Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η νεραϊδογεννημένη και ο άμπλας της

ΔΙΗΓΗΜΑ

Εκεί, στις αμέτρητες θυμαρομυρισμένες ραχούλες της πεντάμορφης Όρθρυς με τις μύριες βρυσούλες, τους απόκρημνους γκρεμούς και τις απότομες, καταπράσινες λαγκαδιές της, τις άμπλες της – τις πηγές της, όπως τις αποκαλούν στη Ρούμελη – εκεί, σε μια απ’ αυτές πήγαινε κι έπλενε τα προικιά της η αρχοντοπούλα της περιοχής πριν από αμνημονεύτων χρόνων.

Ποιος ήταν όμως εκείνος ο άμπλας… δεν το έμαθε ποτέ κανένας. Δεν ήθελε – έτσι έλεγε η Αρχοντοπούλα – να την παραμονεύουν οι άνθρωποι, όχι γιατί τους φοβότανε μήπως της κάνει κάποιος κανένα κακό αλλά δεν το ήθελε – έλεγε – για λόγους που μόνο εκείνη ήξερε. Προτιμούσε να παραμείνει κρυφή η πηγής της, ο άμπλας της. Εκτός από το να πλένει τα προικιά της και τα χρυσοκέντητα φορέματά της, εκεί λουζότανε και χτενιζότανε και για καθρέπτη της είχε τα κρουστάλλινα, πεντακάθαρα νερά της πηγής της. Μόνο στη μάνα της είχε πει ότι η πηγή της βρίσκεται σε μιαν απόκρυφη ρεματιά κι ότι έτρεχε πολύ κρύο νερό.
«Δεν θέλω μανούλα…» της έλεγε, «να με βλέπει ο ήλιος, να μαυρίσω» και για το λόγο αυτό πήγαινε στην πηγή εκείνη, που γύρω της υπήρχαν πολλά δέντρα με πολύ πυκνά φύλλα που δύσκολα περνούσαν οι ακτίνες του ήλιου να τη δούνε.
Στο αρχοντικό της δε, περνούσε ώρες ολόκληρες καθισμένη κάτω από τη σκιά των αμέτρητων δέντρων που διάσπαρτα ήταν στο περιβόλι του, πλέκοντας συνέχεια με το βελονάκι της όλα τα προικιά της και τα φορέματά της με χρυσές κλωστές και κλωστές μεταξένιες. Ήταν τόσο πολύ πιτίδια στο κέντημα που αν την έβλεπε η αράχνη θα τη ζήλευε, έτσι έλεγαν όλοι που κατοικούσαν στα γύρω χωριά. Τα μύρια λουλούδια της, που στόλιζαν την αυλή του αρχοντικού της, φυτεμένα σε λογής- λογής πολύχρωμες γλάστρες με απίστευτη τάξη, τα πότιζε ή την αυγούλα πριν ο ήλιος προβάλει ή το λιόγερμα όταν οι ακτίνες του δεν είχαν πολύ φως.
Το παράξενο ήταν ότι δεν την είχε δει ποτέ κανένας άνθρωπος της γύρω περιοχής, που πήγαινε και έπλυνε τα προικιά της, ποια ήταν η πηγή και πόσο μακριά ήταν από το σπίτι της. Αλλά κι αν την είχε δει κάποιος βοσκός ή κάποιος διαβάτης από τους χιλιάδες που διέσχιζαν τα μονοπάτια της Όρθρυς δεν το μαρτύραγαν γιατί όλοι το ήξεραν ότι η αρχοντοπούλα δεν επιθυμούσε να τη βλέπουν. Ίσως φοβότανε κιόλας την οργή του άρχοντα που… ποιος ξέρει ποια θα ήταν η τιμωρία που θα έβαζε, ή ποιος ξέρει… μπορεί να τους έκλεινε και στην φυλακή για όλη τους τη ζωή. Άρχοντας ήταν αυτός, δεν ήταν κανένας παρακατιανός. Στην μητέρα της, η Αφροδίτη -έτσι την έλεγαν την αρχοντοπούλα – έλεγε:
«Θέλω ν’ ακολουθήσω μανούλα τον τρόπο ζωής της Αρετής με τους εννιά αδελφούς, που κι εκείνη δεν την είχε δει ποτέ ο ήλιος μέχρι που έκλεισε τα δώδεκα χρόνια, όπως λέει το δημοτικό μας τραγούδι. Λουζότανε έξω, λέει ο μύθος, στο φεγγαράκι και ο ήλιος δεν την είχε δει μέχρι που την πάντρεψαν στα ξένα. Αυτό θα κάνω κι εγώ μανούλα μου μέχρι που θα έρθει η μέρα που θα παντρευτώ».
Το πιο παράξενο όμως ήταν ότι μήτε και ο πατέρας της Αφροδίτης δεν επέμενε να μάθει ποια ήταν η πηγή που πήγαινε να πλύνει τα προικιά της και κανένας δεν έμαθε ποτέ το γιατί. Ήταν δε τόσο πολύ όμορφη η Αφροδίτη που και η πιο όμορφη νεράιδα να στεκότανε πλάι της θα έμοιαζε σαν άσχημη κακιά γριά μάγισσα μπρος στα κάλλη της Αφροδίτης, έτσι έλεγαν. Τα ολόξανθα μαλλιά της – έτσι μας λέει ο ποιητής – άστραφταν σαν τις ακτίνες του ήλιου κι έπεφταν σαν καταρράχτες πάνω στους ώμους της κι ήταν τόσο μακριά που ξεπερνούσαν την μέση της κι έφταναν μέχρι τα πόδια της, έλεγαν πολλοί. Τα μάτια της ήταν μεγάλα σαν μύγδαλα κι είχαν το χρώμα της θάλασσας. Με μέση δακτυλίδι, ψηλή και βεργολυγερή σαν βέργα από λυγαριά, έμοιαζε σαν την θεά Αφροδίτη, τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Πολλοί πάλι που την είχαν δει, έλεγαν ότι δεν πρέπει να ήταν κόρη του άρχοντα και της αρχόντισσας.
Ένας ποιητής δε που έτυχε να τη δει, περαστικός από κείνα τα μέρη, έπλεξε τον μύθο της όπως τον φαντάστηκε εκείνος. Ο άρχοντας – λέει εκείνος ο μύθος του ποιητή – όταν ήταν νέος ακόμα, μιαν ανοιξιάτικη μέρα που βγήκε για κυνήγι στην περιοχή, κουρασμένος όπως ήταν σταμάτησε σε μια κρύα πηγή να ξεκουραστεί και να πιεί νερό να ξεδιψάσει κι εκεί βρήκε, κάτω από τον ίσκιο μιας αγράμπελης, πλάι στην πηγή, ένα μωρό τυλιγμένο με χρυσοκέντητα ρούχα κι έτσι πονόψυχος όπως ήταν το πήρε το μωρό και το πήγε στο αρχοντικό του. Αυτό το μωρό ήταν η Αφροδίτη κι εκεί το είχε αφήσει μια νεράιδα, ποιος ξέρει για ποιο λόγο.

Ένας άλλος ποιητής, που και κείνος την είχε δει, έγραψε το δικό του μύθο. Εκεί που σταμάτησε ο νιος άρχοντας – λέει ο μύθος του δεύτερου ποιητή – αμέσως τον περικύκλωσαν πολλές νεράιδες και χόρευαν γύρω του και τραγουδούσαν χαρούμενες, φορώντας τ’ αραχνοΰφαντα μαντήλια τους στον κρινένιο τους λαιμό, πολύχρωμα κι ανάλαφρα σαν την άχνη της πρωινής δροσιάς. Ο άρχοντας όμως κατάφερε κι έκλεψε το μαντήλι μιας νεράιδας κι όπως λέει ένας άλλος μύθος, όποιος άνδρας καταφέρει να κλέψει το μαντήλι μιας νεράιδας εκείνη αμέσως γίνεται πιστή σκλάβα του και τον ακολουθάει όπου κι αν πάει. Δεν έχει δύναμη να τον εγκαταλείψει. Τις νεράιδες όμως και τα ξωτικά δεν τις βλέπουν όλοι οι άνθρωποι. Πολλοί λίγοι είναι εκείνοι που τις βλέπουν και τις ακούνε να τραγουδάνε, συνήθως το μεσημέρι, κάτω στις ρεματιές και στις λίμνες. Αυτούς τους τυχερούς ανθρώπους τους λένε ‘’αλαφροΐσκιωτους’’. Μάλλον και ο άρχοντας της ιστορίας μας πρέπει να ήταν αλαφροΐσκιωτος και κείνος. Και ποιος είναι εκείνος ο άνδρας που δεν θέλει για γυναίκα του μια νεράιδα; Κανένας. Τώρα, όσο κι αν τον παρακαλούσε τον άρχοντα που της πήρε το μαντήλι να της το δώσει πίσω, εκείνος, μαγεμένος από την αιθέρια ομορφιά της δεν της το έδωσε και η νεράιδα, μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, τον ακολούθησε στο παλάτι του και την έκανε γυναίκα του και με την ένωσή τους απόχτησαν την Αφροδίτη. Τώρα, ο μύθος λέει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να δούνε τη νεράιδα, μόνο ο άνδρας της μπορεί και τη βλέπει αλλά μόνο τα βράδια. Τη μέρα, όταν προβαίνουν τα πρώτα ρόδα της αυγούλας, φεύγει από το σπίτι της και πηγαίνει στο δικό της περιβάλλον, δηλαδή στις ρεματιές και στις λίμνες και στις ραχούλες. Δεν την κάνουν όμως παρέα οι άλλες νεράιδες γιατί και κείνες δεν την βλέπουν μόνο την ακούνε και ο λόγος είναι γιατί δεν φοράει το μαντήλι στο λαιμό της. Όλη τη μέρα όμως, σαν ίσκιος εκείνη ακολουθάει τις άλλες νεράιδες, χορεύει με κείνες, λούζεται στις βρυσούλες και στις λίμνες και όταν πια ο ήλιος βασιλέψει ξαναγυρνάει στο σπίτι της και στον άνδρα της.
Το καλό για τις άτυχες νεράιδες είναι ότι, μπορεί από την απροσεξία τους να τους κλέβουν το μαντήλι τους οι θνητοί άνθρωποι, εκείνες όμως δεν χάνουν ποτέ την αθανασία τους, δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι δε πολύ στοργικές μητέρες κι αγαπάνε πολύ τα παιδιά τους. Έτσι και η μητέρα της Αφροδίτης, η νεράιδα, περιποιότανε το κοριτσάκι της και το πρόσεχε πάρα πολύ.
Τώρα αν βλέπουν τα νεραϊδογεννημένα παιδιά τη νεραϊδομητέρα τους, ο ποιητής δεν είναι σίγουρος αν τις βλέπουν ή όχι και δεν διευκρινίζει αυτή τη λεπτομέρεια. Όταν όμως η νεράιδα αρχόντισσα γέννησε την Αφροδίτη, ο άρχοντας, για να μην το θεωρήσουν νόθο το παιδί του οι άνθρωποι, γιατί τη νεράιδα γυναίκα του δεν την έβλεπαν, πήρε μια τροφό και συμφώνησαν να πουν ότι εκείνη είναι η γυναίκα του άρχοντα και η μητέρα της παιδιού, της Αφροδίτης δηλαδή. Της διευκρίνισε όμως ότι την μικρή Αφροδίτη την είχε βρει σε μια πηγή εγκαταλειμμένη και την πήρε μαζί του γιατί την λυπήθηκε. Της είπε κιόλας το δήθεν μεγάλο του μυστικό, που σε κανέναν άλλον δεν το είχε φανερώσει ποτέ. Της είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και γι’ αυτόν το λόγο δεν παντρευότανε. Του είχε κάνει μάγια, έλεγε, μια γριά μάγισσα που τον είχε ερωτευτεί και επειδή εκείνος αρνήθηκε τον έρωτά της τον μάγεψε η άπονη. Η τροφός το πίστεψε αυτό το μεγάλο ψέμα γιατί τη μητέρα της Αφροδίτης δεν την είχε δει ποτέ και με αυτό το ψέμα και η Αφροδίτη είχε μητέρα που την έβλεπε ο κόσμος και το μυστικό, το πραγματικό μυστικό του άρχοντα, δεν φανερώθηκε ποτέ.
Όταν όμως η Αφροδίτη έκλεισε τα τρία χρόνια, ένα βράδυ που συγύριζε η νεράιδα μητέρα της το σπίτι, είδε ένα μπαούλο σε μια γωνία ενός δωματίου και θέλησε να το ανοίξει και να βγάλει τα ρούχα που είχε μέσα να τα συγυρίσει και να τα πλύνει αν ήταν βρώμικα κι εκεί που τα συγύριζε έμεινε άφωνη με κάτι που βρήκε μέσα στο μπαούλο. Είδε σε μια γωνιά το μαντήλι της διπλωμένο, κάτω από τα ρούχα του άρχοντα άνδρα της κι όπως λέει ο μύθος, αν πάρει πίσω το μαντήλι της η νεράιδα το φοράει αμέσως στο λαιμό της και ξαναγίνεται όπως ήταν πρώτα. Το παίρνει λοιπόν το μαντήλι της και φεύγει και δεν ξαναγυρνάει στον άνδρα της πια. Πηγαίνει όμως η νεράιδα μητέρα και βλέπει το παιδί της χωρίς να τη βλέπει κανένας άνθρωπος, μήτε και ο πρώην άνδρας της.
Το νεραϊδογεννημένο όμως παιδί γεννιέται με ξεχωριστές χάρες, πολύ διαφορετικές από τα παιδιά των θνητών ανθρώπων. Αν είναι αγόρι, έτσι λένε αιώνες τώρα, εκτός από αλαφροΐσκιωτος γεννιέται και πολύ καλός τραγουδιστής. Βλέπει ότι βλέπουν όλοι οι αλαφροΐσκιωτοι, που οι κανονικοί άνθρωποι δεν μπορούν να δουν κι ακούνε διάφορα τραγούδια που οι άλλοι δεν μπορούν να τ’ ακούσουν. Οι δε γυναίκες οι νεραϊδογεννημένες όπως ήταν η Αφροδίτη, γίνονται πολύ όμορφες, γλυκομίλητες και χορεύουν πολύ πιο όμορφα από τις κανονικές γυναίκες. Με τον χορό τους και με την απίστευτη ομορφιά τους μαγεύουν όλους εκείνους που θα τύχει να τις δούνε. Γνέθουν πολύ καλύτερα στη ρόκα τους από τις άλλες και κεντάνε τα προικιά τους καλύτερα κι από την αράχνη ακόμα. Οι νεραϊδογεννημένοι άνδρες, όταν τους ακούσουν οι νεράιδες να τραγουδάνε σε κάποια ρεματιά, που συνήθως εκεί πηγαίνουν, τους παίρνουν τη φωνή. Γνωρίζουν ότι στις φλέβες κείνου του τραγουδιστή κυλάει νεραϊδίσιο αίμα και θέλουν με αυτόν τον τρόπο να τους κάνουν άνδρες τους. Γι’ αυτό το λόγο λένε οι μανάδες στα παιδιά τους που τραγουδάνε πολύ καλά να αποφεύγουν να τραγουδάνε στις ρεματιές, ειδικότερα το μεσημέρι. Αυτό το λένε πολύ στη Ρούμελη οι ρουμελιώτισσες μάνες.
Τώρα, όσο μεγάλωνε η Αφροδίτη τόσο και πιο πολύ γιγαντωνότανε μέσα της τα νεραϊδίσια συναισθήματά της και οι συνήθειες της γινότανε πιο πολύ διαφορετικές από των θνητών ανθρώπων. Γι’ αυτόν και για πολλούς νεραϊδίσιους λόγους η Αφροδίτη δεν ήθελε να μάθουν ποια ήταν η πηγή που έπλενε τα προικιά της. Μάλλον την καθοδηγούσε η μητέρα της μυστικά, αυτό το συμπέρασμα έβγαλε ο ποιητής. Ίσως, μας λέει πάλι ο ποιητής, την καθοδηγούσε και την έστελνε σε κείνη την πηγή, δίχως όμως να το καταλαβαίνει η ίδια, για να τη βλέπει και να την καμαρώνει από πολύ κοντά. Ποιος ξέρει… μπορεί να έχουν βρει κάποιον τρόπο να μιλάνε μεταξύ τους. Ίσως ο Μεγαλοδύναμος να τους έχει δώσει και αυτό το χάρισμα.
Τώρα, όταν η Αφροδίτη έκλεισε τα δεκαπέντε χρόνια και που ελάχιστες φορές την είχε δει ο ήλιος, με την θεϊκή κορμοστασιά της, με τα ολόξανθα σαν το μετάξι μακριά μαλλιά της, με τα μεγάλα αμυγδαλωτά σαν το χρώμα της θάλασσας μάτια της και με το αχνό χαμόγελό ζωγραφισμένο στα κόκκινα σαν την παπαρούνα χείλη της έμοιαζε σαν ένας άγγελος. Τα προξενιά δεν είχαν σταματημό. Το ένα προξενιό έφευγε και ένα άλλο ακολουθούσε. Τα περίσσια κάλλη της τα είχαν μάθει όλα τα αρχοντόπουλα και στην γύρω περιοχή αλλά κι από πολύ μακρινά μέρη και ήθελαν όλα να την κάνουν ταίρι τους. Εκείνη όμως έλεγε στον πατέρα της:
«Εγώ πατέρα θα πάρω άνδρα μου εκείνον που θα τον διαλέξουν τα μάτια της ψυχής μου, γιατί μόνο εκείνα τα μάτια ξεχωρίζουν ποιος είναι ο καλύτερος. Αν θα τον δούνε τα μάτια της ψυχής μου ποιος είναι, εκείνον θα παντρευτώ. Κι ας είναι ακόμα και ένας ζητιάνος».
Έτσι περνούσε ο καιρός και η Αφροδίτη εξακολουθούσε να πηγαίνει στην κρυφή της πηγή, τον άμπλα της κι έπλενε τα προικιά της και λουζότανε και χτενιζότανε και καθρεφτιζότανε στο καθάριο νερό της. Ένα όμως λιόγερμα δεν γύρισε στο αρχοντικό της. Άδικα περίμενε ο άρχοντας όλη τη νύχτα να επιστρέψει η αγαπημένη του κορούλα. Μήτε όμως και το άλογό της γύρισε στο σπίτι και πριν ροδίσει η αυγούλα λέει στην τροφό της Αφροδίτης, που ο κόσμος την ήξερε ως μητέρα της, ανήσυχος, ότι η Αφροδίτη δεν είχε γυρίσει στο σπίτι και οι δυο αμέσως μαζί με έναν έμπιστο υπηρέτη τους καβαλίκεψαν τα άλογά της να πάνε να βρουν την Αφροδίτη. Κι όπως δεν ήξεραν σε ποια πηγή πήγαινε, έψαχναν στα τυφλά να τη βρούνε σχεδόν όλη μέρα. Όταν πια είχε γείρει για καλά ο ήλιος, απελπισμένοι πήραν το δρόμο του γυρισμού και εκεί που γύριζαν, για μια στιγμή άκουσαν το χλιμίντρισμα του αλόγου της Αφροδίτης και έτρεξαν προς το μέρος που ερχότανε το χλιμίντρισμα με ανείπωτη λαχτάρα. Μάλλον – έτσι λέει ο ποιητής – οσμίστηκε την μυρωδιά των άλλων αλόγων το άλογο της Αφροδίτης και χλιμίντρισε σαν να τους έλεγε ‘’εδώ είμαι’’. Δεν χάνει καιρό ο άρχοντας, βιτσίζει το Καρά του, παίρνοντας το μονοπάτι που μόλις διακρινότανε και που είχε κατεύθυνση προς το μέρος που από εκεί ακούστηκε το χλιμίντρισμα του αλόγου της Αφροδίτης. Η αγωνία δεν περιγράφεται με λόγια πόση ήτανε και με την ψυχή στο στόμα κάποια στιγμή έφθασε κοντά στο άλογο της Αφροδίτης που στεκότανε και τήραγε με περίσσια θλίψη την πηγή. Βάζει τις φωνές ο άρχοντας καλώντας την Αφροδίτη αλλά η Αφροδίτη δεν απάντησε στο απεγνωσμένο κάλεσμα του πατέρα της. Δεν ήξερε τι να κάνει. Φώναζε ή έκλαιγε μήτε κι εκείνος ήξερε τι έκανε. Εν το μεταξύ, έφθασε και η τροφός και ο υπηρέτης στην πηγή, φώναζαν και οι τρεις μαζί μήπως και τους ακούσει η αρχοντοπούλα αλλά τίποτα. Κανένα σημάδι δεν πρόδιδε ότι η Αφροδίτη ήταν κάπου εκεί γύρω.
Τότε ο άρχοντας πρόσεξε με μεγάλη του λύπη ότι τα προικιά της κόρης του ήταν απλωμένα στους γύρω θάμνους, άλλα πάνω στην ανθισμένη αγράμπελη, άλλα στις κουμαριές – που άφθονες υπάρχουν στην οροσειρά της πεντάμορφης Όρθρυς – κι άλλα στα γύρω χαμόκλαδα.
«Πάει το κορίτσι μου» έλεγε κλαίοντας, καθισμένος πάνω σε μια πέτρα που βρισκότανε πάνω από τον άμπλα. Για πόση ώρα έκλαιγε καθισμένος πάνω στο λιθάρι δεν έμαθε ποτέ κανένας. Η τροφός δε και ο υπηρέτης, κλαίγοντας κι εκείνοι, βάλθηκαν να μαζέψουν τα χρυσοκεντημένα προικιά της Αφροδίτης. Τέλος, εφόσον μάζεψαν όλα τα προικιά, ο υπηρέτης πήρε το θάρρος και λέει στον άρχοντα με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση:
«Άρχοντά μου, το ξέρω πόσο πονάς αλλά πρέπει να κάνεις πέτρα την καρδιά σου και να φύγουμε από δω. Ίσως… ποιος ξέρει… η Αφροδίτη μας να έχει πάει στο αρχοντικό σου. Ποιος μπορεί να το αποκλείσει αυτό;» και συνέχισε κλαίοντας, όμως με σταθερή φωνή:
«Ξέρω άρχοντά μου ότι εγώ δεν είμαι άξιος να σου υποδείξω ποιο είναι το σωστό που πρέπει να κάνεις αυτή την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σου, όμως άκουσέ με. Δεν ωφελεί σε τίποτα να παραμείνεις εδώ να την περιμένεις μήπως και εμφανιστεί από κάποια γωνία του δάσους. Πάμε στο σπίτι και ίσως τη βρούμε εκεί».
Τότε ο άρχοντας, με βαριά καρδιά, σηκώνεται από το λιθάρι που καθότανε και ήταν έτοιμος να καβαλικέψει τον Καρά του ώστε να πάρουν και οι τρεις το δρόμο του γυρισμού και με φορτωμένο το άλογο της αρχοντοπούλας τα προικιά της. Τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο υπηρέτης ρίχνει μια τελευταία ματιά στην πηγή κι αμέσως τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
«Στάσου λίγο» λέει στο αφεντικό του με φωνή που έτρεμε και την επόμενη στιγμή λέει:
«Άρχοντα κοίταξε μέσα στο νερό της πηγής προσεκτικά να δεις. Εγώ βλέπω ότι κάτι σαν χρυσός γυαλίζει εκεί, ή μήπως είναι δημιούργημα της φαντασίας μου!»
Γυρίζει ο άρχοντας τα μάτια του προς την πηγή και έμεινε βουβός λες και του πήραν τη λαλιά οι νεράιδες. Έπειτα από λίγο που μπόρεσε να μιλήσει λέει:
«Ναι, κάτι γυαλίζει εκεί μέσα και πρέπει να το βγάλουμε να δούμε τι είναι».
«Να πηδήξω μέσα άρχοντά μου να δω τι είναι;»
«Όχι» λέει ο άρχοντας και συνεχίζει:
«Πρώτα θα σε δέσω με την τριχιά του αλόγου μου κι ύστερα θα μπεις μέσα στον άμπλα να δούμε τι είναι αυτό που γυαλίζει τόσο πολύ» κι αυτό έκαναν.
Έδεσε τον υπηρέτη και με το σχοινί και τότε του λέει:
«Τώρα μπες μέσα στην πηγή».
Μόλις όμως έφτασε στο σημείο της πηγής που έλαμπε εκείνο το αντικείμενο και πάνω που ήταν έτοιμος να το ανασύρει με το χέρι του, νοιώθει ότι μια αόρατη δύναμη τον τραβούσε προς τα έγκατα της γης.
«Βοήθεια…» πρόλαβε και ξεφώνισε ο υπηρέτης, βουλιάζοντας όλο και περισσότερο μέσα στη πηγή.
Είδε κι έπαθε ο άρχοντας να σύρει έξω τον υπηρέτη.
«Δεν ξέρω τι ήταν…» λέει ο υπηρέτης, «…άρχοντά μου. Κάποια αόρατη δύναμη ένιωσα ότι με τράβαγε προς τα έγκατα της γης» και ο άρχοντας με σκυμμένο το κεφάλι λέει:
«Αυτή η δύναμη παρέσυρε την κορούλα μου και χάθηκε… μάλλον πάτησε μέσα στην πηγή και την κατάπιε η γη».
Βλιάχτρες τις λένε στα μέρη της Ρούμελης αυτές τις πηγές. Πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους με αυτόν τον τρόπο.
Το αντικείμενο δε που έλαμπε σαν χρυσός ήταν το ένα σκουλαρίκι της αρχοντοπούλας, που πρόλαβε και το έπιασε ο υπηρέτης πριν αρχίσει να βουλιάζει.
Όταν ο άρχοντας είδε αυτό που είδε, δηλαδή να θέλει να καταπιεί τον υπηρέτη του ο άμπλας, έσβησε και η τελευταία του ελπίδα ότι θα ξανάβλεπε πάλι την κορούλα του.
Στην συνέχεια, την άλλη μέρα ο άρχοντας έδωσε εντολή σε όλους τους κατοίκους στην περιοχή του, που τους έλεγε ότι όλοι όσοι έχουν πρόβατα να τα κουρέψουν και να του πάνε στο αρχοντικό του όλα τα ‘’κεφάλια μαλλιών’’, δηλαδή τα μαλλιά όλων των προβάτων. Δεν ανήγγειλε όμως το χαμό της κόρης του, αυτό το διέδωσε δύο μέρες αργότερα. Τώρα για να μην χαθεί και άλλος άνθρωπος στην βλιάχτρα πηγή, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τη στερέψει και όλα τα μαλλιά των προβάτων τα έριξε μέσα στην πηγή, κάπου τρεις – τέσσερεις χιλιάδες κεφάλια μαλλιών. Κανένας δεν ξέρει πως του ήρθε αυτή η ιδέα, αλλά η πηγή – δολοφόνος πράγματι στέρεψε ή καλύτερα άλλαξε ροή το νερό της. Προς τα που πήγε θα το μάθουμε στο τέλος του μυθιστορήματος.
Ο άρχοντας ήθελε να στερέψει η πηγή και την στέρεψε και ο παραπάνω λόγος ήταν ο πρώτος και σοβαρότερος. Είχε όμως και ένα άλλο λόγο που ήταν η επιθυμία της κόρης του της Αφροδίτης που δεν ήθελε να ξέρει κανένας σε ποια πηγή πήγαινε και έπλενε τα προικιά της.
Τώρα, όταν στέρεψε η πηγή, έβαλε πολλούς εργάτες και φύτεψαν σε όλες της πηγές του και από μιαν αγράμπελη και επόμενο ήταν, δεν έμαθε ποτέ κανένας ποια ήταν η πηγή – ο άμπλας – της αρχοντοπούλας. Για να διώχνει λίγο την πίκρα του, πήγαινε τάχα για κυνήγι και καθότανε ώρες ολόκληρες κάτω από τον ίσκιο της αγράμπελης, στη ξεραμένη πια πηγή και της μίλαγε. Μεταξύ των άλλων ζήταγε να τον συγχωρέσει η νεράιδα γυναίκα του για το κακό που της είχε κάνει.
«Δεν έπρεπε…» έλεγε κλαίοντας, «…να της κλέψω το μαντήλι κι εφόσον όμως το έκλεψα έπρεπε να της το δώσω πίσω. Έπρεπε …»έλεγε, «να παραμείνω στα ανθρώπινα κι όχι να παραβιάσω τους σοφούς νόμους της φύσης. Η φύση που δημιούργησε το σύμπαν ξέρει πολύ καλά τι κάνει και για ποιον λόγο πλέκει νόμους παράξενους. Στον άνθρωπο…» έλεγε, «έδωσε τη λογική, που αν τη χρησιμοποιήσει όπως πρέπει θα ζήσει μια ζωή παραδεισένια σε όποιον πλανήτη κι αν ζει».
Τέλος, τα νερά της πηγής, ο ποιητής έβγαλε το συμπέρασμα ότι ή την λίμνη της Ξυνιάδας σχημάτισαν που βρισκότανε στην ανατολική πλευρά της οροσειράς της Όρθρυς ή σχημάτισαν τον Σπερχειό ποταμό στην δυτική πλευρά της. Έτσι λέει ο ποιητής.
•συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα