Το γνωστό μου πρόβλημα και η απουσία από το σπίτι, μου στέρησε την χαρά να πάρω στα χέρια μου ένα σπάνιο δώρο από έναν εκλεκτό φίλο γνωστό από τα ίχνη της γραφίδας του.
Mα η χαρά μου τράνεψε σαν το παρέλαβα καθυστερημένα όταν γύρισα κι αυθόρμητα σπεύδω λίγο ανεπίκαιρα κι έρχομαι δίπλα σας να σχολιάσω τούτο το δώρο που δεν είναι άλλο από ένα όμορφο βιβλίο που με έμπασε σε μια μικρή αυλή με τη ροδιά / και τ’ άσπρα της παρτέρια για να με πλημμυρίσει νόστο, ας ήτανε σαν τότες, / που ήμαστε παιδιά και ταπεινά να κάνω την προσευχή μου Θε μου σ’ ευχαριστώ που άλλη μια μέρα / βλέπω τις ζωγραφιές του δειλινού / τα δέντρα τα πουλιά και πέρα ως πέρα / τ’ ατέλειωτο γαλάζιο τ’ ουρανού, / διπλά σ’ ευχαριστώ… (σ. 20).
Ναι. Πρόκειται για μια ανθοδέσμη ποιητική του εξαίρετου τέκνου της Μεσοτοπίτικης γης, του πανεπιστημιακού δασκάλου Αρτέμη Γιαννίτσαρου που μπολιασμένος συζυγικά με τα Χανιά, είναι διπλά πατριώτης μου.
Μα τι να πω ο άμοιρος μετά τον εύστοχο, με σοφία και σπάνια τεχνογνωστική λεπτομέρεια, πρόλογο του καταξιωμένου ποιητή, λογοτέχνη κι υποψήφιου Ακαδημαϊκού Δημήτρη Νικορέζου; Ωχριώ.
Εκείνο που αποκόμισα όμως από το πανέμορφο το πλουσιοκεντημένο σε όλες σχεδόν τις σελίδες με ωραίες ακουαρέλες της ζωγράφου Μεσσηνέζη Καίτης τούτο βιβλίο, ήταν ένα λυρικό χαλάρωμα, μια ποιητική αναδρομή κι αναπόληση του βηματισμού μου στη γης απάνω, κι από της νιότης τα καρδιοχτύπια γοργά στην αρχή, με βηματισμούς αργοκίνητους υστερνά, φιλοσοφώ και λαχταρώ, ώ και να ‘ταν μπορετό Θε μου μια καινούργια αρχή να ’ρχότανε μαζί με τα θαλασσοπούλια που ξεπετάξαν ψες το βράδυ / και μ’ ολάνοιχτα πανιά στο λίγο αγέρα / κίνησαν αργοί βουβοί διαβάτες στο σκοτάδι, / τα θλιμμένα τα καΐκια, / που ’ρθε σιγανά και σκέπασε το σκοτάδι… (σ. 30).
Σκέφτομαι, κι απλά, αφήνομαι λεύτερος, πεθυμητός πατριδολάτρης στα χέρια του γόνου τούτου της Λεσβιακής άνοιξης, να με πάρ’ η τραμουντάνα και φτεροκοπώ για να βρεθώ μαζί με τον ποιητή, ταπεινός υμνωδός, στης γενέθλιας γης τα χώματα. Δεν έχεις, μάνα γη, να εξυμνήσω / μέγαρα και παλάτια εξωτικά / όμως τις πέτρες σου θα τραγουδήσω / και τ’ άσπρα σου σπιτάκια τα φτωχά (σ76).
Με παίρνει ο Αρτέμης με το χέρι, θαρρείς, κι ερωτοτροπούμε και θαμάζουμε τη γρανιτένια λεβεντιά του Εξύμνου, εκεί στην κορφή, που θρυλείται πως η ποιητομάνα Σαπφώ τραγουδούσε με τις μαθήτριές της και να κραυγάσω λεβεντιάς ιαχές, που… μπόρες σε δέρνουν δυνατές σαν έρθει η χειμωνιά / και να σου πάρουν μυστικά παλιών καιρών γυρεύουν / άλλοτε πάλι ντύνεσαι το ρούχο του χιονιά / κι όλα τα γύρω σου βουνά, λεβέντη, σε ζηλεύουν (σ. 21).
Κι απ’ την περήφανη τούτη χιλιοτραγουδημένη κορφή με συντροφεύει ως του Ταβαριού το πλάνο και φεγγαρασημωμένο ακρογιάλι με μια πληρότητα από τα Χαϊδέματα του φεγγαριού στης άμμου τα χαλίκια / τρελά φιλιά του ζέφυρου στα μουσκεμένα φύκια / παιγνίδια της γλυκιάς βραδιάς στο γαλανό περγιάλι / απόψε με πλανέψατε με τ’ αργυρά σας κάλλη (σ. 29).
Είναι ο Αρτέμης Γιαννίτσαρος ο φυσιοδίφης και πανεπιστημιακός δάσκαλος, που έλαχε στα ίδια έδρανα του Φυσιογνωστικού τμήματος να πάρουμε εφόδια γνωστικά για τη μετέπειτα ζωή μας, χαμηλών τόνων λυρικός ποιητής που με τις νεανικές του ανησυχίες, από πολύ νέος είχε ξεκινήσει να εκφράζεται κι έμμετρα ξεδίπλωνε τον αισθηματικό κι υπαρξιακό του εσώκοσμο κάποια νύχτα του Γενάρη / κάτω απ’ την αμυγδαλιά / πήρα δυο κλεφτά φιλιά / απ’ το ολόξανθο φεγγάρι (σ. 47).
Κι οι λυρικές εκρήξεις συνεχίστηκαν ως πρόσφατα που μας χάρισε ψυχικά και μεστά του σπινθηρίσματα, με αισιόδοξο μήνυμα για την επί γης ειρήνη… Φύγανε πίκρες και καημοί στης νύχτας τη γαλήνη / ψίθυροι μες τις φυλλωσιές, ανασαμιές εντός μου. / Αχ Θε μου ετούτη η ομορφιά να φέρει την ειρήνη / και ν’ αντηχήσουν σήμαντρα στις γειτονιές του κόσμου.
Αρκούμαι να συγχαρώ και να ευχαριστήσω τον δημιουργό του πονήματος τούτου για την ωραία δουλειά που μας προσέφερε.