Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης*
Ροβόλησε στου κάμπου τις πολύβουες τις κοινωνίες να βρει παρέα ανθρωπίσια, η ψυχοδέστρα Μούσα η Μοναξιά…
Στην πρώτη πολιτεία κοντοστάθηκε… Δεν της δυσκόλεψε το ζάλο το πολυάνθρωπο κοπάδι την ώρα που κατέκλυζε δρόμους, σοκάκια και πλατείες κι έτρεχε ασταμάτητα δεξιά, ζερβά, εκεί και ’δω, εκείθε, ολούθε. Σφιχτόδεσε στα κρέπια της ψυχές, που κοντινές, τράβαγαν χωριστά σοκάκια στον ίδιο δρόμο. Και ως τις είχε αγκαλιασμένες, εύρισκε να τη συντροφεύουνε φάτσες ανέκφραστες, κερένιες και αδιάφορες στ’αντάμωμα του άλλου διαβατάρη, του κοντινού-του μακρινού του άγνωστου. Και θώριε το κοπάδι να θεριεύει, να βιάζεται να φτάσει άραγε πού; να τρέχει, να σκοντάφτει, ν’αδιαφορεί στο γλίστρημα του διπλανού, του κοντινού-του μακρινού. Και θώριε και χαιρόταν τη στιγμή που μπροσπερνούσε αδιάφορα ο περατάρης τον άτυχο το διπλανό, που του’κοβε το ζάλο η ατυχία της στιγμής…
…Ακολουθούσε ζάλο-ζάλο το χωριστό το δρόμο καθενός και ζούσανε στον ίδιο το σφυγμό αυτή κι εκείνος, σαν βίωνε εκείνος τον παλμό της και’σφιζε από μοναξιά στο πολυάνθρωπο τοπίο. Και θώριε και χαιρόταν τις στιγμές που’χε βυζάξει όλους αυτούς τους βιαστικούς τους κοντινούς-τους μακρινούς σαν δεν κοτούσαν ούτε αυτή την ανθρωπίσια «καλημέρα», μιας κι άγνωστοι λογίζονταν, κι αδιάφοροι τραβούσαν δρόμους αλαργινούς στ’αλήθεια τόσο, όσο επίτρεπε το σκούντημα του ώμου…
…Ξέκοψε, ξέφυγε κι αλάργεψε απ’το πολύβουο τ’αδιάφορο μοναχικό κοπάδι και χώθηκε στη κόγχη μιας αυλής. Απάντησε διαβάτες καθιστούς, μοναχικά δεμένους στο λώρο τον ομφάλιο της έγχρωμης TV που χάρισε στον άνθρωπο η ίδια, βωμό στη βαρετή την ύπαρξή της. `Ενοιωσε στα εσώψυχα να γεύεται την αγαλλίαση του ύστερου της γύρου, σαν ξόρκισε εκείνη τη «βεγγέρα» από τις ανθρωπίσιες σχέσεις και σαν κατάφερε να μη μιλούν, να μη σχετίζονται της διπλανής της πόρτας, οι γειτόνοι…
…Φτερούγισε και βγήκε στα σοκάκια, στους δρόμους τους φαρδείς και στις πλατείες και άπλωσε πλοκάμια χίλια-δυο με κολλημένο φάλι στου κάθε διαβατάρη την ψυχή, που σφαλισμένος στο γοργότροχο σκαρί του μηδένιζε τις αποστάσεις, και ’νοιωσε πάλι της χαράς τη ζάλη, σαν πήρε μήνυμα πως ήταν στέρια φωλιασμένη στην ύπαρξη τη μοναχή…
…Γοργόφτερη ξεμάκρυνε απ’την πολύβουη την πολιτεία, και χάθηκε στο γύρισμα του ξέκορφου. Ρόδιζε η Aνατολή η ηλιοθώρητη, σαν κόντεψε το ζάλο της στην ανθοστόλιστη πλαγιά. Στο ξύπνημα της φύσης πήραν το λόγο τ’αγριοπούλια και οι σπίνοι, απάντησε του κούκου η μονότονη λαλιά, πήρε το μήνυμα το φαλκογέρακο στο πρώτο σπάθισμα στον λεύτερο αγέρα. Σε τούτο τ’ανορχήστρωτο ξεφάντωμα των ζωντανών της πλάσης στο ξύπνημά της, ένοιωσε να’ναι ξένη η Μοναξιά. Της κόπηκε η ανασαιμιά στο μύρισμα του πεύκου και του σφένδαμου, πνιγότανε στην ευωδιά του δίκταμου, της καλοκοιμιτιάς, της μαντζουράνας και του θύμου. Αισθάνθηκε σαν βρόγχο να τη σφίγγει και να της παίρνει τ’οξυγόνο η λεύτερη η απεραντοσιά του σκηνικού, που επίτρεπε στο μάτι να βιγλίζει έως την εσχατιά της απεραντοσύνης της ατέλειωτης…
…Πλησίασε ένα μοναχικό διαβάτη π’ασκούσε και τις πέντε αισθήσεις στην ηλιοξύπνητη ολάνθιστη πλαγιά και’μοιαζε να’ναι ευτυχής, περιχαρής, στο δρέψιμο της μαντζουράνας και του δίκταμου. `Απλωσε το πλοκάμι της το πρώτο, και βάλθηκε να βρει μια θέση στου διαβατάρη την ψυχή να βάλει, να φωλιάσει το λάγνο φάλι…
Εκείνος, σαν ένοιωσε το άγγιγμά του το γλοιώδες, αντίδρασε! Το’πιασε, το ξεκόλλησε, το πέταξε. Δεν το’χε ανάγκη. Δεν είχε ανάγκη και από τη συντροφιά της Μούσας, σαν την αισθάνθηκε στο πλάι του. Βίαια την απώθησε και ‘κείνη έπεσε, ροβόλησε στου λόγγου την κατηφοριά και χάθηκε στο τάρταρο…
…Πέθανε η Μούσα η Μοναξιά!… Ο διαβατάρης, πανευτυχής στη συντροφιά της ζεστασιάς του κόρφου της Μητέρας Φύσης, εξακολούθησε να εξασκεί τις πέντε αισθήσεις, ανενόχλητος…
*Ο δρ Γιάννης Θ. Πολυράκης είναι γεωπόνος – συγγραφέας,
μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”