Όταν θα νοιώσεις την πνοή του χάρου, παγωμένη
να σου τυλίγει την ψυχή και ρίγος το κορμί
κι απ’ το καντήλι σου θα δεις η φλόγα να λυγιένει
θ’ ακούσεις τότε ανάλαφρα μια μυστική φωνή,
να σου μετράει τα κρίματα που έκανες στη ζωή σου
κι ας τα έχεις κρύψει στης ψυχής τα μύχια της βαθιά
θα ζωντανέψουν και θα ‘ρθουν πάλι στη θύμησή σου
και θα σου σφίγγουν το λαιμό όλα σαν μια θηλιά.
Θα δεις το πέλαο της ζωής που διάβηκες, μπροστά σου
κι όσα ναυάγια άφησες στην όποια ακρογιαλιά,
κι ω θα σου καίει η ας μοίρα τους βαθιά τα σωθικά σου
κι οι ερινύες θα σου λεν μ’ ολόπικρη λαλιά.
Αργό θα ‘ναι το πέταγμα στα ουράνια της ψυχής σου
άνθρωπε κι όπου θα σταθεί δεν θα ‘βρει αναπαημό
γιατί δεν αφουγκράστηκες τη μυστική φωνή σου
κι απελπισμένη θα ζητάει απ’ τον πλάστη το λυτρωμό.
Γι’ αυτό μην ντύνεις την ψυχή με ρούχα της οργής
που στα προσφέρει απλόχερα στην κάθε σου στιγμή
κείνη σου λέει πως έχουνε τα ρόδα της αυγής
μα πριν την ντύσεις ρώτησε τη μυστική φωνή.