«τα σπίτια πεισµώνουν εύκολα σαν τα γυµνώσεις»
Γ.Σεφέρης
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ είτε βρίσκεται σε ένα ήσυχο χωριουδάκι είτε σε µια πολύβουη πόλη πάντα δεσπόζει επιβλητικά στον ψυχισµό µας. Το σπίτι που µεγαλώσαµε και που στα τρυφερά µας χρόνια µέσα του δεχθήκαµε τη φροντίδα της διαπαιδαγώγησης από τους γονείς µας, δεν λησµονιέται. Υψώνεται και ξεκορφίζει από το πυκνό και πολύχρωµο δάσος των αναµνήσεών µας .Ανοίγει η αυλόπορτα του κήπου του κι εκεί δίπλα στις λεµονιές του ανακαλούµε και βλέπουµε τις µορφές των γονιών µας . Νέοι, όµορφοι κι ευθυτενείς µε στιλπνά µαύρα µαλλιά και ολόφωτα µάτια κοιτούν κατάµατα τον φωτογραφικό φακό του τότε και στέλνουν ίσα µε σήµερα το φως τους –το φως των νεκρών αστεριών όπως εύστοχα το ονοµάζει ο ψυχαναλυτής Μassimo Recαlcati – αφού το φως ενός αστεριού που έσβησε ταξιδεύει εκατοµµύρια χρόνια µέχρι να το δούµε. Αυτό το ταξίδι δεν είναι µια διαδροµή αθανασίας; Και το αίσθηµα νοσταλγίας δεν είναι πάντα παρόν στα όνειρά µας, αλλά και στις αναπολήσεις µας; Φυσικά κι έχει τον πόθο του νόστου –της επιστροφής στα παιδικά µας χρόνια , αλλά και το άλγος , τον πόνο που µπορεί να φέρει η ψηλάφηση της απώλειας και η ανάσυρση από τον βυθό της µνήµης. Ο ωκεανός της ποίησης θέλει δεινούς δύτες για µια τέτοια κατάδυση στο παρελθόν και όλοι οι µεγάλοι Έλληνες ποιητές βούτηξαν στα βάθη αυτού του γλυκόπικρου συναισθήµατος. Στη σηµερινή παρουσίαση οι ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ επιλέγουν γι αυτό το θέµα τον ποιητικό λόγο του Κωστή Παλαµά, του Γιώργου Σεφέρη, του Τάσου Λειβαδίτη, του Γιάννη Ρίτσου:
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
Το σπίτι που γεννήθηκα/κι ας το πατούν/οι ξένοι,/στοιχειό είναι και µε προσκαλεί·/ψυχή, και µε προσµένει./Το σπίτι που γεννήθηκα/ίδιο στην ίδια/ στράτα/στα µάτια µου όλο/υψώνεται και µ’ όλα /του τα νιάτα./ Το σπίτι, ας του /νοθέψανε το σχήµα/και το χρώµα·/και ανόθευτο και αχάλαστο, και µε προσµένει ακόµα./Της πόρτας του η παλαιική κορόνα,ω!/να η καµάρα!/Μόνο οι χορδές της λείπουνε, για να γενεί κιθάρα/να συνοδέψει του/σπιτιού τ’ ολόχαρο/τραγούδι/προς το παιδί·γυρίζω/ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,/πάω στη φωλιά, στη γάστρα µου,/ στο πρωί µου, στο/ µαγνήτη,/στη ζέστα της µητέρας/µου, στο πατρικό/άγιο σπίτι./Ας ήρθαν τα γεράµατα κι /ας κύλησαν οι/χρόνοι·/απ’ το ψιµύθρι του/αλλασµού κι απ’ του/χαµού τη σκόνη/και απείραχτο και/ανέγγιχτο στη Μοίρα/αγνάντια στέκει,/κι από τον κήπο του για/µε χλωρά στεφάνια/πλέκει./Του κάκου οι έγνοιες, οι/καιροί, πληγές/καρδιών και τόπων./Τα µάτια µου άλλα, κι/άλλα είναι τα µάτια/των ανθρώπων./Από την ισκιερή εµπατή/στη φωτισµένη σάλα/µε τ’ ακριβό ρολόι χρυσό/στην κρυσταλλένια γυάλα,/όλα βαλµένα ρυθµικά,/γιορτάτικα ντυµένα,/προσώπατα,/αντικείµενα,µε/καρτερούν εµένα./Στο πλάι της δούλας της/πιστής η αρχόντισσα/γιαγιά µου/και η ρήγισσα της/προκοπής η µάνα/µου, ω χαρά µου!/το στερνογέννητο καρπό/στην αγκαλιά, και/πέρα/µπρος σε χαρτιά το/φάντασµα/γνοιασµένο του/πατέρα./και µέσ’ απ’ τους ανασασµούς του/ρόδου και του /δυόσµου/και δουλευτής και/φυτευτής του κήπου/ο αδερφός µου./Και πιο βαθιά, κατάβαθα, σαν άλλου κόσµου/πλάση,/να! Ολόρθο, αξήγητο, κρυφό, στον κήπο/ένα κοράσι./Του πρώτου πόθου το/ιερό προφήτεµα,/ η παιδούλα!/Στη χαραυγή µου γέλασµα, στη δύση/µου τρεµούλα./Το σπίτι που γεννήθηκα/κι ας το πατούν οι/ξένοι./Στοιχειό, και σαν/απάτητο, µε ζει και/µε προσµένει. (Από τη συλλογή ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΙΡΑ 1918-ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ)
Ο Σεφέρης στο ποίηµά του ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ θα µιλήσει για τα πατρικά σπίτια που χάθηκαν µέσα στη δίνη της ιστορίας , στην περιπέτεια των πολέµων, στους δίσεχτους χρόνους.Θα τα αναζητήσει ,ιδιαίτερα εκείνα που είναι δίπλα στη θάλασσα –ίσως γιατί στις ακτές της ρίζωσε η καταγωγή µας-και θα τα γυρέψει µε πόθο και νοσταλγία γιατί όπως λέει ‘’ο κόσµος τώρα έγινε ένα απέραντο ξενοδοχείο’’. Κι αυτός του ο στίχος θα µας βρει ίσια στην καρδιά σήµερα και θα µας πονέσει γιατί και στις µέρες µας έχουµε αυτή τη στυφνή επίγευση του ανοίκειου.
Προσωπικά πάντα βρίσκω παρηγοριά και δύναµη στα σπίτια καταγωγής µου, στα πατρογονικά σπίτια –Αθήνα και Κρήτη- κι όλο πασκίζω να µην τα αµελήσω αφού όπως είπε κι ο Σεφέρης ‘’ τα σπίτια πεισµώνουν εύκολα σαν τα γυµνώσεις’’. Με µεγάλη συγκίνηση θυµάµαι µιαν οικογένεια στο δώµα ένός καφενείου στην ελεύθερη Κύπρο.Ο πατέρας προσπαθούσε να δείξει στα παιδιά του την παλιά γειτονιά του στην κατεχόµενη Αµµόχωστο.Αγνάντευε µε ένταση από µακριά και τους έλεγε µε συγκίνηση ‘’εκεί είναι το σπίτι του παππού’’ , ‘’εκεί το δικό µας’’. ‘’Tα σπίτια που είχα µου τα πήραν.’’…δήλωσε ο ποιητής κι έκλεισε µέσα στον στίχο του παλιές και επερχόµενες οδύνες, για τα σπίτια που χάθηκαν σε δυο πολέµους και επρόκειτο να χαθούν σε µια εισβολή. Αν ο ποιητής είναι ισχυρός βρίσκει την κρυµµένη ψυχή σε παρελθόν και σε µέλλον ,σε πρόσωπα και γεγονότα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
‘’Τα σπίτια που είχα µου τα πήραν. Έτυχε/να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέµοι χαλασµοί/ξενιτεµοί/κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά/κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι/ήταν καλό στα χρόνια µου, πήραν πολλούς τα σκάγια·/οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια./Μη µου µιλάς για τ’ αηδόνι µήτε για τον κορυδαλλό/µήτε για τη µικρούλα σουσουράδα/που γράφει νούµερα στο φως µε την ουρά της·/δεν ξέρω πολλά πράγµατα από σπίτια/ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο./Καινούργια στην αρχή, σαν τα µωρά/που παίζουν στα περβόλια µε τα κρόσσια του ήλιου,/κεντούν παραθυρόφυλλα χρωµατιστά και πόρτες/γυαλιστερές πάνω στη µέρα·/όταν τελειώσει ο αχιτέκτονας αλλάζουν,/ζαρώνουν ή χαµογελούν ή ακόµη πεισµατώνουν/µ’ εκείνους που έµειναν µ’ εκείνους που έφυγαν/µ’ άλλους που θα γυρίζανε αν µπορούσαν/ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε/ο κόσµος ένα απέραντο ξενοδοχείο./∆εν ξέρω πολλά πράγµατα από σπίτια,/θυµάµαι τη χαρά τους και τη λύπη τους/καµιά φορά, σα σταµατήσω· ακόµη/ καµιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάµαρες γυµνές/µ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό µου/κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέµαι/πως κάποιος ετοιµάζεται να’ ρθει, πως τον στολίζουν/µ’ άσπρα και µαύρα ρούχα µε πολύχρωµα κοσµήµατα/και γύρω του µιλούν σιγά σεβάσµιες δέσποινες/γκρίζα µαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,/πως ετοιµάζεται να’ ρθει να µ’ αποχαιρετήσει·/ή, µια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη/γυρίζοντας από λιµάνια µεσηµβρινά,/Σµύρνη, Ρόδο, Συρακούσες, Αλεξάντρεια,/από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά/παραθυρόφυλλα,/µε αρώµατα χρυσών καρπών και βότανα,/πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει/εκείνους που κοιµήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα./Ξέρεις τα σπίτια πεισµατώνουν εύκολα, σαν τα /γυµνώσεις.’’(Από τη συλλογή ‘’ΚΙΧΛΗ’’ Γ.ΣΕΦΕΡΗ)
Πολλές φορές κάποιος επιστρέφει στο πατρικό σπίτι του και ανοίγει έναν διάλογο µε τη νεκρή µητέρα του. Με το βλέµµα του αναζητά τους απόντες του και µε τη φαντασία του γεµίζει τον άδειο από ήχους σπίτι µε τη φωνή της µητέρας του. Είναι δύσκολο αυτό γιατί δεν µπορούµε εύκολα να επαναφέρουµε στη µνήµη µας τη χροιά και τη φωνή στην ολότητά της ,αν έχουµε πολλά χρόνια να την ακούσουµε.Μόνο αν την ξανακούσουµε, θα την αναγνωρίσουµε αµέσως. Το φως των νεκρών αστεριών µάς χαρίζεται, όχι όµως και η φωνή τους…
Ο Τάσος Λειβαδίτης στα ‘’Χειρόγραφα του Φθινοπώρου’’ και στο ποίηµά του ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ επαναφέρει στο πατρικό του όλους τους αγαπηµένους του απόντες , γονείς και αδελφό ,και µε τα κλειδιά των ονείρων –ποιος µεγάλος ποιητής δεν συµβουλεύεται τα όνειρά του;- τους τοποθετεί στις βιοτικές τους µέριµνες , έχοντας εγγεγραµµένες εντός του τρυφερές λεπτοµέρειες της ζωής τους χτίζει όλο το τοπίο του ποιήµατος για να στεγάσει το παράπονό του προς εκείνους που τον άφησαν µόνο: ‘’γιατί , µητέρα;’’ ‘’κι όµως µ΄αγαπούσατε’’. Ερώτηµα δίχως απάντηση, όµως λυτρωτικό.Το πατρικό σπίτι δεν είναι ένας τόπος ακίνδυνος συναισθηµατικά. Σε περίπτωση απωλειών δηµιουργεί ορυµαγδό συναισθηµάτων και θέλει πολύ χρόνο για να συµφιλιωθείς µε τους άδειους χώρους του.Γι αυτό και ο ποιητής ‘’βάδισε πολλές ώρες µέχρι να το βρεί. Γι αυτό είχε ξεπεράσει όλα τα όρια… Γι αυτό χρειάστηκε να ανεβεί µια σκάλα…’’ . Τέτοιες επιστροφές είναι ψυχικά επίµοχθες…
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ
‘’ Βάδιζα ώρες. Ίσως είχα ξεπεράσει όλα τα όρια, όταν ένα σπίτι βρέθηκε µπροστά µου.’’ Θεέ µου, το πατρικό µου σπίτι!’’ ψιθύρισα. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, µου άνοιξε η ίδια η µητέρα µου, ταράχτηκα, αλλά ντράπηκα να της πω ότι ήταν πεθαµένη. Στα χέρια της κρατούσε ένα µικρό µύλο του καφέ που της είχαν χαρίσει όταν ήταν νιόνυφη. Και γύριζε το χερούλι του µύλου µε τέτοια σοβαρότητα που µου’ ρχόταν να κλαίω. Στον τοίχο ήταν κρεµασµένο ένα ηµερολόγιο, που όµως φύσηξε απ’ την ανοιχτή πόρτα, το ηµερολόγιο άρχισε να διαλύεται, σκόρπισαν τα ξεθωριασµένα φύλλα του «γιατί µητέρα», της λέω- «κι όµως µ’ αγαπούσατε». Τότε είδα τον αδελφό µου, που είχε πεθάνει κι αυτός, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο κοιµόταν ακόµα στο σπίτι. Ο πατέρας, µάλιστα, ήταν τόσες οι ανάγκες µας που προσπαθούσε, αν και νεκρός κι εκείνος, να τον ξυπνήσει για να πάει να εργαστεί, «µα εργάζοµαι αλλού, πατέρα» έλεγε ο αδελφός µου, τέλος πριν κατεβώ τη σκάλα πρόφτασα να δω µια γριά υπηρέτριά µας, απ’ τους παλιούς καιρούς, πεθαµένη κι εκείνη, να κλείνει βιαστικά τις κουρτίνες στα παράθυρα αυτού του µυστηριώδους σπιτιού που δεν ήξερα που βρίσκεται, ούτε θα µάθαινα ποτέ…» (Από τη συλλογή ‘’Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου’’ του Τάσου Λειβαδίτη )
Γιάννης Ρίτσος : ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΠΙΤΙ
«…Τώρα γυρίζουµε /µονάχες οι δυο/µικρές αδελφές/µέσα σε τούτο το/απέραντο σπίτι-/µικρές , που λέει ο λόγος,/-από χρόνια /γεράσαµε κι εµείς,/είµαστε οι µικρότερες/της φαµίλιας κι οι/µόνες, άλλωστε, που/αποµείναµε. ∆εν/ξέρουµε/πώς να βολέψουµε/τούτο το σπίτι, πώς/να βολευτούµε·/να το πουλήσουµε µας/ έρχεται άσκηµο-/µια ζωή περάσαµε /δω µέσα-/είναι κι ο χώρος των/νεκρών µας εδώ-/δεν µπορείς να τους /πουλήσεις-/κι άλλωστε ποιος τους/ παίρνει τους/νεκρούς; Μα πάλι να/τους κουβαλάµε/απ’ το ‘να σπίτι στ’ άλλο,/απ’ τη µια συνοικία/στην άλλη,-/πολύ κουραστικό κι επικίνδυνο·-/βολεύτηκαν εδώ/άλλος στον ίσκιο της/κουρτίνας, άλλος/κάτω απ’ το τραπέζι,/άλλος πίσω απ΄ τη ντουλάπα ή πίσω απ΄/τα τζάµια/ της βιβλιοθήκης,/άλλος µες στο γυαλί της/ λάµπας-τόσο/σεµνός κι ολιγαρκής/όπως πάντα του,/άλλος χαµογελώντας/διακριτικά πίσω απ’ τους δυο λεπτούς,/σταυρωτούς ίσκιους/που γράφουν στο /µεσότοιχο οι/καλτσοβελόνες της/µικρής αδελφής µου…»
Ο Γιάννης Ρίτσος το 1959 γράφει την εκτεταµένη ποιητική του σύνθεση ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΣΠΙΤΙ που εκδόθηκε το 1962 από τον ΚΕ∆ΡΟ. Με έναν ήρεµο, αλλά τραγικό σαρκασµό, και µε όχηµα –όπως ο ίδιος δηλώνει κάτω από τον τίτλο του ποιήµατος–τον αρχαιοελληνικό µύθο αποδίδει ποιητικά µια φανταστική και αυθεντική ιστορία µιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας, της οποίας επέζησαν εντέλει µόνο δυο θυγατέρες, µοναχικές οικοδέσποινες του πατρικού σπιτιού. Η µετακατοχική και µετεµφυλιακή Ελλάδα όπου στην κυριολεξία ξεκληρίστηκαν οικογένειες , άφησαν τέτοιες τραγικές γυναικείες φιγούρες ,γυναίκες χωρίς προσωπική ζωή,αφιερωµένες απόλυτα στην µελαγχολική µνήµη.
Τα πατρικά σπίτια , τα σπίτια καταγωγής µας, τα πατρογονικά σπίτια έχουν µια στιβαρότητα,ένα συναισθηµατικό βάρος, αφού έχουν εντός τους τις υπάρξεις όλων των προγόνων µας και τη δική µας ευθύνη να τα κρατάµε ζωντανά. Ίσως γι αυτό ο Νίκος Εγγονόπουλος όταν τα αποδίδει εικαστικά ,συνήθως βάζει και κάποια καλοζυγισµένα νέφη πάνω τους , άλλοτε λευκά κι άλλοτε γκρίζα. Έτσι είναι… Η µνήµη και η διατήρησή της δεν είναι απλή υπόθεση.
Τέλος θα κλείσω το σηµερινό αφιέρωµα µε λίγους στίχους δικούς µου και µε µια φωτογραφία γαλανή κι ελπιδοφόρα που δείχνει ένα άλλο αγαπηµένο σπίτι της ψυχής µου ,το σπίτι του ποιητή Άγγελου Σικελιανού στη Σαλαµίνα-,όχι το πατρικό του-όµως ένα όµορφο λιτό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, όπου ο ποιητής ηρεµούσε και εµπνεόταν …
‘’….µεγάλωσαν τα δέντρα/µέσα στα ίδια τα σπίτια µας·/τα κλαδιά τους/τρύπησαν τα πατώµατα,/τις στέγες·/έσπασαν τα παράθυρα/ανέβηκαν ψηλά/στο υπερώο/να µας αναζητήσουν….’’
(Από το ποίηµα ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ (Συλλογή: Τα Σκουλαρίκια της Περσεφόνης-Α.Χουρδάκη, εκδόσεις Ραδάµανθυς)