν λιγότερο επιφανειακοί, αλλά όχι σπουδαία πράγματα.
Οι δημιουργικοί άνθρωποι θα έχουν βάθος και θα έχουν τον ψηφιακό κόσμο ως πολύτιμο εργαλείο για τις δημιουργίες τους.
Γενικά βέβαια η μεγάλη ταχύτητα της ζωής, οι γρήγορες αλλαγές στα πάντα, η περιπλοκότητα, αφήνουν λιγότερα περιθώρια για βάθος, εδώ υπάρχει μια πρόκληση για άτομα που ζουν συνειδητά, να βρίσκουν, να ζουν και να δημιουργούν βάθος, γιατί αυτό πάντα και παντού υπάρχει μέσα σε όλα τα φαινόμενα.