«Είμαι έτοιμος να πεθάνω για την ελευθερία των παιδιών μου».
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας
Ρίχνω μια ματιά στην τηλεόραση μου και με τρόμο διαπιστώνω ότι η Ρωσία έκανε επίθεση εναντίον της Ουκρανίας με όσα μέσα διέθετε. Πάγωσα εντελώς βλέποντας την εικόνα αυτή και αυτόματα ξεπήδησαν μνήμες από το παρελθόν θυμίζοτας την επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας.
Ο φόβος που νιώθαμε τότε και αυτά που υποφέραμε, τα δάκρυα που χύναμε δεν περιγράφονται με λόγια. Μπορώ όμως με λίγα λόγια να σας δώσω μια εικόνα της εποχής.
Το 1940 η οικογένεια μου είχε δυο παιδιά – την αδερφή μου την Γεωργία η οποία πέθανε το 2020 πλήρης ημερών, και εμένα (η μητέρα μου ήταν έγκυος την μικρή μου αδερφη). Όταν γεννήθηκε η μικρή μου αδερφή μας έδωσε μεγάλη χαρά γιατί ήταν ένα όμορφο χαριτωμένο μωρό, μια σωστή κουκλίτσα.
Το μωρό έπρεπε να βαφτιστεί. Ο πατέρας μου βρήκε ένα κουμπάρο και αποφάσισαν να δώσουν στο παιδί «ΚαλληΝίκη». Ο παπάς όταν άκουσε το όνομα, είπε ότι δεν νομίζω ότι το δέχεται η εκκλησία.
Είχαν μαζευτεί πολλοί χωρικοί για την βάφτιση. Ο παπάς ξαφνικά βούτηξε το παιδί από την αγκαλιά της μητέρας μου, και ενώ το βούταγε στην κολυμπήθρα κοίταξε τον κόσμο που είχαν μείνει αμίλητοι και με δυνατή φωνή είπε «Βαφτίζεται η δούλη του Θεού Καλληνίκη»
Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτά τον ιερέα. Η αδερφή μου δεν κράτησε το όνομα Καλλή διότι δυσκολευόταν να προφέρει δύο ονόματα και κράτησε μόνο το Νίκη.
Όταν η κόρη της Κωνσταντίνα θα βάφτιζε το ένα της κορίτσι, της είπε «Μητέρα θα το βγάλω Καλληνίκη.»
Αυτό έδωσε μεγάλη χαρά στην γιαγιά, και το κορίτσι διατήρησε το όνομα αυτό μεχρι σήμερα.
Μία μέρα, το μωρό μας έκλαιγε πάρα πολύ. Ότι και αν της κάναμε δεν σταματούσε το κλάμα. Τότε ρώτησα την μητέρα μου, «Γιατί κλαίει το μωρο;» και η μητέρα μου απάντησε.. «Απλά γιατί πεινάει»
Μου έδωσε ένα συγκλάκι και μου είπε να πάω στην θεία Αφροδίτη να μου δώσει λίγο γάλα για το μωρό.
Τρέχοντας πήρα το συγκλάκι και πήγα για το σπίτι μου. Σκόνταψα όμως στον δρόμο και το γάλα χύθηκε. Πήγα στην μητέρα μου με κλάματα και η μητέρα μου, μου είπε «Μην στεναχωριέσαι παιδί μου, θα τα βολέψω.»
Πήρε το συγκλάκι, έβαλε μισό ποτήρι νερό, το ανακάτεψε πολύ καλά και το νερό έγινε λίγο άσπρο σαν γάλα. Το έδωσε στο μωρό, το ήπιε και αποκοιμήθηκε.
Ο πατέρας μου έπρεπε να ταΐσει πέντε γυναίκες που είχε στο σπίτι. Ήταν δύσκολο αλλα προσπαθούσε να μας έχει όλες ευχαριστημένες.
Στις πέντε η ώρα το πρωί τα ξημερώματα μιας ημέρας, ακούσαμε έναν περίεργο θόρυβο στον ουρανό. Τρέξαμε έξω και κοιτώντας ψηλά είδαμε ότι ο ουρανός είχε καλυφθεί εντελώς με γερμανικά αεροπλάνα με Γερμανούς στρατιώτες που έπεφταν με αλεξίπτωτο κάτω στην πεδιάδα.
Ο πατέρας μου καθώς και όλοι οι άνδρες του χωριού, οπλίστηκαν με ότι μέσο έιχαν όπλα, τσεκούρια, μπαλτάδες, τσάπες, καδρόνια και μεγάλες πέτρες και έτρεξαν στην πεδιάδα να αντιμετωπίσουν τον εχθρό.
Έγινε μια μάχη σώμα με σώμα. Οι Γερμανοί δεν περίμεναν την αντίδραση των Κρητικών και σκοτώθηκαν όλοι χωρίς να πάθει τίποτε κανένας δικός μας.
Στο επόμενο διάστημα υπήρχε μια δύσκολη περίοδος διότι τα πράγματα είχαν σκληρύνει πάρα πολύ. Η παρουσία των Γερμανών ήταν καθημερινή στο χωριό.
Ερχόντουσαν και μας τρομοκρατούσαν και έκαναν έρευνες στα σπίτια και δυστυχώς οι Γερμανοί άρπαζαν ότι πολύτιμο έβρισκαν από κάθε σπίτι μέχρι και τις προίκες των κοριτσιών.
Όλα αυτά τα λάφυρα τα στοίβαζαν σε μια σπηλιά στο Γκιώνα και περίμεναν την ευκαιρία να τα στείλουν στην Γερμανία.
Οι άνθρωποι του χωριού μου όπως και όλοι οι άντρες της Κρήτης κατάλαβαν ότι ήταν δύσκολο να συνεχίσουν να πολεμάνε την υπερδύναμη και σκέφτηκαν ότι πρέπει να αντισταθούν στους Γερμανούς χρησιμοποιώντας κλεφτοπόλεμο και σαμποτάζ.
Σιγά σιγά πέρασε ο καιρός και φτάσαμε στο 1943 και τότε είχαμε τα πιο δυσάρεστα γεγονότα. Οι άνδρες είχαν ένα ορμητήριο στο χωριό και απο εκεί σχεδίαζαν με ποιο τρόπο θα χτυπόυσαν τους Γερμανούς.
Σε ένα σαμποτάζ κατάφεραν οι Κρήτες να εξολοθρεύσουν μια αυτοκινητοπομπή των Γερμανών. Οι Γερμανοί θύμωσαν τόσο πολύ που δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους αυτήν την προσβολή.
Όποτε ερχόταν οι Γερμανοί με τα αυτοκίνητα, επειδή το χωριό ηταν στις παρυφές του βουνού, έβλεπα οτι ερχόντουσαν, χτυπούσα την καμπάνα και έτσι προλάβαιναν να κρυφτούν στις σπηλιές τις απέναντι χαλέπας.
Μάλιστα έκοβαν κλαδιά και έβαζαν στην είσοδο των σπηλιών να μην φαίνονται.
Αν και οι Γερμανοί πολύ δύσκολα έφταναν στις σπηλιές διότι έπρεπε να περάσουν απο τα κατσάβραχα.
Ένα πρωί ήρθαν ξανά οι Γερμανοί με ένα διερμηνέα. Μας συγκέντρωσε όλους στο περίβολο της εκκλησίας, ως συνήθως, και είπαν οτι δεν επρόκειτο να δεχθούν την προσβολή που τους έγινε απο τους Έλληνες και γι’ αυτό αποφάσισαν να ανατινάξουν ενα σπίτι από το χωριό μας.
Το σπίτι μας ήταν το κεντρικότερο σπίτι δίπλα στην εκκλησία. Ο διερμηνέας έδειξε το σπίτι μας, και μας είπε οτι έχουμε δέκα λεπτά χρόνο να βγάλουμε κάποια πράγματα απο το σπίτι διότι θα το ανατίναζαν στον αέρα.
Δεν ήταν εκεί ο πατέρας μου διότι ήταν στο Μάλεμε, που τους έπερναν οι Γερμανοί κατα ομάδες για να φτιάξουν ενα αεροδρόμιο. Οι δυο τρεις συγχωριανοί που ήταν μαζί μας, έτρεξαν και έβγαλαν έξω μια πολύ κομψή σιφουνιέρα – προίκα της μάνας μου – και μια ραπτομηχανή.
Οι Γερμανοί, που εργαζόταν πυρετωδώς, έσκαψαν τους εξωτερικούς τοίχους του σπτιού και τοποθέτησαν φυτίλια και δυναμίτες.
Πριν ανάψουν τον δυναμίτη, έδωσαν εντολή να απομακρυνθούν όλοι οι κάτοικοι.
Η μητέρα μου, με τα τρία παιδιά της και την κουνιάδα της, πήγαν στο σπίτι μιας θείας μου κλαίγοντας και σπαράζοντας και μολις μπήκαν μέσα, οι Γερμανοί άναψαν το φιτίλι και ζωσμένο όπως ήταν το σπίτι, ανατινάχτηκε στον αέρα.
Δεν μπορώ να περιγράψω τον πανικό και τα αισθήματα που ένιωσα τότε και διαρκώς έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα των αντικειμένων που εκτινάχθηκαν στον αέρα όπως τα πυθάρια με το κρασί και το λάδι που επειδή ηταν κατηφόρα κυλούσαν στην πεδιάδα.
Όταν ο πατέρας μου έμαθε οτι ανατίναξαν ένα σπίτι στο χωριό, σκέφτηκε μήπως ήταν το δικό μας και έφυγε κρυφά απο το Μάλεμε και ήρθε στο χωριό.
Τον υποδεχθήκαμε με κλάματα και βογκητά όμως ο πατέρας μου, μας πήρε στα ερείπια, μας αγκάλιασε και τις πέντε σε μια πελώρια αγκαλιά και μας είπε.
«Μην στεναχωριέστε, μπορεί να μας χάλασαν το σπίτι αλλά εγώ θα προσπαθήσω να σας φτιάξω ένα καλύτερο και μεγαλύτερο σπίτι.
Το βράδυ μόλις έπεσε το σούρουπο έφυγε με τα πόδια και περπατούσε όλη την νύχτα και γύρισε πίσω για να μην τον ανακαλύψουν οτι έλειπε.
Μείναμε λοιπόν χωρίς σπίτι και δεν μπορούσαμε ούτε ενα πραγματάκι να πάρουμε διότι όλα είχαν γίνει κομμάτια κάτω απο τους σουβάδες, τις πέτρες και τα ξύλα.
¨Ενας συγχωριανός μου, άδειασε μια αποθήκη που είχε με άχυρα και μας την παραχώρησε για να πάμε να μείνουμε.
Δεν είχαμε ούτε ρούχα ούτε φαγητό. Μας είχε μείνει μόνο η στεναχώρια και ο πόνος.
Μετά απο ένα μήνα περίπου πλησιάζε το Πάσχα. Και τότε λάβαμε μια πολύ δυσάρεστη είδηση. Μεγάλη εβδομάδα ειδοποίησαν την μητέρα μου να πάει οπωσδήποτε στο Μάλεμε διότι ο πατέρας μου είχε τραυματιστεί βαριά.
Η μητέρα μου δεν μπορούσε να πάει μόνη της γι’ αυτό την συνόδευσε ο αδερφός της ο Καστανογιώργης απο την Κερά και ο Κοκοτσάκης ο Λευτέρης απο το Δραπανιά που είχε παντρευτεί την αδερφή του πατέρα μου.
Όταν έφτασαν στο Μάλεμε, τους παρέπεμψαν σε ενα γραφείο τελετών και τους έδειξαν ενα φέρετρο που είχαν τοποθετήσει τον πατέρα μου που είχε σκοτωθεί σε ενα ατύχημα με ένα αεροπλάνο που πήρε φωτιά στο έδαφος και ο πατέρας μου κάηκε ολόκληρος.
Επειδή ήταν πολύ άσχημη είκονα, οι Γερμανοί κάρφωσαν το φέρετρο και δεν τους επέτρεψαν να το δουν. Έφεραν το φέρετρο στο χωριό και έγινε η κηδεία.
‘Ολο το χωριό ήταν πικραμένο και αμίλητο για τα γεγονότα αυτά αλλά εγώ που αγαπούσα τόσο πολύ τον πατέρα μου, έκλαιγα μέρα νύχτα. Δεν έτρωγα και έφευγα κρυφά την νύχτα και πήγαινα και καθόμουνα στο μνήμα του.
Παρέλειψα να σας πω, οτι στο χωριό πρώτη φορά έβλεπα φέρετρο, γιατί πάντα στην εκκλησία υπήρχαν κάτι σανίδια που τα ονόμαζαν κρέβατο, και όποιος πέθαινε τον έβαζαν εκεί και τον έφερναν στην εκκλησία να τον θάψουν.
Η κατάσταση η δική μου είχε χειροτερέψει. Είχα αδυνατίσει και έκλαιγα συνέχεια. Η μητέρα μου, με έστειλε στα Χανιά σε ένα θείο μου αλλά εγώ δεν συνήλθα και όταν ήρθε ένας απο το χωριό στα Χανιά και με είδε γύρισε και είπε στην μητέρα μου, «Πάρε το κορίτσι από τα Χανιά γιατί θα πεθάνει στην κατάσταση που την είδα.»
Ήρθα λοιπόν πίσω στο χωριό, έμεινα δυο μέρες και μετά με πήρε ο θείος μου ο Καστανογιώργης στην Κερά, παρόλο που είχε μεγάλη οικογένεια και πολλά παιδιά, με φρόντισαν και με περιποιήθηκαν πολυ καλά.
Η γυναίκα του, η Χρυσούλα, με τάϊζε, μου μίλαγε και μια φορά με είδε που κούτσαινα και με ρώτησε «Τι έχεις; Γιατι κουτσαίνεις; Για να το δω» μου είπε.
Φυσικά ήμουν ξυπόλιτη γιατί δεν υπήρχαν παπούτσια. Η θεία μου όταν κοίταξε το πόδι μου, στεναχωρήθηκε γιατί είχα ένα μεγάλο πρήξιμο στην φτέρνα μου.
Πήρε λοιπόν μια σακοράφα, τρύπησε το πόδι μου και πετάχτηκε πύον και αίμα.
Το φρόντισε πολύ και για να σταματήσω το κλάμα βρήκε κάτι κουρέλια και μου έφτιαξε μια κουκλίτσα και της έβαλε και ένα κόκκινο μαντηλάκι.
Μου την έδωσε και μου είπε «Πάρε, είναι δική σου αυτή η κούκλα.»
Γύρισα στο χωριό μου και η κατάσταση ήταν χειρότερη από ότι την είχα αφήσει.
Στα Χανιά υπήρχε μεγάλη πείνα γιατί δεν είχαν τρόφιμα. Πολλοί πέθαιναν απο την πείνα και άλλοι ήρθαν στα χωριά σε συγγενείς τους για να έχουν κάτι να φάνε.
Μεταξύ αυτών που ήρθαν ήταν και η Αλισάβω, η οποία είχε μαζί της κάτι χαρτιά σαν ταυτότητα. Οι Γερμανοί, έκαναν έλεχγο παντού, δεν μπορούσε κανείς να πάει πουθενά, ούτε στο Καστέλι ούτε στα Χανιά.
Είδαν λοιπόν οτι η Αλισάβω, κρατώντας το χαρτί και ενώ δεν ήξεραν Ελληνικά νόμιζαν οτι ήταν κανονική ταυτότητα και την άφηναν να περάσει από τους ελέγχους.
Η μητέρα μου είπε στην Αλισάβω να της φέρει μαύρη μπογιά και κάτι μαύρα μαντήλια απο το Καστέλι. Τι τα ήθελε η μάνα μου;
Τα μαντήλια ήταν τετράγωνα, βαμβακερά με αραιή ύφανση και συνήθιζαν στα χωριά να τα βάζουν στο κεφάλι τους όταν είχαν χάσει ένα δικό τους άνθρωπο.
Η μητέρα μου έβαλε ένα τσεμπέρι και από ένα τσεμπέρι έβαλε σε μένα και στη μεγάλη μου αδερφή, και μας το έδεσε κάτω απο το πηγούνι.
Έβαψε τα ρούχα μας μαύρα και τους τοίχους της αποθήκης που μέναμε, απο πάνω μεχρι κάτω.
Είμαστε ξυπόλιτα γιατί δεν είχαμε παπούτσια και πηγαίναμε στο Σφακοπηγάδι στο σχολείο και πολλές φορές γυρνάγαμε μούσκεμα γιατί έβρεχε και δεν είχαμε παλτό ή ζακέτα.
Ένας θείος μου, μας έφερε μερικά ψάρια. Η μητέρα μου τα τηγάνισε και κράτησε λίγα, να τα πάρουμε την άλλη μέρα στο σχολείο το οποίο λειτουργούσε πρωί απόγευμα.
Τρώγαμε πίσω από το σχολείο σε ένα χωράφι. Απλώναμε τις πετσέτες μας χάμω και τρώγαμε.
Εγώ με την αδερφή μου, φάγαμε τα ψαράκια που μας είχε δώσει η μητέρα μου, αλλά τα κεφάλια τα πετάξαμε δίπλα.
Μπήκαμε στην τάξη. Εγώ δεν είχα χορτάσει και πείναγα πάρα πολύ, έτσι ζήτησα απο τη δασκάλα να βγω έξω και έτρεξα στο σημείο που είχα πετάξει τις ψαροκεφαλές να τις βρω για να τις φάω, αλλά δυστυχώς, μια γάτα με πρόλαβε και δεν βρήκα τίποτε.
Σιγά σιγά βοήθησαν οι θείοι μου και φτιάχτηκε το γκρεμισμένο σπίτι μας.
Οι Γερμανοί είχαν συλλάβει ενα θείο μας με παραδοσιακή κρητική φορεσιά τον έφεραν στη εκκλησία που ήταν μαζεμένο όλο το χωριό και τον σκότωσαν με το πολυβόλο που κομμάτιασε το σώμα του.
Ο θείος μου είχε ενα γιο γύρω στα 20,τον Γιάννη, που σε ένα μπλόκο τον έπιασαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν στη Γερμανία, και απο εκεί στο Άουσβιτς.
Δεν τον έβαλαν σε φούρνο όπως έκαναν με τους Εβραίους αλλά σε ενα χώρο όπου είχαν σανίδες και έδεναν τους ανθρώπους ανάσκελα και έπαιρναν ξυράφια και χάραζαν τις πατούσες και μετά έπαιρναν αλάτι και το έβαζαν στις χαρακιές και στις πληγές.
Τα βογκητά των ανθρώπων ακουγόταν απο μακριά απο τους πόνους και πολλοί, μάλλον οι περισσότεροι πέθαναν.
Ο ξάδερφος μου κατάφερε, δεν ξέρω με ποιό τρόπο και επέστεψε στο χωριό.
Είχε πάρα πολλά να μας διηγηθεί αλλά δεν τα θυμάμαι.
Η μεγάλη μου αδερφή, ηταν 17 ετών και η μητέρα μου σκέφτηκε αν έβρισκε κανένα καλό παιδί να την πάντρευε να έχουμε ένα άντρα μέσα στην οικογένεια.
Πράγματι, η αδερφή μου αρραβωνιάστηκε κι έγινε ο γάμος στην πάνω αυλή. Την τελετή την έκανε ο ιερέας Παναγιώτης Σημανδηράκης απο την Κερά και κουμπάρος ήταν ο αδερφός του, ο Μιχάλης Σημανδηράκης, ο οποίος ήταν απο την Μαλάθυρο και σε μια επιδρομή των Γερμανών, συγκέντρωσαν όλους τους ανθρώπους τους χωριού και τους σκότωσαν όλους οι οποίοι είχαν πέσει μπρούμυτα στην αυλή και με τα όπλα τους οι Γερμανοί πέρναγαν και τους έριχναν μια χαριστική βολή.
Ο Μιχαλης κατάφερε και έμεινε ακίνητος και οι Γερμανοί νόμιζαν οτι ήταν σκοτωμένος και έτσι γλίτωσε.
Επίσης να σας πω οτι στη θεία μου την Ειρήνη παρουσιάστηκε ένα καλό παιδί απο τα Περβολάκια και τη ζήτησε σε γάμο.
Η θεία μου δεν ήθελε να παντρευτεί χωρίς νυφικό και τότε η μητέρα μου της είπε «Μη στεναχωριέσαι.»
Της είχε φέρει κάποιος απο το χωριό κομμάτια απο ένα αλεξίπτωτο των Γερμανών που η μητέρα μου τα έπλυνε πολλές φορές με αποτέλεσμα να φύγει το λαδί χρώμα και να γίνουν κάτασπρα.
Τα πήγε στην μοδίστρα του χωριού την Μαρία την Κυνηγαλάκη. Ο γάμος έγινε και εκείνη πήγε στο σπίτι της στα Περβολάκια.
Παντρεύτηκε και η αδερφή μου και εγώ που τελείωσα το δημοτικό, η μητέρα μου σκέφτηκε οτι έπρεπε να σπουδάσω να με στείλει στο γυμνάσιο.
Πήγε βρήκε ένα συγγενή μας, συμφώνησαν να πάω οικότροφη στο σπίτι του και τον πλήρωσε με ένα δοχείο λάδι.
Εγώ πήγα στο γυμνάσιο φορώντας το τσεμπέρι. Μπήκε μια φιλόλογος στη τάξη, η κυρία Πανηγυράκη, και είπε ποιά μαθήτρια θέλει να διαβάσει και εγώ σήκωσα το χέρι μου.
Άρχισα να λέω το μάθημα απ’ έξω. Το βιβλίο αρχαίων ήταν του Ζούκη. Η καθηγήτρια έκπληκτη απορούσε πως το έκανα αυτό και της είπα οτι αναγκαστικά το μάθαινα απ’έξω γιατί δεν είχα βιβλίο.
Αργότερα με κάλεσε στο γραφείο του ο γυμνασιάρχης.
Δεν ανέφερε τίποτα για τα μαθήματα απλά με ρώτησε γιατί φορούσα το τσεμπέρι και εγώ του είπα λόγω πένθους.
Τότε εκείνος με πλησίασε, μου το έβγαλε και μου είπε
«Δεν χρειάζεται να το φοράς πια……….»
Έζησα την Γερμανίκη κατοχή στην παιδική μου ηλικία με πόνο και με δάκρυα. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι το 2022 θα υπήρχε πόλεμος.
Η Ρωσία έκανε επίθεση στην Ουκρανία και ο πρόεδρος της Ρωσίας γράφτηκε σε μια μαύρη σελίδα που είχαν γραφτεί τα ονόματα του Νέρωνα που πήρε αναμμένους δαυλούς και έκαψε την Ρώμη, του Τούρκου που σούβλισε ζωντανό τον Αθανάσιο Διάκο, και των Γερμανών που σε πυρρακτωμένους φούρνους έψηναν τους Εβραίους.
Θεέ μου, πώς μπορούμε να αντέξουμε το ολοκαύτωμα της Ουκρανίας;;
Οι άνθρωποι χρειάζονται ηρεμία, ειρήνη και ησυχία. Η ανθρωπότητα ας κάνει μια προσευχή να τελειώσει ο πόλεμος και να πορευτούμε εν ειρήνη.
Το παρόν γράφτηκε με την συνεργασία της καλής μου φίλης Μ.Κ που ανέχτηκε τις διακοπές που έκανα και με καλοσύνη, με αγάπη και υπομονή το ολοκλήρωσε. Την ευχαριστώ πολύ.
Το κείμενο σας αλλά και η περιγραφή σας ζωντάνεψαν την γερμανική κατοχή και τα βάσανα που υπέστησαν τότε οι συμπατριώτες μας!
Ας ευχηθούμε η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία να τελειώσει σύντομα και να μην ζήσει ο κόσμος καταστάσεις ανάλογες με αυτές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου!
Να είστε καλά!