Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου, 2025

Η παλιά ντουλάπα…

Απομεινάρι μια άλλης εποχής, ζήτημα να την άνοιξα μια-δυο φορές, την παλιά ντουλάπα που’ στεκε, πελώρια και μυστήρια, στο σκοτεινό χώρο του ξενώνα, του πατρικού σπιτιού.
Αδύνατον να φτάσω τότε, τα ψηλά χερούλια της!
Κι όταν τα ‘φθασα, που δύναμη ή θάρρος να σύρω προς τα έξω τα βαριά, ξύλινα πορτάκια που μάγκωναν από πάντα, κι άνοιγαν μόνο μ’ ένα μακρόσυρτο γρύλισμα, ίδιο βογκητό πονεμένου ανθρώπου!
Στα επόμενα είκοσι χρόνια, μεταφέρθηκε στην κάμαρα των γονιών, κι όταν τη θέση της πήρε η εντοιχισμένη, πέρασε άλλα τόσα σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο…
Εκεί στέκει ακόμα!
Λίγο θαμπό το χρώμα της, σκουριασμένα τα πόμολα, μια-δυο χαρακιές ασπρίζουν πάνω στη καφετιά επιφάνειά της, εξακολουθεί να ξεχωρίζει ανάμεσα σ’ άλλα πράγματα, αχρησιμοποίητη πια, αλλά ακόμα γεμάτη…
Στάθηκα μπροστά της και τη κοίταζα.
Πενήντα χρόνια μετά, ήλθε πια η ώρα της…
Τράβηξα μ’ ευλάβεια τη λαβή του μεσαίου φύλλου. Γκρινιάρικα αποκολλήθηκε αυτό απ’ τη θέση του, αποκαλύπτοντας, σμιχτά το ένα κολλημένο σχεδόν πάνω στ’ άλλο, ρούχα…παλιά!
Απλώνω χέρι και τα ξεχωρίζω…
Πως βρέθηκε εδώ μέσα, εκείνο το μικροσκοπικό φουστάκι, τ’ αγαπημένο μου μίνι της…«εποχής των λουλουδιών»;
Τι ανέμελα χρόνια!
Πόσες προσδοκίες, μα και τι άγνοια, τι αφέλεια και νεανική απειρία…
Να κι εκείνη η κόκκινη, πολυφορεμένη, ανοιξιάτικη ζακέτα των πρώτων χρόνων του γάμου μου. Τότε που τα φορούσαμε όσο γινόταν πιο στενά, πιο στυλιζαρισμένα. Μικρές κυρίες του μεγάλου ετούτου κόσμου, του άγνωστού μας, μέχρι εκείνη τη στιγμή…
Παραδίπλα, στο άλλο φύλλο, τυλιγμένα σε νάιλον, πασπαλισμένα ναφθαλίνη, το βαρύ, παλιό πάπλωμα των γονιών, η καμπαρτίνα του πατέρα, δυο κουβέρτες απ’ την «προίκα» του συζύγου, και στον πάτο ν’ στενάζει απ’ το βάρος άλλων πραγμάτων, η πλεχτή χειροποίητη κουβέρτα με τους χονδρούς ρόμβους της γιαγιάς …
Στην εσωτερική πλευρά της πόρτας, ολόσωμος καθρέπτης.
Που και που κάποιος λεκές θαμπώνει το είδωλο που καθρεπτίζεται μέσα.
Εγώ είμαι…
Σα ν’ άλλαξα!
Κοιτώ με απορία -λες και βλέπω τον εαυτό μου για πρώτη φορά- τις λοξές ψιλές, ρυτίδες που σουρώνουν στα μάτια, τις χαρακιές γύρω απ’ τα χείλη, τις αντιπαθητικές πτυχώσεις του λαιμού …
Άρχισα πια να μοιάζω στη γιαγιά μου!
Κι αν έκανα χωρίστρα στη μέση, έβαζα το τσεμπέρι της και ντυνόμουν στα μαύρα, που φορούσε από τότε που τη θυμάμαι μικρό παιδί, θα ήμασταν τώρα, γιαγιά κι εγγονή, ολόιδιες…
Άλλαξα…
Όμως εδώ μέσα, τίποτ’ άλλο δεν έχει αλλάξει!
Κλείνω το πορτάκι.
Γρυλίζει αυτό παραπονιάρικα κι ύστερα μαγκώνει πάλι στη θέση του. Σειρά έχει τώρα το τρίτο μέρος. Αυτό με τα έξη συρτάρια τα γεμάτα πλήθος μικρά αντικείμενα χρήσης, άχρηστα πια!
Να ο σουγιάς του πάντα νέου -αγαπημένου αδελφού που μας άφησε στα είκοσι-τέσσερά του. Ο παλιός του κονδυλοφόρος κι η πετσέτα μπάνιου με τις ρίγες, που είχε συνοδεύσει όλες τις περιπετειώδεις εκδρομές των εφηβικών μας χρόνων. Πιο πέρα τα γυαλιά μου! Μεγάλα, εντυπωσιακά, με μια σακούλα πλαστικούς, πολύχρωμους κύκλους -τ’ ανταλλακτικά τους- που τους προσάρμοζες στην εσοχή, στον κύκλο του σκελετού για να ταιριάζουν μ’ ότι άλλο χρωματιστό φορούσες…
Εδώ είναι κι εκείνο το μπρελόκ που το’ χαμε όλοι το ίδιο, μπερδευόμασταν κι όλο μαλώναμε για τα κλειδιά, ένας φακός που τον θυμάμαι στο πατρικό μου από πάντα κι οι τέσσερεις κρίκοι για τις πετσέτες απ’ το πρώτο νοικοκυριό των γονιών…
Σα να συγκινήθηκα…
Έκλεισα και το τελευταίο συρτάρι.
Ο ξηρός ήχος του, του σκεβρωμένου ξύλου, ακόμα βουίζει στ’ αυτιά μου…
Μια ντουλάπα γεμάτη άψυχα πράγματα!
Αλλά πως μπορούν τ’ άψυχα αντικείμενα -εκείνα τα παλιά τα ξεχασμένα σε σκοροφαγωμένες ντουλάπες- να’ χουν τόση ζωή;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα