Η Μονή της Αγίας Τριάδας άρχισε να κτίζεται κατά την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα από δύο σημαντικές προσωπικότητες, τους αδελφούς Ιερεμία και Λαυρέντιο, από τη μεγάλη Βενετοκρητική οικογένεια των Τζαγκαρόλων.
Ο Ιερεμίας, με τη σύμφωνη γνώμη των Βενετικών αρχών είχε μια γενικότερη ανάμιξη στα μοναστηριακά πράγματα των Χανίων, ιδιαίτερα με τις μονές Αγίας Κυριακής και Γδερνέτου (Γουβερνέτου). Αξιοποίησε αρχιτεκτονικά στοιχεία από το έργο του μεγάλου αρχιτέκτονα Michele Sanmichieli, που εντοπίζονται στην ομαλή οικοδόμηση ενός μεγάλου συγκροτήματος σε επικλινές έδαφος, στη λαμπρή κεντρική πύλη και σε διακοσμητικά θέματα σε θυρώματα και άλλα λίθινα μέρη. Ο συνδυασμός των δυτικών στοιχείων με την Ορθόδοξη παράδοση, όσον αφορά στην οργάνωση του συγκροτήματος, το αγιορείτικου τύπου, τρίκογχο καθολικό και ο φορητός διάκοσμος, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της λεγόμενης Κρητικής Αναγέννησης, ενός τοπικού χαρακτήρα φαινομένου συνύπαρξης Ανατολής με τη Δύση. Μαζί με τη Μονή Αρκαδίου αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά έργα στην Κρήτη. Ο φορητός διάκοσμός της επίσης, όπως περιγράφεται στον κώδικα και από τα λίγα δείγματα που σώθηκαν, όπως οι εικόνες του γνωστού αγιογράφου Εμμανουήλ ιερέα Σκορδίλη, ήταν αντάξιος της Παιδείας των κτητόρων της. Πολύ μεγάλη ήταν και η αγροτική γη, που αφιερώθηκε-και συνέχισε να αφιερώνεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας-από άρχοντες, αλλά και απλούς ανθρώπους της περιοχής του Ακρωτηρίου.
Η Μονή δεν είχε ολοκληρωθεί κατά την κατάληψη των Χανιών από τους Οθωμανούς το 1645 και έτσι παρέμεινε ημιτελής, μέχρι το 1830, όταν δόθηκε η άδεια να ολοκληρωθούν οι τρούλοι του καθολικού και να γίνουν και όλες οι απαραίτητες επεμβάσεις στο συγκρότημα. Το ενδιαφέρον είναι ότι παρά το πέρασμα μερικών αιώνων, οι επεμβάσεις αυτές ακολουθούν την ίδια παράδοση του τέλους της Βενετοκρατίας, που εξακολουθεί να κυριαρχεί στην Κρήτη, ώστε να προσαρμόζονται εξαιρετικά στο χαρακτήρα του μνημείου. Το 1821 άτακτοι Τουρκοκρητικοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στη Μονή και αφού δεν βρήκαν τους μοναχούς έκαψαν τα πάντα και κυρίως το ημιτελές καθολικό. Τότε χάθηκε ένας μεγάλος πλούτος από εικόνες και κειμήλια, ενώ λίγα σώθηκαν σε παρεκκλήσια. Η Μονή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανάσταση του 1897 και πολλοί από τους μοναχούς διακρίθηκαν για την προσφορά τους στα εθνικά θέματα και την Παιδεία. Συνέπεια της δραστηριότητας αυτής ήταν η ίδρυση το 1892 από τη Μονή του Ιεροδιδασκαλείου Κρήτης, ενός ιδρύματος που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εκπαίδευση σωστών κληρικών και δασκάλων για πολλά χρόνια. Για το σκοπό αυτό κτίστηκε από την Κρητική Πολιτεία ένα μεγάλο κτήριο στην ανατολική πλευρά, τυπικό δείγμα των σχολείων της εποχής.
Στη δεκαετία του 1970 ωστόσο η Μονή της Αγίας Τριάδας ήταν σε παρακμή και τα κτήρια είχαν αρχίσει να ερειπώνονται, ενώ η περιουσία παρέμενε ουσιαστικά αναξιοποίητη. Τότε με πρωτοβουλία του ηγουμένου Αθανασίου Ντουρουντάκη και την έντονη ενεργοποίηση της αδελφότητας, ξεκίνησε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης της μεγάλης περιουσίας παράλληλα με ένα έργο αποκατάστασης του μνημείου με δαπάνες κυρίως της Μονής και τη στενή συνεργασία με την αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία, που συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση μέχρι σήμερα. Η Μονή εξελίσσεται αυτά τα χρόνια σταδιακά σε ένα μεγάλο πνευματικό κέντρο με έντονη αγροτική δραστηριότητα και σημαντικό ρόλο στον ολοένα και πιο πολύ αυξανόμενο θρησκευτικό τουρισμό. Στην κατεύθυνση αυτή τείνουν και οι συντονισμένες προσπάθειες που εξελίσσονται αυτή την περίοδο με τα απαραίτητα για την πλήρη ανάδειξη του μνημείου έργα και μελέτες. Προχωρεί ήδη το έργο της αποκατάστασης του νεότερου ηγουμενείου και συνεχίζονται οι επεμβάσεις σε επιμέρους κτίσματα του συγκροτήματος. Παράλληλα και σε συνεργασία της Υπουργού Πολιτισμού κ.Λίνας Μενδώνη, του Περιφερειάρχη Κρήτης κ.Σταύρου Αρναουτάκη, του Πολυτεχνείου Κρήτης και του ηγουμένου της Μονής, επισκόπου Δορυλαίου κ.Δαμασκηνού, είναι σε τελική φάση ένα μεγάλο πρόγραμμα εκπόνησης εξειδικευμένων μελετών με υπεύθυνη την καθηγήτρια κ.Αμαλία Κωτσάκη και τη συμμετοχή μιας εξαίρετης ομάδας από ειδικούς για τα επιμέρους θέματα τεχνικούς επιστήμονες. Στις μελέτες περιλαμβάνεται καταρχήν η αποκατάσταση του κτηρίου της Ιερατικής Σχολής, που θα στεγάσει το Πατριαρχικό Ίδρυμα «Πατριάρχης Βαρθολομαίος» και ένα σύγχρονο συνεδριακό κέντρο στον όροφο, καθώς και άλλες σχετικές δραστηριότητες. Μια δεύτερη μελέτη αφορά στην αποκατάσταση των εξωτερικών βοηθητικών κτισμάτων, που απαρτίζουν ένα άριστα διατηρημένο παραδοσιακό οικισμό, χαρακτηριστικό της περιοχής του Ακρωτηρίου για χρήση θρησκευτικού τουρισμού και μια τρίτη μελέτη διαμόρφωσης του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου, με απομάκρυνση ασυμβίβαστων δραστηριοτήτων και ανάκτηση του Αναγεννησιακού του χαρακτήρα. Οι μελέτες έχουν εγκριθεί ήδη από το ΚΑΣ και εγκρίνεται εντός των ημερών και η τελική φάση τους. Παράλληλα συντάχθηκε και αναμένεται η έγκρισή της, μελέτη συντήρησης του πλήθους των αξιόλογων λίθινων στοιχείων της Μονής, ορισμένα από τα οποία έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν προβλήματα. Τέλος, συντάσσονται σύγχρονες μελέτες επέκτασης και επανέκθεσης του Μουσείου.
Στόχος όσων εμπλέκονται στην όλη υπόθεση και παράλληλα με τον κύριο ρόλο της Μονής ως θρησκευτικού κέντρου, είναι η υποδειγματική αποκατάσταση ενός σημαντικού και πολύ γνωστού μνημείου στην αρχική του μορφή, κάτι που αποτελεί υποχρέωση όχι μόνο της Πολιτείας, σύμφωνα και με τις διεθνείς συνθήκες που υπάρχουν. Παράλληλος στόχος είναι η προβολή αρχικά σε επίπεδο πολιτιστικής διαδρομής και στη συνέχεια ένταξης στα μνημεία της UNESCO μια ομάδας μονών, με έκδηλα τα χαρακτηριστικά της Κρητικής Αναγέννησης, Στην ομάδα αυτή προτείνονται κατ’ αρχήν οι Μονές της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων, του Αρκαδίου, της Γωνιάς και της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών στο Ηράκλειο, που συγκεντρώνουν περισσότερο από άλλες τα χαρακτηριστικά αυτά. Ήδη σε ημερίδα που πραγματοποιήθηκε πέρυσι στην Κρήτη με συμμετοχή εκπροσώπων της UNESCO και από άλλες χώρες, η πρόταση αντιμετωπίστηκε θετικά και στηρίζεται από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Περιφέρεια Κρήτης. Η με σωστό σχεδιασμό ανάδειξη στοιχείων του Πολιτισμού μας και οι στοχευμένες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή, πιστεύω πως είναι υποχρέωση όλων και συμβάλλουν άμεσα τόσο στην ορθή αντίληψη των πραγμάτων, όσο και στην αειφόρο ανάπτυξη του τόπου.
*Ο Μιχάλης Ανδριανάκης είναι
Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων.