«Ένας μπερμπάντης σύζυγος, που έχει είκοσι χρόνια να πατήσει στο σπίτι του, γιατί καλοπερνάει αλλού και δεν αντέχει την γκρίνια της γυναίκας του στο παλάτι. Θα τον έχετε ακουστά, τον λένε Οδυσσέα. Η γυναίκα του η Πηνελόπη, που δεν θέλει να τον δει ούτε ζωγραφιστό τον ακαμάτη, αφήστε που βλέπει κι ότι έχει πέραση σε νεότερους και ομορφότερους. Ο γιος τους, ο Τηλέμαχος, που τα έχει χαμένα με τα καμώματα των γονιών του, αλλά προσπαθεί να βγάλει άκρη με τη δική του ζωή και τον δικό του μεγάλο έρωτα διατηρώντας την ηθική του μέσα σε έναν κόσμο που μοιάζει να μην έχει κανέναν ηθικό φραγμό. Μια οικογένεια της διπλανής πόρτας, απλώς λίγο διαφορετική απ’ ό,τι μας την έχουν πλασάρει. Μια οικογένεια που πρέπει να παλέψει με θεούς και ανθρώπους, για να δει αν έχει ελπίδα να επιβιώσει». Τα που διαβάζω στο οπισθόφυλλο του τελευταίου, του 24ου, αν τα λογαριάζω σωστά, βιβλίου του πολυβραβευμένου και καταξιωμένου διεθνώς εδώ και χρόνια 48χρονου Χανιώτη συγγραφέα Πολυχρόνη Κουτσάκη.
“Η Οδύσσεια που μας κρύβουν” ο τίτλος του περί ου ο λόγος βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις “ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ”. Σαν πρόσκληση μα και σαν πρόκληση ν’ αρχίσω αυθωρεί και παραχρήμα την περιπέτεια της ανάγνωσης, λειτουργούν τα που διάβασα. Να, ένα “άλλο” βιβλίο του Πολυχρόνη, η σκέψη που κάνω, και το αρχίζω με το μολυβάκι στο χέρι. Και ποιητής, και μυθιστοριογράφος, και θεατρικός συγγραφέας και συγγραφέας παιδικών βιβλίων μέχρι τώρα ο Πολυχρόνης, γιατί όχι και σε ρόλο ευθυμογράφου, μια απ’ τις πρώτες σημειώσεις μου. Μου θυμίζει Τσιφόρο σε πολύ βελτιωμένη έκδοση, μια επόμενη σημείωση μου. Για «κωμωδία, που έχει προκύψει από την αγάπη μου προς την αυθεντική “Οδύσσεια”», κάνει λόγο ο ίδιος στο σημείωμα του, που παρατίθεται στο τέλος.
«α ή πώς μπορεί ένας γονιός να βρει λίγη γαλήνη Στου Ολύμπου τις ψηλές κορφές στ’ απάτητα λημέρια, ο Δίας εκαθότανε κι αγνάντευε το όλον με βλέμμα ονειροπόλον β ή ο λαός είναι περίεργο φρούτο, τελικά Ξάγρυπνος ως την αυγή τη ροδοδαχτυλάτη/ του Οδυσσέα έμεινε ο γιος,/ ο μόνος κανακάρης, που την ελπίδα του νησιού/ στους ώμους κουβαλούσε. ψ ή δυο πατέρες και δυο γιοι Καθ’ ομοίωση και εικόνα μας έχουν πλάσει οι θεοί/ μα μες στη δίνη του κυκλώνα όποιου του τύχει να βρεθεί/ μονάχος να το καταφέρει νιώθει αδύνατον πως είναι/ θα χρειαστεί κάποιου το χέρι και μια φωνή «μαζί μου μείνε». ω ή σχεδόν τρυφερά Οι ωραιότερες διηγήσεις τέλος οριστικό δεν έχουν,/ ανοίγουν παράθυρα στο μέλλον,/ κι έτσι στον χρόνο πάντα αντέχουν». Οι τίτλοι του 1ου (α), του 2ου (β), του 23ου (ψ) και του 24ου (ω) κεφαλαίου της Οδύσσειας του Κουτσάκη. Όσες οι ραψωδίες της Οδύσσειας του Μεγάλου Παππού, τόσα και τα κεφάλαια της Οδύσσειας του… 77άκις και βάλτε απόγονου του.
«“Ο Λυκομήδης μας έχει βάλει τον μεγαλύτερο τόκο, πρέπει να πάω να κάνω μια περήφανη διαπραγμάτευση” είχε δικαιολογηθεί ο Οδυσσέας και αντί άλλης απάντησης η Πηνελόπη είχε βγάλει από ένα συρτάρι δυο εσώρουχα του και τα έχωσε μες στη δερμάτινη τσάντα του. “Τι κάνεις εκεί;” την είχε ρωτήσει ο Οδυσσέας. “Επειδή στις διαπραγματεύσεις σου παίρνουν και τα σώβρακα, σου βάζω μερικά έξτρα για να έχεις για στην επιστροφή”, είχε αποκριθεί η Πηνελόπη». Απόσπασμα από το «δ ή περήφανες διαπραγματεύσεις» κεφ. της κατά Κουτσάκη “Οδύσσειας” την οποία ο συγγραφέας της (να το γράψω κι αυτό) την έχει αφιερώσει στη γυναίκα του, τη γυναίκα της ζωής του τη Δέσποινα «που κάνει τον κόσμο να μοιάζει σπουδαίος»…
Και… στα πεταχτά
Παγκόσμια Ημέρα Αγάπης, αύριο 14 Δεκεμβρίου. Για την αγάπη, λοιπόν, οι σημερινές μαντινάδες της Νεκταρίας Θεοδωρογλάκη. «Αγάπη πράγμα σπάνιο λείπει απ’ τη ζωή μας/ γι’ αυτό ‘ναι περισσότερη η θλίψη στην ψυχή μας», μας λέει στην πρώτη. «Όσα κι αν έχεις βάσανα, τσ’ αγάπης το βοτάνι/ με έναν τρόπο μαγικό, κάθε πληγή θα γειάνει», λέει στην καθεμιά και στον καθένα μας. Όλες κι όλοι στην αναζήτηση του βοτανιού τσ’ αγάπης, λοιπόν. Κάθε μέρα κι όχι μόνο αύριο…
Πάμε για εκλογές… Πάτε για εκλογές… Πάνε για εκλογές… Στον πληθυντικό αριθμό το ρήμα. Δεδομένο αυτό ας πούμε, ξεπερνώντας κάποιες πιθανές ενστάσεις. Πάμε όμως; Πάτε; Ή πάνε; Πάντα έχει περισσότερα προβλήματα ο πληθυντικός αριθμός.
Έρχονται Χριστούγεννα ή εμείς πάμε να τα βρούμε; Δεδομένο ότι μυρίζουν Χριστούγεννα, πάντως. Καμιά ένσταση επί του προκειμένου…