Δὲν χάνουμε εὐκαιρία νὰ ἐπικαλούμαστε τὴν “παράδοση” καὶ τὶς “παραδόσεις” μας, γιὰ νὰ στηρίξουμε καὶ νὰ προβάλουμε καλύτερα τὶς ἀπόψεις μας πάνω σ’ ἕνα θέμα. Σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἀσκεῖ ἀκαταμάχητη γοητεία, ποὺ διαθέτει δύναμη πέρα ἀπὸ τὰ συνηθισμένα. Εἶναι ἄραγε ἔτσι ἢ μήπως ὑπερβάλλουμε; Πιστεύουμε πράγματι ὅτι ἡ παράδοση ἔχει ἀξία ἢ εἶναι ὑποκριτικὴ ἡ στάση μας; Καί, ἐπὶ τῆς οὐσίας, τί εἶναι παράδοση καὶ παραδόσεις;
Η ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι καὶ εὔκολη καὶ δύσκολη: πρόκειται γιὰ ἔννοιες ποὺ ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες ταξιδεύουν στὸ χρόνο. Ἡ καταγωγή τους βρίσκεται στὸ ρῆμα παραδίδω, παραδίδωμι στὴν ἀρχαία ἑλληνική. Ρῆμα τὸ ὁποῖο ἐξ ἀρχῆς καὶ κατὰ τὴ διαχρονικὴ πορεία του εἶχε ἢ ἔλαβε πολλὲς ἐπὶ μέρους σημασίες. Μία ἀπὸ αὐτὲς μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, ἡ σημασία “κληροδοτῶ”: μιλώντας στοὺς συγχρόνους του ὁ Ἰσοκράτης (Περὶ εἰρήνης 94) ἀνέφερε γιὰ τοὺς προγόνους ὅτι τὴν πόλη τους “εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις παρέδοσαν”.
“Παράδοση”, βέβαια, ἔχουμε καὶ στὸ σχολεῖο (“παράδοση μαθήματος”), παράδοση εἶναι καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἥττας μὲ ἐπακόλουθο τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν ὑποδούλωση, παράδοση ἐπίσης ἀναφέρεται ταμείου, χρημάτων, ἐξουσίας. Στὸν Χριστιανισμὸ ὑπάρχει ἡ Ἱερὰ Παράδοσις παράλληλα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή. Στὴ Λαογραφία, καὶ στὸν πληθυντικὸ ἀριθμό, παραδόσεις εἶναι μυθικὲς διηγήσεις ποὺ ὁ λαὸς κατασκευάζει γιὰ ποικίλους λόγους. Παράδοση εἶναι ἡ διὰ μέσου τῶν γενεῶν μετάδοση ἠθῶν, ἐθίμων, δοξασιῶν: “διδασκαλία καὶ παράδοσις λεγέσθω τίνα τρόπον χρὴ πράττειν ἕκαστα”, εἶχε γράψει ὁ Πλάτων (Νόμοι 803 a). Κάτι ποὺ σημαίνει ὅτι ἐν τέλει παράδοση εἶναι τὸ σύνολο τῶν μέχρι σήμερα διασωθέντων ἠθῶν, ἐθίμων, δοξασιῶν.
Πλῆθος δηλαδὴ στοιχείων ποὺ σημάδεψαν τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ παρελθόν. Παρελθὸν ὅμως τὸ ὁποῖο ὡς πρὸς τὰ δεδομένα ποὺ ὑπῆρχαν ἦταν ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν ἐποχή μας – ὅπως καὶ τὸ μέλλον θὰ διαφοροποιηθεῖ λιγότερο ἢ περισσότερο ἀπὸ τὸ σήμερα. Τί εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ παρελθὸν καὶ στὴν ἀναζήτηση, κατόπιν δὲ στὴν προβολὴ τῶν στοιχείων τῆς παράδοσης; Πρόκειται ἁπλῶς γιὰ κάποια μορφὴ μνημόσυνου ποὺ νομίζουμε ὅτι χρωστᾶμε στοὺς παλαιότερους; Πρόκειται γιὰ ἔκφραση ρομαντικῆς διάθεσης ποὺ ἀποβλέπει στὸ νὰ δώσουμε χρῶμα διαφορετικὸ στὴν καθημερινότητά μας; Ἢ εἶναι ἀποτέλεσμα κάποιας ἀπροσδιόριστης πεποίθησης ὅτι στὸ παρελθὸν εἶναι δυνατὸν νὰ βροῦμε στοιχεῖα χρήσιμα γιὰ τὴ ζωή μας; Ἡ δική μου ἀπάντηση (ἂν ἐνδιαφέρει): ἴσως εἶναι κάτι ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια. Ὅμως…
Ὅταν θυμᾶμαι…
…τὸν ἀγρότη καὶ τὴν ἀγρότισσα νὰ ἔχουν ἀγκαλιάσει σφιχτὰ τὴ ζωή, γιατὶ στάθηκαν γενναῖοι μέσα στὴ φτώχεια καὶ τὴ στέρηση κι ἀνάστησαν σπιτικὸ μὲ παιδιὰ κι ἐγγόνια καὶ ζωντανὰ καὶ κάθε λογῆς γεννήματα γιὰ τὸ τραπέζι τους
…τῆς γῆς τ’ ἀνεκτίμητα δῶρα, πληρωμὴ γιὰ τοῦ ζευγολάτη τὸν ἱδρώτα ἢ γιὰ τοῦ βοσκοῦ τὴν ἀκοίμητη φροντίδα ἢ γιὰ τοῦ καθενὸς τὴν ἔγνοια νὰ μὴν βλάψει τὴν ὀμορφιά της καὶ νὰ μὴν προδώσει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
…τὴ γιαγιὰ μὲ τὶς θυγατέρες καὶ τὶς νύφες της νὰ ποτίζουν μὲ τὸν ἱδρώτα τους αὐτὴν τὴ γῆ καὶ ὕστερ’ ἀπὸ λίγο μὲ εὐφροσύνη νὰ δρέπουν τὸν καρπὸ τοῦ μόχθου των καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ δῶρα
…τὸ πετρόχτιστο σπίτι μὲ τὸν ὀντὰ καὶ τὸ κατώι καὶ τὰ μεσοδόκια, μὲ τὸν ξυλόφουρνο καὶ τὸ λαηνοστάτη καὶ τὸ χωματένιο πάτωμα, μὲ τὰ ξύλινα πορτοπαράθυρα, μὲ τὴ λουλουδιασμένη αὐλὴ, τὴν ἀνοιχτὴ ἐξώπορτα, τὸ στρωμένο γιὰ τὸν ξενομπάτη τραπέζι
…τὸ χωριὸ μὲ τὸ Δημοτικό του καὶ τὶς χαρούμενες φωνὲς μικρῶν καὶ μεγάλων παιδιῶν, μὲ τὴν ἐκκλησία καὶ τὸν παπὰ καὶ τὴν ἀνύσταχτη καμπάνα, μὲ τὰ χωρὶς βιτρίνες μὰ γεμάτα καλοσύνη μαγαζάκια
…τὴν ἀποσπερίδα γύρω ἀπὸ τὸ χειμωνιάτικο τζάκι ἢ στὴ βεράντα τοῦ καλοκαιριοῦ, συντροφιὰ πότε μὲ τῶν γιαγιάδων τὰ παραμύθια, ἄλλοτε πάλι μὲ τοῦ γείτονα τὴν πλούσια καρδιά…
Ὅταν βλέπω σὲ παλιὲς εἰκόνες…
…τὴν Ἀκρόπολη χωρὶς δρόμους γύρω της, ἀσφαλτοστρωμένους, μὲ αὐτοκίνητα νὰ πηγαινοέρχονται, καὶ πολυκατοικίες νὰ σηκώνουν κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο της τὸ ὑπερφίαλο ἀνάστημά τους
…τὸν βοσκὸ τὸν σκεπασμένο μὲ τὴ χοντρὴ κάπα του νὰ βόσκει τὰ πρόβατά του στὰ χωράφια καὶ στὶς ρεματιὲς κάτω ἀπὸ τὸν Παρθενώνα, δίπλα σὲ καλοχτισμένα χαμόσπιτα
…τὶς στῆλες τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς νὰ ὑψώνονται μὲ καμάρι δίπλα στοῦ Ἀδριανοῦ τὴν πύλη, χωρὶς κανένας περαστικὸς ἢ περίεργος ἐπισκέπτης νὰ ταράζει τὴν αἰώνια μακαριότητά τους
…τὸ Λυκαβηττὸ πέρα μακριὰ χαμογελαστὸ καὶ γιορτινὰ μὲ τῆς φύσης τὰ χρώματα ντυμένο, δίχως νὰ τὸν βαραίνουν τὰ καυσαέρια καὶ τ’ ἄλλα βάρη ποὺ ἡ ἀφροσύνη μας φόρτωσε στὶς πλάτες του
…τὴν Ὁμόνοια καὶ τὸ Σύνταγμα τόπους φιλόξενους γιὰ ἀνέμελο περίπατο ἀνθρώπων, ποὺ δὲ χρειάζεται νὰ ρίχνουν γύρω τους φοβισμένο τὸ βλέμμα μὴ χτυπηθοῦν ἀπὸ τροχοφόρο
…τὸ νεοκλασικὸ τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δεύτερου καὶ τῶν παραπέρα δρόμων ποὺ τώρα πιὰ κείτονται μόνο σὲ παλιὲς ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες, μνῆμες ἀπὸ ἄλλον κόσμο καὶ ἄλλους καιρούς…
Ὅταν ἀκούω…
…δυνατὴ ἀκόμη μέσα μου τοῦ δασκάλου τὴ φωνὴ καὶ τὸν ἀντίλαλό της στοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ μονοθέσιου Δημοτικοῦ, τοῦ χτισμένου πέτρα πέτρα γιὰ χάρη μου ἀπὸ τοὺς παπποῦδες ὅλου τοῦ χωριοῦ
…τὸν ὕμνο, τὴν ἱκεσία, τὴ δοξολογία νὰ βγαίνουν χωρὶς φτιασιδώματα ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ παπᾶ καὶ τοῦ ψάλτη καὶ νὰ στήνουν σκάλα σὲ ἀγράμματους χωρικοὺς γιὰ ν’ ἀνέβουν ὣς τὸν οὐρανὸ
…τῆς τάβλας ἢ τῆς στράτας τὸ τραγούδι μὲ τὴ μαντινάδα ἀνάμεσά τους, σμιλεμένα ὅλα μὲ τρυφεράδα καὶ ἀγάπη ἀπὸ ταπεινοὺς μὰ περήφανους καραβοκύρηδες τῆς ζωῆς
…τοῦ παλιοῦ καιροῦ τὰ τραγούδια, ποὺ ὁ χρόνος δὲν τὰ πείραξε, γιατὶ τὰ συνταίριασαν ἄνθρωποι τὴν ὥρα ποὺ ὁ νοῦς κι ἡ ψυχή τους φτερούγιζαν κι ἔβλεπαν ἀπὸ ψηλὰ ὅ,τι ὡραῖο καὶ ἀληθινὸ
…τὸ γερασμένο καΐκι τοῦ καπετὰν Νικόλα νὰ διηγεῖται τὶς θαλασσοδαρμένες περιπέτειές του καθὼς λικνίζεται ξένοιαστο τώρα πιὰ πάνω στὴν ἱστορία του καὶ στὸν παφλασμὸ τῶν κυμάτων
Ὅταν ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά…
σκέφτομαι πὼς κάτι δὲν ἔχουμε πράξει ὅπως θὰ ἔπρεπε, μὲ μονοκοντυλιὰ διαγράψαμε μεγάλο κομμάτι ἀπὸ τὴ διαθήκη ποὺ παραλάβαμε. Θέλοντας νὰ κάνουμε καλύτερη τὴ ζωή μας παραμερίσαμε ἢ ξεχάσαμε ἢ σκοτώσαμε αὐτὸ ποὺ ἔθρεψε τοὺς πατεράδες μας καὶ ἔχτισε τὸ κοινό μας σπίτι. Μπορεῖ κάτι νὰ ἔχει μείνει σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς καρδιᾶς μας, κάτι σὰν σπόρος ἢ σὰν παλιὰ θαμπὴ φωτογραφία, λίγο ὅμως καὶ σκουριασμένο. Μπερδέψαμε τὸ ἀναγκαῖο μὲ τὸ χρήσιμο καὶ πέσαμε μὲ λαιμαργία στὸ περιττό. Στὸ βωμὸ τῆς εὐμάρειας θυσιάσαμε καὶ το χρέος ἀπέναντι στὸ παρελθόν. Ἀπὸ τὴ δίψα γιὰ ἕνα μέλλον λαμπερὸ συρθήκαμε πίσω ἀπὸ τὸ ἅρμα μιᾶς λογικῆς τυφλῆς, κομμένης καὶ ραμμένης αὐθαίρετα καὶ κακότεχνα, “χωρὶς περίσκεψι, χωρὶς αἰδώ”. Ποῦ νὰ βρεθεῖ χῶρος γιὰ τὸ συναίσθημα; Διότι – ἂς μὴν κρυβόμαστε – παρελθὸν καὶ συναίσθημα πηγαίνουν μαζί.
Μὲ βάση αὐτὰ εἶναι, νομίζω, εὔκολο νὰ διαπιστώσουμε πὼς ἡ Παράδοση μπαίνει στὴ ζωή μας καὶ τὴν ὀμορφαίνει, μόνον ὅταν τὴν ἀγκαλιάζουμε μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη – δηλαδὴ ὅταν ἀναγνωρίζουμε τὴν ἀξία καὶ τὸ βάρος ποὺ ἔχει βάζοντάς την στὴ θέση ποὺ τῆς πρέπει. Διαφορετικά, εἶναι ἕνα ἀπολίθωμα τοῦ παρελθόντος ἄψυχο καὶ ἄγνωστο σὲ πολλούς, ἀκατάλληλο γιὰ διακόσμηση ἔστω τῶν ψυχρῶν σαλονιῶν τοῦ καιροῦ μας.
*Ο Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης είναι Φιλόλογος