Το παλιό καλό καιρό σε κάθε μάζωξη στη γειτονιά του χωριού μου που γινόταν, κάτω από τους βαθείς ίσκιους, τα απογεύματα, ή τα βραδάκια με παρέα τα τριζόνια και κάπου, κάπου και με καμιά κουκουβάγια, μαζί με τα άστρα και το φεγγάρι, αφουγκραζόμουνα και ρουφούσα σαν σφουγγάρι τα όσα και όσα άκουγα για τα παλιά και τα καινούργια.
Κάθε λέξη, που άκουγα ήταν πάντα στη κρητική ντοπιολαλιά. Μέχρι και σήμερα τα λόγια τους αντηχούνε, το ίδιο μελωδικά ολογυρά μου, κάθ που θα σας βρεθώ στους ίδιους αυτούς ιερούς τόπους. Οι αλήθιες με τα παραμύθια με έκαναν να σκέφτουμαι, πως οι άγραφοι νόμοι εφαρμόζονταν από γονείς με παιδιά πάντα. Ήταν τα θεμέλια στα όνειρά τους, και για το πολιτισμό τους στους διάφορους τομείς. Στην ιστορία για κάθε πατιά γης και γενικά για το τρόπο ζωής κάθε γενιάς που σημαδεύουν, τα χρόνια και οι εποχές που δεν λησμονιούνται. Αυτούς τους ανθρώπους τους γνώρισα, στο βουνό, στο λιομάζωμα, στα πανηγύρια, με τις γιορτές και στη καθημερινότητα. Στις χαρές και στις λύπες, τη ψυχή και τη καρδιά τους, την είχαν σμιλέψει οι ιδέες και οι έννοιες της πατρίδας, με θρησκείας και οικογένειας και για κάθε είδους αξίες σε ιερά και όσια. Στη ζωή τους υπήρχαν και ζούσαν ολόγυρα τους τα καλά, μα και τα κακά πνεύματα. Με προλήψεις, ξωτικά με γοργόνες, με Νεράϊδες με φαντάσματα, με τσοι κατσαμπαούλους σε καταχανάδες και σε βρικόλακες, τα μάγια και ξορκισμούς, σε γιθιές και τα ξεματιάσματα στο λάβομα, και σε κατάρες από τους εξοργισμένους κι αδικημένους.
Αυτά και πολλά άλλα περιφερόταν στη ζωή τους σε χαρές μα και λύπες. Έβγαζαν τα δικά τους συμπεράσματα στα κάθε περίεργα που ερχόταν στη ζωή τους. Στο γιατί του κάθε ανεξήγητου είχαν και μια δικαιολογία. Συγκλόνιαζαν θρύλους, με παραμύθια και παραδόσεις, με ιστορίες που έφερναν και φέρνουν δέος και θαυμασμό. Οι αλήθειες με τη φαντασία με απόλυτη συναρμολόγηση που έκαναν έβγαζαν, ένα αποτέλεσμα με μοναδικής και αποκλειστικής αξίας χαρακτηριστικά, μοναδικά που να μην τα σβύνει ο χρόνος. Είχαν τρόπους ζωής με αξίες σε κάθε, στιγμή που ζούσαν. Με τη δικιά μας κρητική γλώσσα που δεν πρέπει να την αφήσουμε να τη σβήσουν. Απ’ όσα άκουσα και έζησα, από όσα άκουσα και γνώρισα, πολλά και πολλούς πίστεψα. Με έπεισε η πορεία των γεγονότων που ακολουθούσε το ένα του άλλου. Όσο για τα κατασκευασμένα θα μείνουν σαν ιστορίες που κάποτε ίσως συνέβησαν στη ζωή, ή τη φαντασία, ορισμένων ανθρώπων που προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν και να δικαιολογίσουν διπλωματικά κάποιες πράξεις καλές ή κακές της ζωής και να τις αποσκεπάσουν έτσι παραπλανητικά. Ο αμύθητος πλούτος και οι ομορφιές που κληρονομήσαμε, στη φύση, σε καρδιές με ψυχές και στα έργα με τσοι τέχνες των ανθρώπων θα πρέπει να μείνουν στα παιδιά των παιδιών μας και να διαφυλαχθούν από κάθε λογής επηρεασμούς. Δεν πρέπει οι ταυτότητες και οι κληρονομιές, σε γλώσσα και ιστορία, με το πολιτισμό να αφήνουμε να μένουν χωρίς προστασία και να κατρακυλούν στο χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης που ανελέητα μας απειλεί σαν χείμαρρος, να παρασύρει στο θάνατο τα πάντα. Οι μέρες, τα χρόνια και οι αιώνες έχουν αφήσει τα άσβηστα σημάδια τους. Τα ιερά και όσια είναι ένας πλούτος σκορπισμένος απλόχερα από το δημιουργό ολόγυρα μας, μα και στσι καρδιές με τσι ψύχές που θα πρέπει να σεβασμό να διαφυλαχτούν. Όλων αυτών των ανθρώπων που έζησαν και δημιούργησαν με τόση μεγάλη αγάπη για την πατρίδα, το σεβασμό, τη δύναμη ψυχής ήταν μεγάλη ευλογία. Ακόμα και σήμερα αποφεύγω να κοιτάξω, φοβούμαι, τρέμω να κοιτάξω προς τη Νεραγδότρυπα. Δεν θέλω να δω τσοι Νεράιγδες να μπαινοβγαίνουνε. Φοβούμαι να τσ’ ακούσω να τραγουδούν οντέ γλεντούν, σε ξεφάντωσες, χαρές ή για λύπες να μυρολογούνε. Δεν θέλω να μ’ απαντήξουνε, οντέ θα πηαίνουνε να πάρουνε νερό με τσοι λαΐνες. Μα κι οντέ θα πηαίνουνε να πλύνουνε τα ρούχα ντωνε στο ποταμό. Δεν θέλω να δω τα ρούχα τους απλωμένα για να στεγνώξουνε, κι ούτε να τα δω να τα κυμματίζει ο αέρας, στσ’ απιδιές, με τσ’ αμυγδαλιές και τσ’ ασπαλάρθους ή στσοι σπάρτους. Μα δεν θέλω ούτε και να τσοι τρομάξω και να τρυπώξουνε στη νεραγδότρυπα πανικόβλητες. Δεν θέλω ούτε να τωνε χαλάσω την ησυχία τους και το ρυθμό και τη τάξη που έχουν στη ζωή τους, χρόνια και αιώνες σ’ αυτόν τον ήσυχο και πανέμορφο τόπο. Μ’ αρέσει και θέλω να τσοι νοιώθω να ζουν εκεί παντα γιατί τσι αγαπώ. Να ζούν με τα δικά τους όνειρα, ανενόχλητες στο δικό τους παλάτι. Στο μυστικό τους παραδεισο, να ζουν, ανέμελες χαρούμενες και στο δικό τους κόσμο, να ερωτεύονται και να γεννού νεραγδάκια ευτυχισμένες.
Σαν τη Γοργόνα Κρήτη μου
στα πέλαγα παλεύεις
να μη σου κλέψουν τσ’ ομορφιές
και πάψεις να μαγεύεις.