Τι είναι η Παλιά Πόλη, το Ενετικό λιμάνι, ο Φάρος, τα Νεώρια, ο Τοπανάς, η Ομβριακή, το Καστέλι χωρίς τους ανθρώπους τους; Ολους όσοι ζουν, εργάζονται, περιδιαβαίνουν, αναπνέουν μαζί με την πόλη και τα μνημεία της; Ανθρωποι που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ενηλικιώθηκαν στα στενά, που περνούν και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητας τους “μέσα στα τείχη” μιλούν για όλα αυτά που αγάπησαν…
Ο άνθρωπος του πολιτισμού
Δεν υπάρχει μέρα ή και νύχτα που δεν θα τον συναντήσεις να βολτάρει στα στενά της παλιάς πόλης ή στο παραλιακό μέτωπο του λιμανιού, με το ποδήλατο ή με τα πόδια. Ο Λευτέρης Μποτωνάκης, γνωστός στην τοπική κοινωνία για την σημαντική του πολιτισμική προσφορά (ΔΗΠΕΘΕΚ, “Αρένα” κ.ά.) είναι ένα από τα παιδιά του λιμανιού. «Γεννήθηκα στη Σπλάντζια αλλά το στέκι μας ήταν πάντα το λιμάνι. Εδώ “σβουρίζαμε” παιδιά, εδώ στα νιάτα μας και συνεχίζουμε. Τα καλοκαίρια κολυμπούσαμε στο “Καμαράκι”, παρότι απαγορευόταν και μας κυνηγούσαν οι λιμενικοί για να μας ρίξουν στο “μπαλαούρο”. Ήταν ωραίο και τότε το λιμάνι… Θυμάμαι τα επιβατηγά και τα εμπορικά να φέρνουν κόσμο και εμπορεύματα» μας λέει.
Μας δείχνει όλο το παραλιακό μέτωπο του λιμανιού, «όλα αυτά που βλέπεις τώρα και είναι μαγαζιά, ήταν αποθήκες τότε και μέσα στο λιμάνι ήταν πολλές μικρές βάρκες. Από μαγαζιά υπήρχαν τα μπουζούκια της Μαρίνας, δίπλα το “Κοντοσούβλι”, παραπέρα ο “Αλικαμπιώτης” και άλλα 2-3 καφενεία και ταβέρνες. Αυτό ήταν το λιμάνι».
Στα νεανικά χρόνια του συνομιλητή μας η πιάτσα των Χανιωτών, η πασαρέλα ήταν στου Μπόλαρη (σ.σ. η σημερινή Ηρ. Πολυτεχνείου). «Οι Χανιώτες κατεβαίνουν πιο πολύ στο λιμάνι μετά το ’70. Τότε ξεκίνησε ο τουρισμός και οι ίδιοι οι ξένοι μας “ξεστράβωσαν” για το τι έχουμε εδώ και πόσο μεγάλη αξία έχει το λιμάνι μας. Βέβαια τώρα είναι… “too much”, ίσως έχει παραγίνει το κακό με τις τέντες. Βέβαια ο καθένας κοιτάζει πώς θα έχει δουλειά και το Χειμώνα γιατί παλαιότερα δούλευαν μόνο το Καλοκαίρι. Εγιναν όμως πολλές επεμβάσεις και άλλαξε η φυσιογνωμία του» αναφέρει ο Λευτέρης.
Από τους ανθρώπους του λιμανιού που θυμάται έντονα ήταν ο Σαλής, ο θρυλικός μαύρος, μουσουλμάνος βαρκάρης που δεν είχε φύγει στην ανταλλαγή των πληθυσμών.
«Ο Σαλής δεν ξεχνιέται. Εμενε κάτω από το σημερινό καφέ “Ταράτσα”. Ηταν τόσο αγαπητός στην πόλη των Χανίων που είναι δύσκολο να περιγραφεί. Mιλάμε για άγιο άνθρωπο. Tον έφαγε το μαράζι γιατί στο ναυάγιο του “Ηράκλειον” είχαν χαθεί δύο “Κολομπιτάκια” και πίστευε πως αν ήταν και αυτός στο ναυάγιο, θα τα έσωνε! Ηταν απίστευτος κολυμβητής! Επεφτε στο λιμάνι από τα βραχάκια κάτω από τη σημαία και δεν ξέρω και εγώ πόσα μέτρα πήγαινε με την αναπνοή του! Ηταν πολύ σημαντική για μένα και για όλους όσοι τον γνωρίσαμε η παράσταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ. πριν από μερικά χρόνια για το Σαλή» τονίζει.
Οσο για ένα από τα συμβάντα που έζησε στο λιμάνι και θα του μείνουν για πάντα χαραγμένα στο μυαλό ήταν μία από τις μεγάλες καταστροφές που έπληξαν το λιμάνι στα τέλη της δεκαετίας του ’60. «Πρέπει να ήταν το ’67, ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα και γίνονταν ένας χορός στο Λιμενικό Περίπτερο και ήμασταν εκεί. Ερχεται ένα κύμα και πέφτει στις τζαμαρίες και φύγαμε για τη “Νεράιδα”. Ερχεται μετά εκεί μια παρέα και μας λέει ότι στο λιμάνι γίνεται ο χαμός. Πάρκαρα στην Πινακοθήκη και τα συντρίμμια η θάλασσα τα ανέβαζε μέχρι εκεί ψηλά. Μπορείς να το φανταστείς;»
Ο ψαράς
Ψαράς, από όταν γεννήθηκε! Ετσι θυμάται τη ζωή του ο Γιώργος Ξυδιάς, που πάντα από το Ενετικό Λιμάνι ξεκινούσε το μεροκάματο του για τον επιούσιο.
«Πάντα το λιμάνι ήταν το σημείο εκκίνησης όλων των ψαράδων της εποχής. Ηταν βέβαια και εμπορικό κέντρο. Υπήρχε η Σταφιδική εδώ, τα κίτρα, πολλά εμπορεύματα και πολλά εμπορικά σκάφη» είναι τα λόγια του.
Τον ρωτάμε για την πρώτη επαφή του με το υγρό στοιχείο. «Μικρό παιδί ακόμα πήγαινα με τον Νικολή τον Καραγιάννη που είχε μεγάλη βάρκα στο ψάρεμα με δίχτυα. Πώς πηγαίναμε; Με τα κουπιά… είχαμε και μηχανή αλλά όταν είχαμε μπονάτσα μας έλεγε ο καπετάνιος ότι ήταν χαλασμένη για να μην κάψει βενζίνη. Ετσι δούλευε το κουπί. Πηγαίναμε μέχρι και τον Σταυρό κάνοντας κουπί ή και παραπέρα! Ολα για το μεροκάματο, όπως όλος ο κόσμος. Δούλευαν πολλοί τότε στο Καρνάγιο που ήταν στο λιμάνι, άλλοι στην ΑΒΕΑ όπως ο πατέρας μου. Το πρωί κουβαλούσε πυρήνα, το βράδυ έκανε τον νυχτοφύλακα. Κάποια στιγμή ξεκίνησα να εργάζομαι ως ηλεκτρολόγος αλλά τη θάλασσα δεν την άφησα ποτέ. Το ψάρεμα ήταν και παραμένει η ζωή μου…» αφηγείται.
Από τα χαρακτηριστικά ψαρέματα του παρελθόντος ο κ. Γιώργος θυμάται το “βόλασμα”. «Είχαμε ένα δίχτυ καμιά 300αριά μέτρα μήκος και πηγαίναμε το βράδυ σε κάτι κολπάκια όταν είχε λίγο καιρό. Κλείναμε το κολπάκι με το δίχτυ και αρχίζαμε να πετάμε πέτρες σε αυτό να “βολάζουμε” και να κτυπάμε και τα κουπιά κάνοντας θόρυβο. Ετσι πιάναμε τα ψάρια, αυτά ήταν τα μέσα μας, έτσι κάναμε».
Η οικογένεια
Γέννημα θρέμμα της παλιάς πόλης ο Αλέκος Μιχαηλίδης και η αδελφή του Βασιλική, τους συναντάμε στο πατρικό τους στην οδό Γαμπά, στον Τοπανά μαζί με τη μητέρα τους Ελένη Μιχαηλίδη – Περουλάκη.
Η κα Ελένη μετακόμισε από την οδό Λιθινών στο Καστέλι, στον Τοπανά στα μέσα της δεκαετίας του ’50. «Νοικοκυρά τότε, να μεγαλώσω τρία παιδιά, στη συνέχεια έκανα και τέταρτο. Η καθημερινότητα μου ήταν η οικογένεια. Να ετοιμάσω τα παιδιά να πάνε στο σχολείο, να πλύνω, να καθαρίσω, να μαγειρέψω. Ευκολίες τότε δεν υπήρχαν. Μαγείρεμα στη γκαζιέρα… πού κουζίνες; Μπάνιο στις λεκάνες, μαγκάλι για τη θέρμανση. Αυτή ήταν η ζωή. Βέβαια εδώ στον δρόμο μας δεν μπορώ να πω ότι ζούσαν φτωχοί άνθρωποι. Ηταν για την εποχή ευκατάστατοι, με τις δουλειές τους όλοι, νοικοκυραίοι» θυμάται η κα Ελένη.
Ενα από τα χαρακτηριστικά της εποχής η αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των ανθρώπων και οι ισχυροί δεσμοί φιλίας. «Οι γυναίκες και οι άντρες κάθονταν και αποσπέριζαν στις αυλές των σπιτιών μπροστά στα σπίτια και εμείς τα παιδιά παίζαμε τριγύρω. Αν κάποιος είχε προβλήματα υπήρχε στήριξη από τη γειτονιά. Αν π.χ. κάποιος είχε οικονομικά προβλήματα, θα έβρισκε στην πόρτα του σπιτιού του τρόφιμα ή ρούχα. Ούτε αυτός που θα τα πρόσφερε θα το ανακοίνωνε, δεν θα το γνώριζε ούτε ο ωφελούμενος. Ετσι ήταν τα πράγματα τότε» λέει η κα Βασιλική.
Οταν λέμε για παιδιά στην παλιά πόλη, μιλάμε για αριθμούς… ρεκόρ. «Μπορεί να ήμασταν και 50 παιδιά στη γειτονιά! Μόνο στον Τοπανά. Λεφούσι ολόκληρο. Το παιγνίδι μας ήταν τα καπάκια με τις γαζόζες, τα χαρτιά με τα τσιγάρα, τα κάναμε αμάδες. Κάναμε τότε και τον πόλεμο με τα Νεοχωριτάκια. Μαζευόμασταν μεγάλες ομάδες και πηγαίναμε στην πλατεία κάτω από το Ξενία, στο χέρι, (σ.σ. πλατεία Τάλω σήμερα) που ήταν μόνο χώματα και παράγκες. Εκεί ήταν το πεδίο μάχης με ξύλα, καλάμια, πέτρες. Σπάζαμε κεφάλια, κυνηγιόμασταν στα στενά, μας κυνηγούσαν μετά οι μάνες μας. Επειτα εμείς βοηθούσαμε και την οικογένεια. Κάθε Κυριακή να πάμε τις λαμαρίνες με το φαγητό στο φούρνο του Λευτέρη στη Θεοτοκοπούλου. Ή να πουλήσουμε μπαλόνια ή κεράκια στο λιμάνι και στην Αγορά» είναι τα λόγια του Αλέκου.
Τέλη ’70 αρχές ’80 ήλθε η μεγάλη αλλαγή για τη γειτονιά με τον τουρισμό. Αρχισε όμως παράλληλα και η απομάκρυνση των μόνιμων παλιών κατοίκων. «Τα σπίτια έγιναν ενοικιαζόμενα και μετά ξενοδοχεία. Αν μου αρέσει αυτό; Να σου πω… Χάθηκε η παλιά γειτονιά» καταλήγει η κα Ελένη.
“Αποσπερίδα” ο πρώτος πολυχώρος στην Ελλάδα!
Δεν υπάρχει παλιός Χανιώτης που να μην θυμάται την “Αποσπερίδα”, τον πολυχώρο θρύλο που πρωτολειτούργησε το 1976 αλλά μια καταστροφική πυρκαγιά το 1988 έβαλε άδοξο τέλος στην πορεία του. Στο υπόγειο κουτούκι, στο ισόγειο τζάκι και μεζές, στον 1ο όροφο εστιατόριο, στο 2ο όροφο μπαρ-καφέ! Ενας πολυχώρος πολύ προχωρημένος για την εποχή. Ο Γιάννης Ναναδάκης που μαζί με τον Αντώνη Καμηλάκη ξεκίνησαν το κατάστημα, θυμάται…
«Από το 1962 ξεκίνησα να μένω στην παλιά πόλη, στην Κονδυλάκη. Αλλαξα 4-5 σπίτια έκτοτε, και μπάρκαρα για μερικά χρόνια στο εμπορικό ναυτικό. Οταν επέστρεψα μόνιμα δραστηριοποιήθηκα επαγγελματικά ανοίγοντας μαγαζιά. Βέβαια τότε η παλιά πόλη δεν είχε καμία σχέση με σήμερα. Οταν είχα έλθει πρώτη φορά για να πάρω σπίτι, τρόμαξα. Πολυμελείς οικογένειες σε λίγα τετραγωνικά, καλοί άνθρωποι μεν αλλά η κατάσταση ήταν δράμα. Σήμερα η Ζαμπελίου και η Κονδυλάκη είναι από τους καλύτερους δρόμους των Χανίων, τότε το τοπίο ήταν σαν βομβαρδισμένο. H “Αποσπερίδα” ήταν το πρώτο μαγαζί που θύμισε στον κόσμο ότι υπάρχει μια μεσαιωνική, παλιά πόλη με μεγάλη αξία. Μέχρι τα μέσα του ’70, σκοτάδι παντού, πεζοδρόμια δεν υπήρχαν. Ηταν η “λούμπεν” περιοχή των Χανίων!».
ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Τι ήταν όμως η “Αποσπερίδα”; «Τρεις όροφοι, συν το υπόγειο. Στη “Αποσπερίδα” είχε εμφανιστεί πρώτη φορά ο Ρος Ντέιλι, εκεί γνώρισε το Μουντάκη, τον Ξυλούρη. Ηταν ένας αναπάντεχα πολιτισμένος χώρος που “έσκασε” σε ένα μέρος υποβαθμισμένο. Ηταν για τον καθένα. Στον 1ο όροφο να παίζουν σκάκι ή τάβλι οι αναρχικοί και στον τρίτο να κάθεται ο Μητσοτάκης. Ολες οι κοινωνικές τάξεις! Μπορεί να είχαμε και 20 άτομα προσωπικό. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή δεν ξέραμε να το λειτουργήσουμε το μαγαζί. Αργήσαμε να “ψηθούμε” στη νύχτα» απαντάει ο συνομιλητής μας.
Πέρα από τους Χανιώτες όλες οι προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου που περνούσαν από τα Χανιά έκαναν την βόλτα τους και από την “Αποσπερίδα”. «Αν καθήσω να σου αναφέρω ονόματα δεν φτάνει όλη εφημερίδα! Να σου πω για
τον συγγραφέα τον Αντώνη Σαμαράκη; Τον Βουτσά, τη Βουγιουκλάκη; Πολιτικούς τον Τρίτση, τους βουλευτές, τους υπουργούς. Ομως για μένα το σημαντικό ήταν ότι ο κόσμος αγάπησε το μαγαζί…Την ίδια χρονιά με εμάς άνοιξε ο Ψαρός στο λιμάνι μια ταβέρνα, ο Μπάμπης το “Ταμάμ”, το “Φαγκότο”, το “Κανάλι”, ξεκίνησε μια άλλη περίοδος για την παλιά πόλη. Ιστορικά μαγαζιά πολλά από τα οποία υπάρχουν ακόμα.
Σε μια τέτοια συζήτηση δεν αποφεύγουμε και τις δύσκολες ερωτήσεις. Ακούμε από κάποιους να λένε ότι οι ιδιοκτήτες βάλατε φωτιά και κάψατε την “Αποσπερίδα” για να πάρετε τα χρήματα της ασφάλειας;
«Κουβέντες του κόσμου, τις έχω ακούσει και εγώ αλλά τι να σχολιάσω; Το πόρισμα της πυροσβεστικής ήταν ότι ήταν βραχυκύκλωμα. Το μαγαζί ήταν τυχαία ασφαλισμένο. Εγώ κουμάρι δεν παίζω, αλλά βρέθηκε να παίξω μια φορά και αυτός που έχασε μου λέει θα σου κάνω μια ασφάλεια. Αυτό έγινε το 1978 λοιπόν, μας έδωσε την ασφάλεια και ευτυχώς πληρωθήκαμε και εμείς και οι ιδιοκτήτες του ακίνητου» απαντάει.
ΑΛΛΑΞΕ Η ΠΟΛΗ
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ξεκινάει και η μεγάλη αλλαγή της παλιάς πόλης που τη μετέτρεψε σε τουριστικό προορισμό. Ο Γιάννης Ναναδάκης εκτιμά ότι η παλιά πόλη ήταν ο χώρος που άλλαξε τα Χανιά. «Η παλιά πόλη άλλαξε όλη την οικονομία των Χανίων! Οι πρώτοι τουρίστες ήταν οι άνθρωποι με τα σακίδια, οι χίπις. Το ’76 πρέπει να ήταν η πρώτη πτήση τσάρτερ από το “Periklis Travel” που το αγόρασε μετά το Star Tour. Tότε ήλθε ο μαζικός τουρισμός».
“ΛΑΚΗΔΕΣ”… ΚΑΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Μαζί με τον μαζικό τουρισμό “ήρθαν” και τα… καμάκια! «Στα Χανιά ήταν οι “Λάκηδες” μια παρέα ομορφόπαιδα, ζωντανά παιδιά, άτακτα παιδιά! Δεν ήταν αλήτες, κάλυψαν μια ανάγκη του πρώιμου τουρισμού. Λάκης ήταν ο αρχηγός τους, ο πιο σβέλτος και η παρέα του, ο κόσμος τους έλεγε “Λάκηδες”. Συγχρόνως με την τουριστική ανάπτυξη, συντελέστηκε και η σεξουαλική απελευθέρωση!» θυμάται ο Γιάννης Ναναδάκης. (σ.σ. περισσότερα για τους “Λάκηδες” σε επόμενο δημοσίευμα των “Χ.Ν.”).
Στη συζήτηση μας μπαίνει άλλος ένας γνώριμος, γέννημα θρέμμα της παλιάς πόλης, για χρόνια επαγγελματίας, ο Βασίλης Γναφάκης.
Τον ρωτάμε για την εποχή που το λιμάνι ήταν κακόφημο. Ο ίδιος δεν συμφωνεί. «Τη λέξη “κακόφημο” την έλεγαν διάφοροι που δεν είχαν ουδεμία σχέση με το λιμάνι. Δεν ήταν ποτέ κακόφημο, προστασία στο λιμάνι δεν μου ζήτησε ποτέ κανείς! Απλά επειδή μετά τη δικτατορία άρχιζε ο κόσμος να αλλάζει, να είναι η μόδα το ροκ, η ντίσκο, τα μαλλιά, η επανάσταση της νεολαίας κ.λπ. σου λέγανε οι υπόλοιποι μακριά μαλλιά, ροκ μουσική… άρα κακόφημο μέρος! Οι Χανιώτες δεν έφυγαν ποτέ από το λιμάνι. Ισως μόνο όταν μπήκε η πιάτσα των “Δύο Λουξ”» λέει ο Βασίλης.
ΑΥΤΟΣ Ο ΡΟΥΦΙΑΝΟΣ ΤΟ… TRIP ADVISOR
Ο ίδιος θυμάται ότι η φιλοξενία ήταν το χαρακτηριστικό της παλιάς πόλης. «Ο κόσμος δέχθηκε τους τουρίστες φιλικά και αυτό άρεσε. Βέβαια τότε τα περισσότερα ενοικιαζόμενα δωμάτια είχαν τα μαύρα τους τα χάλια. Το ίδιο και οι δρόμοι εδώ, δεν υπήρχε φωτισμός, δεν υπήρχε τίποτα. Με τον τουρισμό άρχισε να βελτιώνεται η παλιά πόλη. Το ίδιο και τα μαγαζιά. Οι διπλοί κατάλογοι, η κακή εξυπηρέτηση από ορισμένους που υπήρχε τότε κακά τα ψέματα, κόπηκε αργότερα με το Trip advisor! Αυτό τους αποκεφάλισε όλους αυτούς. Γιατί είναι ο “ρουφιάνος”, ο καλός ρουφιάνος. Για αυτό και σε σχέση με πριν από 10 χρόνια η ποιότητα των μαγαζιών έχει αναβαθμιστεί 100%» σημειώνει.
Αφήνουμε τον επίλογο για τον Γιάννη Ναναδάκη. «Ο τουρισμός που δίνει ζωή στα Χανιά ξεκίνησε και συνεχίζει εδώ. Τι άσχημο έγινε τότε… ότι απλά, όπου πέσουν εύκολα λεφτά, χαλάς. Πρέπει να έχεις υπόβαθρο για να αντέξεις αυτόν τον ξαφνικό πλουτισμό! Οσο για μένα, μετά την “Αποσπερίδα” ισχύει το ότι “Ο ζόρες κάνει πόδια και η πείνα κάνει αντόντια”. Ημουν πάντα ανήσυχος και στην παλιά πόλη μπορεί να έχω ανοίξει και 10 μαγαζιά και συνεχίζω…».
Συνεχίζεται…
Σε δύο εβδομάδες, περισσότερες ιστορίες και διηγήσεις για τους Κολομπίτες, τα μαγαζιά, τους ανθρώπους της παλιάς πόλης…