Η νέα ιστορικο-φωτογραφική έρευνα – μελέτη του Χρήστου Μαχαιρίδη από τις εκδόσεις “Έρεισμα” που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια ευχάριστη έκπληξη, αφού έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη φωτογραφική ιστοριογραφία της πόλης μας.
Διότι, ενώ αξιόλογα και πολλά ιστορικά λευκώματα με φωτογραφίες μπορεί να υπάρχουν, για τους φωτογράφους, ωστόσο, μόνο την “Κρητική Φωτογραφία” του Θ. Λουλουδάκη και λίγα από την “Ιστορία της Ελληνικής φωτογραφίας” του Α. Ξανθάκη γνωρίζαμε.
Οι φωτογράφοι όμως εδώ έχουν την τιμητική τους. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς.
Ξεφυλλίζοντας την πολυσέλιδη και πολυτελή αυτή έκδοση και παραμερίζοντας την ιστορικότητα των γεγονότων που οι φωτογραφίες του αφηγούνται, διακατέχεται κανείς από μια νοσταλγική διάθεση και δεν κρύβω ότι παρασύρθηκα σε σκέψεις γύρω από την προοπτική και το μέλλον των σύγχρονων φωτογράφων, διαβάζοντας ας πούμε μεταξύ άλλων, στη σελίδα 48, τη διαφημιστική καταχώριση στην τοπική εφημερίδα “Μεσόγειος” ενός άρτι αφιχθέντος από την Κωνσταντινούπολη φωτογράφου, ο οποίος «εφοδιασμένος διά καταλλήλων μηχανών, φωτογραφεί καθ’ οιονδήποτε καιρόν, είτε βροχερόν είτε συννεφώδη»!
Κοντοστέκομαι σεβαστικά σ’ αυτή την προ εκατονταετίας ανακοίνωση, αποτίοντας φόρο τιμής στους “ηρωικούς” φωτογράφους εκείνης της εποχής.
Πόσο νερό αλήθεια μπήκε στο αυλάκι από τότε…
Και τι αδιανόητες ανέσεις απολαμβάνουμε σήμερα, εμείς οι σύγχρονοι φωτογράφοι!
Ας μην κοροϊδευόμαστε, όμως!
Πόσο στ’ αλήθεια μοιάζουμε εμείς με τους παλιούς;
Ποιες είναι οι αντιξοότητες που έχει να αντιπαλέψει ο σύγχρονος φωτογράφος;
Ποιες δυσμενείς συνθήκες χαλυβδώνουν το πείσμα του και ποια ανυπέρβλητα εμπόδια διατρανώνουν την επιμονή του;
Μήπως πολύ πρωί, βιαστήκαμε να μετρήσουμε τη σκιά μας;
Είμαστε σίγουροι ότι οι παλιοί εκείνοι φωτογράφοι μας θεωρούν άξιους συναδέλφους τους;
Τι φανταζόμαστε ότι θα λέγεται για μας μετά από εκατό χρόνια;
Τίνος από εμάς, ο ορίζοντας των πεπραγμένων, ξεπερνά την εφημερία του;
Οι ιστορικές μηχανές των παλιών καλών φωτογράφων έχουν μια αδιαμφισβήτητη συλλεκτική αξία.
Ποια θα είναι όμως η συλλεκτική αξία μιας οποιασδήποτε σύγχρονης (ψηφιακής) φωτογραφικής μηχανής, την ώρα που η βουλιμική απληστία της τεχνολογίας καταπίνει τα μοντέλα “αμάσητα” για να τα ξεράσει σχεδόν αμέσως μετά, στον σκουπιδοτενεκέ της απαξίωσης του “παρωχημένου”;
Μήπως καταπίνει και τους φωτογράφους;
Μήπως από τη βιασύνη μας να ζήσουμε το αύριο, πεταγόμαστε εκτός ιστορίας;
Ως πότε θα συνεχίζεται αυτό;
Μήπως η ευδαιμονία μας είναι ο μετεωρισμός πριν την ελεύθερη πτώση από το συννεφάκι μας;
Οι φωτογραφίες των παλιών αυτών φωτογράφων άντεξαν στον χρόνο.
Θ’ αντέξουν άραγε κι οι δικές μας;
Εμείς, οι απόγονοι εκείνου του κόσμου κι εκείνης της εποχής, έχουμε βέβαια το δικαίωμα να υπερηφανευόμαστε για το πλούσιο παρελθόν της πόλης μας.
Αυτό όμως, είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή είναι πως έχουμε χρέος και οφειλή έναντι ενός τέτοιου παρελθόντος.
Αν στρογγυλοκαθίσουμε πάνω στη δόξα αυτή, που δεν είναι δική μας και τη μυρηκάζουμε αυταρεσκούμενοι, τότε θα υπολειπόμεθα των προγενεστέρων μας και δεν θα είναι άξιος ο μισθός μας.
Η έννοια της παράδοσης δεν συνιστάται μόνο στο να παραλαμβάνουμε αλλά κυρίως στο να παραδίδουμε, μέσα από την επικαιροποίηση εκείνου που παραλάβαμε.
Η ευθύνη ετούτη είναι μεγάλη και διαρκής.
Οι φωτογραφίες των παλιών αυτών φωτογράφων, είναι σπουδαίες γι’ αυτό που περιγράφουν.
Εμείς, αν θέλουμε να φανούμε αντάξιοί τους, οφείλουμε ν’ αποδειχτούμε σπουδαιότεροι της προσωρινότητάς μας, επαναδιατυπώνοντας μέσα από τη φωτογραφική μας δουλειά, τον ορισμό της σπουδαιότητας και, κοιτάζοντας ευθυτενώς τους μελλοντικούς (αλλά και τους αλλοτινούς) κριτές μας στα μάτια, να μη χρειαστεί να ζητιανέψουμε καμιά επιείκεια.
Ευχαριστώ και συγχαίρω τις εκδόσεις “Έρεισμα” που σε καιρούς χαλεπούς, συνεχίζουν να μας προσφέρουν ποιοτικές εκδόσεις, προάγοντας τον πολιτισμό της πόλης μας.
Οι παλιοί φωτογράφοι των Χανίων βρήκαν τη στέγη τους στις σελίδες αυτού του λευκώματος.