Λέξη γνωστὴ καὶ στὰ παιδιὰ τοῦ Δημοτικοῦ, δηλώνει ἐξωτερικὸ στολίδι τοῦ ἔμμετρου λόγου. Ἀπὸ τὸν «Ἐρωτόκριτο» καὶ τὰ ἄλλα ἔργα τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας ὣς τὴν ἐποχή μας δὲν ἔπαψαν νὰ τὴ χρησιμοποιοῦν ποιητές, στιχουργοὶ καὶ κάθε λογῆς στιχοπλόκοι.
Ενῶ ὅμως στόχος εἶναι νὰ γίνει πιὸ ἑλκυστικὸς ὁ λόγος (ἀφοῦ ἡ ὁμοιοκαταληξία θεωρεῖται στολίδι τῆς μορφῆς), συχνὰ συμβαίνει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Ἡ ὁμοηχία στὸ τέλος δύο στίχων παραβιάζεται μὲ ἐπιλογὲς ἀποτυχημένες, ποὺ φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ ἀναρωτιέται κανεὶς γιὰ τὸ ἂν φταίει κάποια (γλωσσικοῦ περιεχομένου) ἀδυναμία ἢ ἔλλειψη καλαισθησίας. Προφανῶς, ἡ ἐπιθυμία ἀλλὰ καὶ ἡ βιασύνη νὰ ὁλοκληρωθεῖ αὐτὸ ποὺ ἔχει σχεδιασθεῖ εἶναι ἐπίσης ἀπὸ τοὺς παράγοντες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀστοχία.
Ὁμοιοκαταληξία ἔχουμε ὅταν στὸ τέλος δύο (ἢ καὶ περισσότερων) στίχων ὑπάρχει ἀπόλυτη ἠχητικὴ καὶ μόνον ὁμοιότητα. Μὲ τὴ λέξη «τέλος» ἐννοεῖται τὸ τμῆμα τοῦ στίχου ἀπὸ τὴν τελευταία τονιζόμενη συλλαβὴ μέχρι τὴν κατάληξή του. Τὸ τμῆμα αὐτὸ μπορεῖ νὰ βρίσκεται σὲ μία λέξη ἢ καὶ σὲ δύο.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι πιὸ εὔκολα προκύπτει ἡ ὁμοιοκαταληξία σὲ στίχους ποὺ τονίζονται στὴν τελευταία συλλαβή, ἐνῶ (πολὺ) πιὸ δύσκολα σὲ ὅσους τονίζονται στὴν τρίτη ἀπὸ τὸ τέλος. Ἄλλο ὅμως θέμα εἶναι ἡ εὔκολη ὁμοιοκαταληξία καὶ ἄλλο ἡ σωστή, πολὺ περισσότερο ἡ ἐπιτυχημένη (εὔστοχη).
Ἴσως ὑπάρχει ἡ ἐντύπωση σὲ ὁρισμένους τουλάχιστον ὅτι ἡ ὕπαρξη ἤχων περίπου ὅμοιων δὲν συνιστᾶ ἀτέλεια. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν περίπτωση παρεμβολῆς ἐπὶ πλέον φθόγγων (ἤχων). Στὰ ζευγάρια «δείχνει – σπίτι», «παλικάρι – πάλι», «είχα – αφήκαν», «υπάρξει – αρπάξει», «δείπνο – κήπο», «προστάτη – άκρη», «αγάπες – διαβάτες», «νύχτες – προίκες», «προβαίρνει – ζεσταίνει», «αγάπης – να ‘ρθεις», «ήλιο – φύγω», «αν κάτσει – θα σπάσει», «μετόχι – λόγχη», «κερδισμένα – αίμα», «αγάπη – αγκάθι», «θα με φάει – θα με βάλει», «δώσεις – γνώση», «μήλο – ήλιο» (πολὺ μικρὸ δεῖγμα ποὺ πῆρα ἀπὸ δημοσιεύσεις στὰ Χ. Ν. καὶ ἀπὸ συλλογὲς μὲ μαντινάδες καὶ «ρίμες») εἶναι ὁλοφάνερο πὼς ὁμοιοκαταληξία δὲν ὑπάρχει. Ὑποθέτω πὼς εὔκολα καταλαβαίνει καθένας τὴν παραφωνία – ἄλλο θέμα τὸ ἂν τὴν «ἀποδέχεται» ἢ ὄχι.
Τὸ φαινόμενο θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μικρότερη συχνότητα (νὰ ἐξαλειφθεῖ εἶναι δύσκολο…), ἂν ὑπῆρχε θεωρητικὴ γνώση τοῦ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὁμοιοκαταληξία. Ἂν καὶ πολλοί, στηριζόμενοι στὸ αἰσθητικὸ κριτήριό τους καὶ στὴν ἐμπειρία, μποροῦν καὶ ἀποφεύγουν τὰ λάθη, πολὺ χρήσιμο καὶ σὲ αὐτοὺς θὰ ἦταν νὰ διαθέτουν τὸ ὑπόβαθρο τῆς θεωρητικῆς γνώσης. Καί, ἀκόμη, νὰ μποροῦν νὰ ξεχωρίζουν τὴν ἁπλῶς σωστὴ ἀπὸ τὴν εὔστοχη ὁμοιοκαταληξία.
Συνήθως, γιὰ τὸ τέλος στίχων ἐπιλέγονται λέξεις ποὺ ἀνήκουν στὸ ἴδιο μέρος τοῦ λόγου καὶ ἔχουν τὴν ἴδια κατάληξη, καθὼς χρησιμοποιοῦνται στὸν ἴδιο κλιτικὸ τύπο. Τυπικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ μετοχὴ τῆς παθητικῆς φωνῆς μὲ τὴν κατάληξη -μένος: «χαϊδεμένη – στολισμένη», «ζωσμένο – γεννημένο», «ζωγραφισμένο – μοσκομυρισμένο», «σκορπισμένα – κλεμμένα», «χερσωμένο – σκεπασμένο», «μεγαλωμένη – ποτισμένη», «ευτυχισμένοι – πονεμένοι». Καὶ ἄλλοι ρηματικοὶ τύποι θὰ μποροῦσαν νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς παράδειγμα: «θωρούνε – ζητούνε», «ζηλεύγω – χαϊδεύγω», «γνωρίσει – αφήσει», «καθίζω – κερδίζω», «φυτρώνει – μεγαλώνει», «θυμούμαι – αρνούμαι», «να μοιάσω – να σκάσω». Πολὺ συχνὰ ἐπίσης χρησιμοποιεῖται ὡς τελευταία συλλαβὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς μονοσύλλαβους τύπους τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας (μου – σου – του) ὡς προσδιορισμὸς τῆς λέξης ποὺ προηγεῖται: «μοναχός μου – αναστεναγμός μου», «ζωή μου – ανάστασή μου», «αυλή σου – κορμί σου», «Θεού τους – εαυτού τους».
Ἡ ὁμοιότητα ἢ καὶ συγγένεια αὐτῶν τῶν γλωσσικῶν τύπων κάνει εὔκολη ὑπόθεση τὸ στήσιμο πλήθους ὁμοιοκατάληκτων στίχων. Λίγο πιὸ δύσκολο εἶναι τὸ συνταίριασμα λέξεων ἀπὸ διαφορετικὰ μέρη τοῦ λόγου: «σταυροδρόμι – ακόμη», «φεγγάρι – να πάρει», «στέκει – αστροπελέκι», «κάτω – βάτο», «όψη – κόψει», «ετούτη – μπαρούτι», «γνώση – γλυτώσει», «υποφέρει – αγιοκέρι», «κρεμασμένα – για μένα», «ξέρει – μαχαίρι». Οἱ δυσκολίες, ὁλοφάνερες, ὁδηγοῦν σὲ βιαστικὲς ἐπιλογές: «μουσεία – αξία», «φιλιά – αγκαλιά», «πίσω – στήσω», «κερά μου – σωθικά μου», «Θεός του – δικός του».
Ἡ ὁμοιοκαταληξία στὰ παραδείγματα αὐτὰ εἶναι «σωστή», ἀφοῦ ὑπάρχει ὁμοηχία ἀπὸ τὸ φθόγγο ποὺ τονίζεται καὶ πέρα. Εὔστοχη, τέλεια θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, θὰ ἦταν ἂν ὑπῆρχε ὁμοηχία ἀνάμεσα σὲ ὁλόκληρες τὶς τονιζόμενες συλλαβές: «φτερά μου – χαρά μου», «φαίνεταί μου – ποτέ μου», «πλευρό της – νερό της». Παραθέτω καὶ ἄλλα δείγματα ἀπὸ ἀνέκδοτη συλλογή: «μεθύσι – βυθίσει», «μύρα – αλμύρα», «σφυρίζει – χαρίζει», «αγκαλιάζει – φωλιάζει», «χάρισέ μου – ξύπνησέ μου», «θα με πάρει – θα σαλπάρει», «να γυρίσεις προσμένω – σαν δεντρί διψασμένο», «σαν πνοή του ανέμου – την καρδιά γλύκανέ μου», «είσαι συ στο πλευρό μου – στο βαθύ όνειρό μου», «μπροστά στο σπιτικό σου – πανώριο αρχοντικό σου», «να ‘ρθώ στην κάμαρά σου – να μπω στα όνειρά σου», «γιασεμί και γεράνια – κι η ψυχή στα ουράνια», «πειρατής θα ντυθώ – στ’ όνειρό σου να ’ρθώ», «σαν αχτίδα θα μπω – σαν το φως το θαμπό», «να μου πεις άλλες λέξεις – κι ό,τι θες να διαλέξεις», «με καρδιά μεθυσμένη – που με πόθο προσμένει», «σαν τη φλόγα η αγάπη σου που σκορπά τ’ αγιοκέρι, – λιμανάκι απάνεμο στης ζωής τ’ αγριοκαίρι», «…σαν να το ’χαμε τάμα- χέρι χέρι πιαστήκαμε και βαδίζουμε αντάμα», «…σαν πουλάκι είχες γείρει – στην καρδιά μας ατέλειωτο της χαράς πανηγύρι», «στην αγκάλη της άνοιξης στολισμένο τραπέζι – με κερνάς το γλυκόπιοτο κι η καρδιά τρεμοπαίζει».
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὸ ὅτι ἡ «τέλεια» ὁμοιοκαταληξία εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἐπιτευχθεῖ στὸ σύνολο τῶν στίχων. Προσπάθεια πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποβεῖ εἰς βάρος τοῦ περιεχομένου, κάτι ποὺ ἰσχύει συνολικὰ γιὰ τὸ ἐξωτερικὸ αὐτὸ κόσμημα τῆς στιχουργίας. Καί, πάντως, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε προσεκτικοί, ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἐξετάζουμε. Σὲ ἄλλη βάση δηλαδὴ τοποθετεῖται ἡ ἁπλὴ στιχουργία, σὲ ἄλλη ἡ ποίηση. Ἡ πρώτη μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ καὶ παιγνίδι μὲ τὶς λέξεις μὲ σκοπὸ τὴν πρόκληση ἐντυπώσεων, ἐνῶ ἡ ποίηση εἶναι τέχνη ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, τέχνη γιὰ λίγους, «ἔνθεους» σύμφωνα μὲ τὸν Σωκράτη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὁμοιοκαταληξία, γιὰ ὅσο διάστημα τὴ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ποιητές, ἦταν ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ στοιχεῖα μορφῆς ποὺ καλλιεργοῦσαν. Ὁ Δ. Σολωμός, π. χ., ἐνῶ τὴν κράτησε στὰ δύο πρῶτα σχεδιάσματα τῶν «Ἐλεύθερων Πολιορκημένων» (ὅπως καὶ σὲ ἄλλα ἔργα του), στὸ τρίτο, ποὺ εἶναι καὶ τὸ τελειότερο, τὴν ἐγκατέλειψε. Ἄλλοι κορυφαῖοι ποιητὲς (Παλαμᾶς, Καβάφης, Σεφέρης, Ἐλύτης, Ρίτσος…), ὅταν τὴ ἔβαζαν στὰ ἔργα τους, δὲν ἐπιδίωκαν τὴν ἐπίτευξη τῆς «τελειότητας» ὅπως αὐτὴ προσδιορίστηκε παραπάνω. Μάλιστα, συχνὰ τὴν προσάρμοζαν μὲ τρόπο ποὺ ὡς στοιχεῖο τῆς μορφῆς ὑπογράμμιζε τὸ περιεχόμενο.
Ὅσα μὲ μεγάλη συντομία παρέθεσα δὲν σχετίζονται (εἶναι ὁλοφάνερο…) μὲ τὸ περιεχόμενο – τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸ εἶναι θέμα πιὸ οὐσιαστικὸ καὶ πιὸ σημαντικό. Κατὰ τὴν ἀξιολόγηση ὅμως ἑνὸς δημιουργήματος, μικροῦ ἢ μεγάλου ὡς πρὸς τὴν ἔκταση, ἀποτιμᾶται, χωρὶς ἐξαίρεση, κάθε στοιχεῖο ποὺ χρησιμοποίησε ὁ δημιουργός. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ καλὸ περιεχόμενο εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ βλάπτεται καὶ νὰ «ἀδικεῖται» ἀπὸ ἀτέλειες τόσο τῆς ὁμοιοκαταληξίας ὅσο καὶ ἄλλων ἐκφραστικῶν μέσων ποὺ χρησιμοποιήθηκαν – ἰσχύει, βέβαια, καὶ τὸ ἀντίστροφο. Δυστυχῶς, αὐτὸ πολλοὶ τὸ προσπερνοῦν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προβάλλουν, μὲ θέρμη μάλιστα, στιχουργήματα ποὺ χωλαίνουν λιγότερο ἢ περισσότερο.
Τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι σημερινό. Μπορεῖ εὔκολα νὰ διαπιστώσει καθένας ὅτι καὶ παλαιότερα ὑπῆρχαν παρόμοια προβλήματα. Ἂν ποῦμε ὅτι ὅλα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου κάτι νὰ δημιουργήσει καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὸ κάμει γνωστὸ καὶ στοὺς ἄλλους, δὲν θα πέσουμε ἔξω. Γιὰ νὰ προλάβω ὅμως παρανοήσεις, προσθέτω ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα, εἶναι εὐπρόσδεκτη καὶ ἐπαινετὴ ἡ ἐνασχόληση ὁποιουδήποτε μὲ τὸ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε λόγος. Πολὺ περισσότερο, ὅταν καταβάλλεται συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ διόρθωση τῶν ἀτελειῶν καὶ γιὰ ἐπίτευξη καλύτερου αἰσθητικοῦ ἀποτελέσματος, κατὰ προέκταση δὲ γιὰ πρόληψη ἐπικρίσεων καὶ ἀρνητικῶν σχολίων. Ἔτσι προστατεύονται, σὲ κάποιο βαθμό, καὶ τὸ ἔργο καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸ ὑπογράφει.