Από τη ρίζα του βουνού, ως το ψηλό κεφάλι,
να βγει κανείς χρειάζεται, προσπάθεια μεγάλη.
Για τον Κουτρούλη σας μιλώ, επάν’ από το Βλάτος,
που κάποτε ανέβηκα, σαν βρέθηκα κεφάτος.
Παρέα με παιδόπουλα, κορίτσια και αγόρια,
αφήνοντας ξοπίσω μου, την κάθε στεναχώρια.
Μάιος μήνας ήτανε, που ‘κανα το ρεσάλτο,
στο νου το λόγιαζα καιρό κι ωρίμασε το… σάλτο.
Λίαν πρωί αρχίσαμε, από την Κουτσουνάρα,
με καταγάλαν’ ουρανό, δίχως βροχής αντάρα.
Με όρεξη βαδίζαμε, παρά την ανηφόρα
κι είχαμε φτάσει αψηλά, τσ’ Ανατολής την ώρα.
Πλέγματα συναντήσαμε, που κλείναν βοσκοτόπους,
με κόπο προχωρούσαμε, σε δασωμένους τόπους.
Σαν φτάσαμε μεσόπλαγα, βγήκαμε λιβαδάκι,
όπου σταλίζανε τα ζα, του γέρω Χαλκιαδάκη.
Πλατάνια μα και καστανιές, ήτανε στο σημείο,
γι’ αυτό και σταματήσαμε, να κάνουμε… ταμείο.
Εκεί εκολατσίσαμε, με όρεξη το γιόμα
που ‘χαμε στο σακκούλι μας και το θυμούμ’ ακόμα.
Παρά την όποια κούραση, αποφασίσαμ’ όλοι,
ν’ ανέβουμε ψηλότερα, μ’ αλλάξανε οι ρόλοι.
Όσ’ είχαν αντοχές πολλές, μπήκαν μπροστά ‘πό τσ’ άλλους
αν και κουζουλοκόπελα, κάνανε τσι δασκάλους.
Εγώ σαν μεγαλύτερος, ακολουθούσα πίσω,
τους ορειβάτες να μετρώ, κανένα μην αφήσω.
Σε μία ώρα είχαμε, την κορυφή πατήσει,
με πλήρη ορατότητα, σ’ Ανατολή και Δύση.
Ανάμεσα σε δυο χωριά, Βλάτος και Συρικάρι,
βρεθήκαμε προτού καλά, το πάρουμε χαμπάρι.
Αφού ξεκουραστήκαμε, επήραμε το δρόμο,
εκείνο της επιστροφής, μ’ άδειο τσαρδί στον ώμο.
Περάσαμ’ ένα διάσελο κι από βοσκών δρομάκους
και στη ψηλότερ’ ήρθαμε, τη γειτονιά του Βλάτους.
Και ύστερα βαδίζοντας, πάντα σε κατηφόρα,
γυρίσαμε στη βάση μας, στις έντεκα η ώρα.
Μπορεί να επεράσανε, είκοσι πέντε χρόνια,
όμως η βόλτα μας αυτή, στη μνήμη μέν’ αιώνια.
Κι αφού τυχαίως βρέθηκα, στην υστεριά ριμάτος,
υπογραφή Νιαχωριανός, βάζω από το Βλάτος.