«∆εῦτε πιστοί, τὸ ζωοποιὸν ξύλον προσκυνήσωµεν, ἐν ᾧ Χριστὸς ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης, ἑκουσίως χεῖρας ἐκτείνας, ὕψωσεν ἡµᾶς εἰς τὴν ἀρχαίαν µακαριότητα, οὕς πρὶν ὁ ἐχθρός, δι ἡδονῆς συλήσας, ἐξορίστους Θεοῦ πεποίηκε» (ιδιόµελο της εορτής, ψαλλόµενο εν όσω προσκυνείται ο υψωµένος Σταυρός).
Σήµερον σύµπασα η οικουµένη κλίνει γόνυ καρδίας και σώµατος µπροστά στον Ζωηφόρο Σταυρό του Αναστάντος Κυρίου µας και αναπέµπει, εν µέσω της σηµερινής παγκόσµιας πτώσης, ικευτικά και σιωπηλά παράκληση
«Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἡµᾶς τῇ δυνάµει Σου».
Σήµερον, υψώνεται ο Σταυρός και συνανυψώνεται, για να προγευθεί το φως της ανάστασης, η ανθρωπότητα, που έχει βυθιστεί στον λήθαργο της αµαρτίας και της αδιαφορίας απέναντι στο Θεό και τον συνάνθρωπο. Υψώνεται ο Σταυρός, η κτίση φωταγωγείται και αγιάζεται, ενώ το σκοτάδι του πονηρού, εχθρού του ανθρώπου, διαλύεται. Υψώνεται ο Σταυρός και η κάτω Εκκλησία, ως µια ψυχή και ένα σώµα, ψάλλει «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦµεν ∆έσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζοµεν».
Η Παγκόσµια Ύψωση του Τιµίου Σταυρού αποτελεί έναν σπουδαίο εορτολογικό σταθµό του εκκλησιαστικού µας έτους. Στις 14 Σεπτεµβρίου εκάστου έτους σύµπασα η Ορθοδοξία, τιµά τον Σταυρό του Κυρίου µας, Ιησού Χριστού, που είναι γι’ αυτήν το «καύχηµά» Της και η «δόξα» Της.
Η γιορτή είναι αρχαιοτάτη και συµπεριλαµβάνεται στις ∆εσποτικές εορτές, εκείνες, δηλαδή, που είναι αφιερωµένες στον ∆εσπότη Χριστό ενώ συνδέεται άµεσα και µε µεγάλα ιστορικά γεγονότα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό έχει συγχρόνως και πανηγυρικό χαρακτήρα. Τιµάται, όµως, µε αυστηρή νηστεία, όπως η Μεγάλη Παρασκευή. Εξάλλου και το Ευαγγέλιο, που διαβάζεται στη Θεία Λειτουργία την κυριώνηµο ηµέρα της Υψώσεως, είναι το ίδιο µε εκείνο της Μεγάλης Παρασκευής.
Πηγές της εκκλησιαστικής µας ιστορίας αναφέρουν ότι η εορτή της Παγκόσµιας Ύψωσης είχε καθιερωθεί από τα αρχαία χρόνια. Ίσως µάλιστα να είχε καθιερωθεί και από τον Μέγα Κωνσταντίνο, κατά προτροπή προφανώς της µητέρας του Αγίας Ελένης, αµέσως µετά την εύρεση του Τιµίου Ξύλου στα Ιεροσόλυµα, γύρω στο 330 µ.Χ.
Οι ορθόδοξοι πιστοί τιµούµε µε ιδιαίτερο τρόπο την αγία ηµέρα της Υψώσεως του Σταυρού του Κυρίου µας. Ο Σταυρός του Κυρίου παραµένει µέτρο της αγάπης και της συγχώρεσης του Σωτήρος Χριστού, αλλά και σταθµός της δικής µας υποµονής, αγάπης και συγχώρεσης προς τον κάθε συνάνθρωπό µας.
Γνωρίζουµε πολύ καλά ότι η τιµή και η προσκύνηση του Σταυρού είναι προσκύνηση του Ίδιου του Εσταυρωµένου Λυτρωτή µας Χριστού και όχι ειδωλολατρική πράξη, όπως κακόβουλα µας κατηγορούν οι ποικιλώνυµοι αιρετικοί. Ο Σταυρός του Κυρίου µας είναι το καύχηµά µας, το νικηφόρο λάβαρο κατά του µεγαλύτερου εχθρού µας, του διαβόλου, το αήττητο όπλο κατά του πολυπρόσωπου κακού.
Με την καθιέρωση της εορτής της Παγκοσµίου Υψώσεως του Τιµίου Σταυρού διαιωνίζεται στο διηνεκές η επαλήθευση του ψαλµικού στίχου «ὑψωθήσοµαι ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὑψωθήσοµαι ἐν τῇ γῇ» (45ος ψαλµ. εδ. 11). Και πράγµατι υψώθηκε ο Ιησούς Χριστός, διότι σταυρώθηκε σε µέρος υψηλόν και επηρµένον, ώστε να είναι ορατός από όλο το πλήθος των ανθρώπων.
Ιστορική προσέγγιση της γιορτής
Η Αγία Ελένη αναζήτησε τον Τίµιο του Κυρίου Σταυρό και µε την βοήθεια του Κυρίου τον βρήκε παραχωµένο µέσα στη γη ανέσυρε τρεις σταυρούς και απορία όλων ήταν ποιος ήταν ο Σταυρός του Κυρίου.
Ο Πατριάρχης Μακάριος έδωσε την λύση: πλησίασε µε τους τρεις σταυρούς το φέρετρο µιας νεκρής γυναίκας.
Μόλις ακούµπησε πάνω της το Τίµιο Ξύλο εκείνη ανεστήθη. Έτσι, στο σηµείο ανακάλυψης του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου ανηγέρθη ο Ναός της Αναστάσεως, όπου, όταν ολοκληρώθηκε, έγιναν µε κάθε λαµπρότητα τα εγκαίνιά του στις 14 Σεπτεµβρίου του 336 µ.Χ.
Εκείνη την ηµέρα, επειδή το πλήθος του λαού ήταν πολύ, ο Πατριάρχης ανέβηκε στον άµβωνα του, που ήταν στη µέση του Ναού, και ύψωσε το Τίµιο Ξύλο για να δουν όλοι και να προσκυνήσουν τον Τίµιο του Κυρίου Σταυρό.
Τότε οι πιστοί προσκυνούσαν κράζοντας «Κύριε ελέησον». Αυτή ουσιαστικά ήταν και η δεύτερη Ύψωση.
Έκτοτε καθιερώθηκε η εορτή της Υψώσεως του Τιµίου Σταυρού και η Εκκλησία µας στη µέση του Ναού υψώνει τον Σταυρό ψάλλοντας «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου…» και οµολογώντας ότι ο Χριστός επί του Σταυρού «ἥπλωσας τὰς παλάµας, καὶ ἥνωσας τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα».
Πάνω στον Σταυρό το προαιώνιο χάσµα γεφυρώθηκε, η απροσµέτρητη απόσταση εκµηδενίστηκε ενώνοντας τη γη µε τον ουρανό, τον άνθρωπο µε τον Θεό, για την µετάβαση σε Αυτόν.
Το µεγαλύτερο τµήµα του Τιµίου Σταυρού πού υπάρχει σήµερα στον κόσµο βρίσκεται στην Μονή Ξηροποτάµου, του Αγίου Όρους! Στο κάτω µέρος διακρίνεται επιχρυσωµένη οπή στην οποία υπήρχε ένα από τα καρφιά της Σταυρώσεως ! Η γνησιότητα όµως και του πιο ελάχιστου τεµαχίου Τιµίου ξύλου ( έστω και µίας σκλήθρας ξύλου) φαίνεται και από το εξής: Είναι το µόνο ξύλο πού δεν στέκεται στην επιφάνεια του νερού όπως όλα τα ξύλα πού ξέρουµε, αλλά πάει και βουλιάζει σαν µολύβι στον πάτο ( πχ. µέσα σ΄ ένα ποτήρι νερό ), αντίθετα µε τους Νόµους της βαρύτητας και του Ειδικού βάρους Στερεών σωµάτων!
O Σταυρός έχει πολύ µεγάλη δύναµη, γιατί πάνω σ’ αυτόν καρφώθηκε το πανάγιο Σώµα του Χριστού και χύθηκε το Αίµα Tου για τη σωτηρία όλου του κόσµου. Με τον Σταυρό ο Χριστός ξεγέλασε, νίκησε και ντρόπιασε το διάβολο, ο οποίος νόµισε ότι νίκησε, θανάτωσε κι εξαφάνισε τον Χριστό. Γι’ αυτό και δεν αντέχει να βλέπει αυτό το ιερό σύµβολο· φεύγει µακριά. Ας µη ντρεπόµαστε λοιπόν να κάνουµε τον σταυρό µας ΣΩΣΤΑ… και µε ευλάβεια. Ας φοράµε επάνω µας σταυρό, όχι απαραίτητα χρυσό ή ασηµένιο. και, κυρίως, ας πιστεύουµε στη δύναµή Tου, στην παντοδυναµία του Χριστού.
Η Εκκλησία µας έχει καθιερώσει η Ύψωση του Σταυρού να γίνεται µε κλάδους βασιλικού, γιατί ήταν το φυτό που είχε φυτρώσει στο σηµείο εκείνο που εκρύπτετο ο Τίµιος Σταυρός.
«Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουµένης. Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας. Σταυρός, βασιλέων τὸ κραταίωµα. Σταυρός, πιστῶν τὸ στήριγµα. Σταυρός, ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιµόνων τὸ τραῦµα».