Μικροί, επίγειοι, παράδεισοι που κρύβουν την δική τους ξεχωριστή ομορφιά και μακραίωνη ιστορία, είναι οι ακατοίκητες νησίδες που βρίσκονται κοντά στις ακτογραμμμές του νομού Χανίων. Οι περισσότερες από αυτές είτε χαρακτηρίζονται ως μοναδικής περιβαλλοντικής σημασίας για το οικοσύστημα είτε είναι κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι λόγω των αξιόλογων ευρημάτων τους από την μινωική, την ενετική ή την οθωμανική περίοδο. Με την συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας και του ΜΑΙΧ οι διαδρομές “ταξιδεύουν” σε αυτά τα μικρά ακατοίκητα νησιά των Χανίων που βρίσκονται τόσο κοντά μας, αλλά οι περισσότεροι αγνοούμε την ιστορία τους…
Νησίδα Σούδας & Λέοντας ή αλλιώς Λευκαί
Στην είσοδο του κόλπου της Σούδας βρίσκεται η πανέμορφη νησίδα της Σούδας ενώ στα βορειοδυτικά, ένα ακόμη μικρό στρογγυλό νησάκι ο Λέοντας, που αναφέρεται στους βενετσιάνικους χάρτες ως «νησί των κουνελιών». Στην αρχαιότητα και τα δύο νησάκια αυτά ονομάζονταν Λευκαί.
Πάνω στην νησίδα της Σούδας βρίσκεται βενετσιάνικο φρούριο που άρχισε να κτίζεται από τους Βενετούς το 1573 σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού. Αρχιτέκτονας και επιβλέπων των εργασιών ήταν ο μηχανικός οχυρώσεων Latino Orsini, ο ίδιος που σχεδίασε και το φρούριο της Σπιναλόγκας. Άπό τεχνικής άποψης αποτέλεσε ένα άριστο οχυρωματικό έργο εκμεταλλευόμενο τη μορφολογία του εδάφους του νησιού, έδινε λύσεις στους πιθανούς κινδύνους από την έναντι ξηρά ή την προσέγγιση πλοίων. Στο εσωτερικό του υπήρχαν εκτός από τους χώρους για καθαρά στρατιωτική χρήση, δημόσια καταστήματα, πολλές εκκλησίες αφιερωμένες στο δυτικό αλλά και το ορθόδοξο δόγμα, νοσοκομείο, φυλακή, στρατώνες, πολλά καταλύματα για λαϊκούς και πάρα πολλές υπόγειες δεξαμενές νερού. Μετά την κατάληψη του Χάνδακα το 1669 το νησί παρέμεινε υπό Βενετική διοίκηση μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 1715 οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους ύστερα από πολιορκία και αντίσταση 72 ημερών. Οι Τούρκοι κατείχαν τη νησίδα μέχρι το 1898. Την περίοδο αυτή εκτός από τη μετατροπή του ναού σε τζαμί αφιερωμένο στον Σουλτάν Γαζή Άχμέτ Χαν δεν πρόσθεσαν τίποτα ουσιαστικό στην οχύρωσή του.
Όσον αφορά την χλωρίδα της, στην νησίδα Σούδα έχουν καταγραφεί περί τα 100 διαφορετικά είδη φυτών από τη Μονάδα διατήρησης Μεσογειακών Φυτών του ΜΑΙΧ (ΜΔΜΦ-ΜΑΙΧ). Σημαντικό θεωρείται το σπάνιο ελληνικό ενδημικό Nepeta scordotis το οποίο έχει καταγραφεί σε λίγα μέρη στη Δυτ. Κρήτη και επιπλέον στα Κύθηρα και στη στη Πελοπόννησο (Ακρωτήριο Μαλέα). Ο πρώτος που κατέγραψε το φυτό στην Κρήτη ήταν Prosperus Alpinus (1553 – 1617). ’Ιταλός βοτανικός και ιατρός ο οποίος επισκέφτηκε την Κρήτη και την Αίγυπτο . Το φυτό απεικονίζεται στο έργο του Alpini «De plantis exoticis libri duo, p. 283, t. 34 (1629)» με το όνομα Scordotis. Το φυτό μυρίζει όπως το σκόρδο και πιθανά έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Η καθημερινή πρόσβαση πάνω στην νησίδα της Σούδας δεν είναι εφικτή για το κοινό.
Λαζαρέτα
Τα Λαζαρέτα είναι ένα μικρό νησάκι απέναντι από την ακτή της Νέας Χώρας. Εκεί σήμερα σώζωνται ερείπια ενός ορθογώνιου κτηρίου που πιθανόν επί Ενετοκρατίας είχε κατασκευαστεί από τους Βενετούς ως λοιμοκαθαρτήριο. Εξαιτίας των λοιμών, πριν κάποιο πλοίο μπει στο ενετικό λιμάνι των Χανίων, περνουσε πρώτα από τα Λαζαρέτα όπου οι Ενετοί έλεγχαν εάν υπήρχε κάποιος άρρωστος από το πλήρωμα των πλοίων ο οποίος και τοποθετούνταν σε καταντίνα. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονταν η μετάδοση λοιμωδών νοσημάτων στον ντόπιο πληθυσμό. Όταν οι Τούρκοι το κατέλαβαν κατά την πολιορκία των Χανίων το 1645, κατεδάφισαν τα κτίρια, για να στήσουν εκεί ένα από τα κανόνια τους.
Ήμερη και Άγρια Γραμπούσα
Οι νησίδες Ήμερη και Άγρια Γραμπούσα βρίσκονται μόλις δύο μίλια βορειοδυτικά της εξωτικής λιμνοθάλασσας του Μπάλου. Η πρόσβαση στην Άγρια Γραμβούσα είναι αρκετά δύσκολη λόγω του δύσβατου της περιοχής (ψηλά βραχια). Στην Άγρια Γραμβούσα και στην Ήμερη Γραμβούσα έχουν καταγραφεί 95 και 110 διαφορετικά είδη φυτών αντίστοιχα με τα πιο σημαντικά εξ αυτών να θεωρούνται η Anthemis glaberrima, to Androcymbium rechingeri και το Limonium grabusae. Το φυτό Anthemis glaberrima φύεται ανάμεσα σε ασβεστούχα παραθαλάσσια βράχια, μόνο στις νησίδες Ήμερη και Άγρια Γραμβούσα, της Δυτικής Κρήτης και πουθενά αλλού στον πλανήτη. Προστατεύεται από την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και θεωρείται ένα από τα 50 πιο απειλούμενα φυτά της Μεσογείου σύμφωνα με την IUCN (Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Φύσης). Κινδυνεύει με άμεση εξαφάνιση σύμφωνα με το Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας διότι εντοπίζεται σε μικρούς πληθυσμούς που είναι ευάλωτοι σε οποιαδήποτε απειλή (π.χ. κλιματικές αλλαγές). Ο βιότοπος του φυτού σε μια έκταση 45 στρεμ. στα βόρεια της νησίδας Άγρια Γραμβούσα χαρακτηρίστηκε Καταφύγιο Άγριας Ζωής και προστατεύεται. Επίσης το Androcymbium rechingeri (φύεται στην Ήμερη Γραμβούσα και σε άλλες μικρές περιοχές στις παραλίες της Δυτικής Κρήτης (Φαλάσσαρνα, Ελαφονήσι) και πουθενά αλλού στον πλανήτη. Πουθενά αλλού στον πλανήτη παρά μόνο στην Άγρια Γραμβούσα φύεται το Limonium grabusae δηλαδή το Λιμόνιο της Γραμβούσας .
Το σύνολο των δύο νησίδων είναι σημαντικό για ενδημικά ή σπάνια είδη και υποείδη ερπετών και ασπόνδυλων. Επίσης, έχει μεγάλη σημασία για τα μεταναστευτικά πουλιά. Σπάνια και κινδυνεύοντα αρπακτικά όπως ο ασπροπάρης παρατηρούνται κατά τη μετανάστευση. Στα είδη προτεραιότητας που αναπαράγονται στην περιοχή περιλαμβάνονται ο μαυροπετρίτης και ο θαλασσοκόρακας. Επίσης φωλιάζουν ο αρτέμης, ο μύχος και ο πετρίτης. Όλη η περιοχή είναι πλούσια σε ερπετά, όλα απειλούμενα και νομικώς προστατευόμενα. Ακόμη στα βόρεια τμήματα της χερσονήσου, υπάρχουν επίσης ενδείξεις για παρουσία της μεσογειακής φώκιας (Monachus monachus) .
Η Ήμερη Γραμβούσα αντιθέτως είναι προσβάσιμη ενώ οι επισκέπτες μπορούν να ανηφορίσουν προς την κορυφή για να επισκεφθούν το εντυπωσιακό βενετσιάνικο φρούριο της Γραμβούσας, το οποίο άρχισε να κτίζεται το 1584 πάνω σε σχέδια και υπό την επίβλεψη του Latino Orsini (ο ίδιος είχε σχεδιάσει τα κάστρα της Σούδας και της Σπιναλόγκας). Το σχήμα του φρουρίου είναι ακανόνιστο τρίπλευρο με τείχη και προμαχώνες από τις τρεις πλευρές, ενώ από τη βόρεια καλύπτεται από τα από το τα απροσπέλαστα βράχια. Το φρούριο παραδόθηκε με προδοσία στους Τούρκους το 1692 και παρέμεινε στην κατοχή τους μέχρι τα χρόνια της επανάστασης του 1821, οπότε καταλήφθηκε από επαναστάτες και χρησιμοποιήθηκε ως ασφαλές κέντρο θαλάσσιων επιδρομών, αλλά και πειρατείας. Άνακαταλήφθηκε από τους Τούρκους και παρέμεινε σε πλήρη ερήμωση μέχρι τα τελευταία χρόνια. Στη νότια πλευρά της νησίδας υπάρχει ένα ναυάγιο, το σκουριασμένο κουφάρι του οποίου συμπληρώνει την εικόνα του μοναδικού τοπίου.
Γαυδοπούλα
Η νησίδα Γαυδοπούλα βρίσκεται βόρεια της ακριτικής Γαύδου και δεν κατοικείται.
Η Γαυδοπούλα όπως και η Γαύδος είναι κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι. Στην Γαυδοπούλα έχει βρεθεί κτήριο πρωτομινωικής περιόδου, με δωμάτια που πιθανόν χρησιμοποιούνταν ως οικία στα μινωικα χρονια με μεγάλο περίβολο και κεραμικη όλων των περιόδων απο την μινωική μεχρι την οθωμανική περίοδο. Είναι πιθανόν το κτήρο να χρησιμοποιηθηκε ως φυλάκιο στην Γαυδοπούλα. Επισης στη νησίδα βρεθηκε τάφος λαξευτός της ρωμαικής περιόδου σε σχήμα θρανίου για την εναπόθεση των νεκρών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιστημόνων πριν εκατομμυρια χρόνια πιθανόν Γαύδος και Γαυδοπούλα να ήταν ενιαία.
Το σύμπλεγμα Γαύδου- Γαυδοπούλας, θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους τόπους της Ευρώπης, καθώς ένας αναλογικά μεγάλος αριθμός αφρικανικών ειδών φυτών εντοπίζονται εδώ. Επίσης, η περιοχή είναι μεγάλης σημασίας για τα μεταναστευτικά πουλιά. Στα σημαντικά είδη ορνιθοπανίδας της περιοχής περιλαμβάνονται ο θαλασσοκόρακας, ο αρτέμης και ο μύχος.
Εκεί επίσης έχουν καταγραφεί 186 φυτά από τα οποία αυτά 6 βρίσκονται και στην Κρήτη (ενδημικά της Κρητικής περιοχής). Σημαντικό είναι το βορειοαφρικάνικο είδος Atripex mollis το οποίο για πρώτη φορά καταγράφηκε το 1998 από τους ερευνητές του ΜΑΙΧ και δεν βρίσκεται πουθενά αλλού στην Ευρώπη.
Επίσης εδώ αναφέρεται και το απειλούμενο ενδημικό φυτό της Κρήτης Bellevalia brevipedicellata η οποία έχει πολύ περιορισμένη κατανομή στην Νοτιοδυτική Κρήτη (Ελαφονήσι έως Παλαιόχωρα), στην Γαύδο και Γαυδοπούλα. Είναι μικρό βολβώδες φυτό το οποίο ανθίζει νωρίς την άνοιξη και χαρακτηρίζεται ως “Κινδυνεύον” σύμφωνα με το Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας.
Νήσος Αγίων Θεοδώρων, “Θοδωρού”
Το νησάκι των Αγίων Θεοδώρων ή αλλιώς Θοδωρού βρίσκεται απέναντι από την παραλία της Αγίας Μαρίνας. Πρόκειται για μια νησίδα με πολύ μεγάλη οικολογική σημασία αφού το νησί ανακηρύχτηκε εκτροφείο για την διατήρηση και προστασία του κρητικού αιγάγρου (κρι-κρι) από το 1963 και η Δ/σων Χανίων ανέλαβε την διαχείριση του. Επίσης ανήκει στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας για την διατήρηση των άγριων πτηνών. Σήμερα το νησί φιλοξενεί αρκετό αριθμό αγριμιών και αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας για το είδος και ο ρόλος του στη διαχείριση του είδους στην Κρήτη είναι μέγιστος. Ακόμη όσον αφορά την πανίδα του, το νησί των Αγ. Θεοδώρων αποτελεί τόπο φωλιάσματος μερικών σημαντικών ειδών της ορνιθοπανίδας όπως ο πετρίτης και ο παγκοσμίως απειλούμενος μαυροπετρίτης.
Στα Θοδωρού, έχουν καταγραφεί περίπου 115 διαφορετικά είδη φυτών. Σε παλαιότερη μελέτη του ΜΑΙΧ καταγράφεται υποβάθμιση της βλάστησης εξαιτίας της υπερβόσκησης.
Το νησί θεωρείται σημαντικό μέρος για είδη πτηνών που σχετίζονται με τους θαλάσσιους γκρεμούς και τους χαμηλούς θαμνώνες. Στα είδη προτεραιότητας περιλαμβάνονται ο μαυροπετρίτης και ο θαλασσοκόρακας.
Σπουδαία όμως είναι και η ιστορία των Αγ. Θεοδώρων καθώς λίγοι γνωρίζουν ότι το 1645 στο ενετικό κάστρο του νησιού συνέβη το πρώτο ολοκαύτωμα πολύ πριν το ολοκαύτωμα της μονής Αρκαδίου.
Σύμφωνα με την Αρχαιολογία, ενόψει της οθωμανικής απειλής, το 1574, οι Ενετοί αποφάσισαν να οχυρώσουν τη νησίδα Θοδωρού με δύο φρούρια. Έτσι έχτισαν ένα φρούριο στην κορυφή του νησιού της βόρειας πλευράς που το ονόμασαν Turluru και ένα δεύτερο χαμηλότερα στην νότια πλευρά της νησίδας που το ονόμασαν Αγ. Θεόδωρος ή St. Francesco πιθανότατα από ομόνυμο ναό. Η κατασκευή αυτών των οχυρωματικών έργων ξεκίνησε το 1574 και ολοκληρώθηκε το 1585. Σκοπός των Ενετών ήταν να οχυρώσουν τη νησίδα για να προφυλάξουν τον Πλατανιά αλλά και την πόλη των Χανίων από μια χερσαία τουρκική επέμβαση και στο νησί εγκαταστάθηκε μόνιμη φρουρά .
Τον Ιούνιο του 1645, οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στο νησί και το κατέλαβαν ύστερα από ηρωική μάχη των ενετών αμυνομένων. Μη θέλοντας να παραδοθούν, ο επικεφαλής ενετός διοικητής Biagio Guliani, υποκρίθηκε αρχικά ότι θα γινόταν συνθηκολόγηση με τους Τούρκους, άνοιξε τις θύρες του φρουρίου και όταν οι Οθωμανοί πλησίασαν έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατίναξε και τους πολιορκητές και τους πολιουρκούμενους, δηλαδή όλη την ενετική φρουρά αλλά και τους Τούρκους που είχαν μπει στο φρούριο.
Σήμερα, έχουν απομείνει ερείπια από τα δύο κάστρα, στο φρούριο Turluru διακρίνονται υπολείματα εσωτερικών εγκαταστάσεων όπως ο στρατώνας, η αποθήκη, το διοικητήριο και μια εκλησία. Στο δεύτερο φρούριο υπάρχει ο ναός των Αγ. Θεοδώρων. Πρόσφατα από τον Δήμο Χανίων έγιναν εργασίες για την διάνοιξη μονοπατιού ενώ κατασκευάστηκαν και κάποια παρτέρια για την καλύτερη θέαση των μνημείων και της ακτογραμμής. Η νησίδα είναι προσπελάσιμη μόνο κατά την ημέρα του εορτασμού των Αγ. Θεοδώρων.
Βραχονησίδα Ποντικονήσι
Η βραχονησίδα Ποντικονήσι βρίσκεται απέναντι από τις Β.Δ ακτές της Κρήτης μεταξύ του ακρωτηρίου της Γραμβούσας και των Αντικυθήρων.
Στην νησίδα έχουν καταγραφεί 26 διαφορετικά φυτά μέχρι σήμερα από την ΜΔΜΦ- ΜΑΙΧ. Εκεί φύεται ένα φυτό το οποίο δεν έχει βρεθεί πουθενά αλλού στον πλανήτη, πρόκειται για το μικρό άγριο κρεμμυδάκι Allium platakisii, το οποίο περιγράφτηκε το 1993 από τους έλληνες Βοτανικούς κ. Τζανουδάκη Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών και τον κ. Κυπριωτάκη ομότιμο καθηγητή στα ΤΕΙ Κρήτης. Στο Βιβλίο Ερυθρών Δεδομένων των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως ‘Κρισίμως Κινδυνεύον’ εξαιτίας της μοναδικότητας του.
Όσον αφορά την πανίδα, το σαλιγκάρι Albinaria pondika υπάρχει μόνο στη νησίδα Ποντικονήσι και πουθενά αλλού στον κόσμο, ενώ εδώ συναντάται η ακρίδα Poecilimon cretensis,ενδημική της δυτικής Κρήτης . Στα είδη προτεραιότητας που αναπαράγονται στην περιοχή περιλαμβάνεται και ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae).
Πληροφοριακό και φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από:
Πανεπιστήμιο Κρήτης – Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης (ΜΦΙΚ)
• Δρ. Μιχάλης Προμπονάς
Φυσικός – Περιβαλλοντο-λόγος
• Φωτογραφικό υλικό: Τριχάς Απόστολος/ΜΦΙΚ, © Αρχείο ΜΦΙΚ, © Λυμπεράκης Πέτρος/ΜΦΙΚ, Ivovic MilicaΕφορεία Αρχαιοτήτων Χανίων
• Δρ. Ελένη Παπαδοπούλου Προϊσταμένη Εφορείας
Αρχαιοτήτων Χανίων
• Θανάσης Μαϊλης, αρχαιολόγος,
• Βούλα Δροσινού, αρχαιολόγοςΜεσογειακό Αγρονοµικό Ινστιτούτο Χανίων (ΜΑΙΧ)
• Χριστίνη Φουρναράκη,
Βιολόγος, PhD, ΜΑΙΧ
• Φωτογραφικό αρχείο ΜΔΜΦ-ΜΑΙΧ