14 C
Chania
Δευτέρα, 24 Φεβρουαρίου, 2025

Η παραδουλεύτρα

Ο διαπεραστικός χτύπος, που απλώθηκε στην κρεβατοκάμαρα, από το κινητό τηλέφωνο της κ. Μαρίας, τάραξε λίγο τις διάφορες σκέψεις της, που ακόμα ήταν ξαπλωμένη στο πανάκριβο διπλό κρεβάτι της, το φτιαγμένο από δυσεύρετο ξύλο, που ο τεχνίτης πήρε την εντολή να το κατασκευάσει όσα χρήματα κι αν κοστίσει.

«Ποιος να είναι τέτοια ώρα;» ψέλλισε κάπως ανήσυχη συμπληρώνοντας:
«Μήτε οκτώ δεν έχει πάει ακόμα». Όταν όμως πάτησε το πλήκτρο του τηλεφώνου και είδε τον αριθμό, το ακουμπάει στο αφτί της, παραμερίζοντας πρώτα τα ξέπλεκα μαλλιά της και χρωματίζοντας την φωνής της είπε σχεδόν έξαλλη και θυμωμένη:
«Τι θέλεις και με πήρες τέτοια ώρα τηλέφωνο χριστιανή μου;» και δίχως να περιμένει απάντηση συνέχισε:
«Σου είπα, σήμερα να έρθεις στην δουλειά σου στις εννέα η ώρα. Πες μου τώρα, τι θέλεις;»
Από το άλλη γραμμή, ακούστηκε η φωνή της κυρίας Ελένης, που κάθε μέρα – εκτός της Κυριακής – πηγαίνει και καθαρίζει το σπίτι, που πολλές φορές όμως και την Κυριακή την καλούσε η «κυρία της» να παραβρεθεί στο σπίτι, όταν διάφορες καταστάσεις και γεγονότα το απαιτούσαν. Τώρα, η κυρία Ελένη με φωνή μουδιασμένη, ήπια της απαντάει:
«Κυρία Μαρία, είναι άρρωστα και τα δύο μου παιδιά, έχουν υψηλό πυρετό και σε θερμοπαρακαλώ να μην έρθω σήμερα στην δουλειά…» και συνέχισε σχεδόν κλαίοντας:
«…που να τ’ αφήσω; Στο σχολείο δεν θα τ’ αφήσω να πάνε. Φοβάμαι τα χειρότερα. Σε παρακαλώ κυρία κάνε μου αυτή τη χάρη».
Απαντώντας η κυρία Μαρία, αμέσως, βρήκε τη λύση του προβλήματος και της λέει:
«Γιατί δεν παίρνεις τηλέφωνο την μητέρα σου στο χωριό, να πάρει το λεωφορείο και να έρθει να προσέχει τα παιδιά; Δεν είναι δα και πολύ μακριά. Μισή ώρα είναι με το λεωφορείο της γραμμής» και συνέχισε με τον ίδιο έντονο τόνο στην φωνή της:
«Σήμερα βρήκαν ν’ αρρωστήσουν κι αυτά; Σήμερα, που το βράδυ περιμένω επισκέπτες και πρέπει να προετοιμάσεις το περιβάλλον του σπιτιού κατάλληλα;» και συνέχισε:
«Ποιος θα μαγειρέψει να δειπνήσουν οι άνθρωποι; Άσε που πρέπει να πλύνεις και το μεγάλο χαλί της τραπεζαρίας…» κι αγανακτισμένη πολύ περισσότερο συμπλήρωσε:
«Βρε τι είναι αυτό που με βρήκε αξημέρωτα σήμερα την κακομοίρα!» και πριν κλείσει το τηλέφωνο, με υπεροπτικό ύφος είπε:
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις. Σήμερα σε θέλω να έρθεις στην ώρα σου. Αν δεν μπορείς να έρθεις πες μου το τώρα, αλλά να το ξέρεις, αν αποφασίσεις να μην έρθεις, εγώ θα ψάξω να βρω άλλη γυναίκα να κάνω τις δουλειές μου στο μέλλον».
Η κυρία Ελένη δεν είπε απολύτως τίποτα. Κλείνοντας το τηλέφωνο, κλαίοντας, ευθείς αμέσως σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου της γριάς μητέρας της και αφού αντάλλαξαν γρήγορους χαιρετισμούς, της εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια σε πόσο δύσκολη θέση βρισκότανε, χαϊδεύοντας συγχρόνως τα σγουρόξανθα μαλλάκια και των δύο παιδιών της, που είχαν γαντζωθεί σαν το λουλούδι της αγάπης πάνω της, κοιτώντας την με έκδηλη την αγωνία στα αθώα νυσταγμένα από τον πολύ πυρετό ματάκια τους. Η μητέρα της, νοιώθοντας σε πόσο δύσκολη θέση βρισκότανε η κόρη της, αν και ήταν άρρωστος ο γέρος της – όπως έτσι τον αποκαλούσε – του εξήγησε σύντομα πως έχουν τα πράγματα καλεί ένα ταξί με το παλαιό τηλέφωνο που είχε μάθει να το μεταχειρίζεται και πριν δρασκελίσει το κατώφλι του σπιτιού της λέει στο γέρο της να μην ξεχάσει να πάρει τα χάπια του που τα είχε όλα με την σειρά αφημένα πάνω στο τραπέζι κι αναστενάζοντας βαριά βγήκε στο δρόμο να περιμένει το ταξί. Τέλος, έπειτα από είκοσι λεπτά της ώρας περίπου, εφόσον πρώτα παρακάλεσε τον ταξιτζή να κάνει λίγο γρήγορα την διαδρομή, έφτασε στο σπίτι της κόρης της.
Κι εδώ ερωτώ: Ως πότε θα μπορεί η γιαγιά- μάνα και ο παππούς – πατέρας να βοηθάνε παιδιά κι εγγόνια; Δεν είναι κορακοζώητος ο άνθρωπος. Κάποτε θα έρθει η «ημερομηνία λήξεως» και δυστυχώς ,πολλοί παππούδες και γιαγιάδες θα κλείσουν τα μάτια τους με δάκρυα, γιατί έτσι δεν θα μπορούν να βοηθιούνται με την πενιχρή συνταξούλα τους τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Γιατί από ‘κεί – ποιος ξέρει που πηγαίνει τις ψυχές ο αγλύκαντος – δεν θα μπορούν να τους την στείλουν, γιατί ο Άγιος Πέτρος δεν διαθέτει ταχυδρόμους. Τέλος πάντων…
Είχα διαβάσει κάπου, δεν θυμάμαι που, ότι όταν πέθανε ένας αυτοκράτορας μιας μεγάλης χώρας, τα καθήκοντά του τα ανέλαβε ο διάδοχός του, ο γιός του δηλαδή, που ακόμα ήταν δεκατριών χρονών παιδί. Αυτά όριζε ο νόμος τότε. Αλλά μήπως δεν όριζε το ίδιο και ο νόμος σε άλλους πιο προηγμένους δήθεν πολιτισμούς; «Ο βασιλιάς απέθανε, ζήτω ο βασιλιάς» έλεγαν μέχρι πρόσφατα.
Ένας άλλος κροίσος του περασμένου αιώνα – κι αυτό το είχα διαβάσει – κάπου στην Αμερική, την χώρα της απόλυτης ελευθερίας, έτσι την λένε, άφησε κληρονομιά μια αμύθητη περιουσία, μερικά δις δολάρια, που την είχε αποκτήσει βέβαια πίνοντας το αίμα χιλιάδων σκλάβων που δούλευαν στις φυτείες του. ‘Έτσι τους είχαν χωρίσει τους ανθρώπους τότε οι πλούσιοι. Σε σκλάβους, σε πλούσιους, σε άρχοντες και λοιπά πολλά κι αυτός ο νόμος δεν ήταν πρόσφατος, τον είχαν επινοήσει πριν από χιλιάδες χρόνια οι τότε άρχοντες εκείνης της εποχής, χτίζοντας βέβαια αθάνατα μνημεία με τον πηλό τους φτιαγμένο από το αίμα των δούλων. Σήμερα εφαρμόζουν πιο σύγχρονους τρόπους. Δεν υπάρχουν σκλαβοπάζαρα αλλά υπάρχουν καταυλισμοί προσφύγων, που αυτοί τους δημιούργησαν, ισοπεδώνοντας την πατρίδα τους με τα φονικά όπλα που άφθονα διαθέτουν. Κι ακόμα, υπάρχουν κοινωφελή ιδρύματα, που χάρις στην μεγαλοψυχία των σημερινών κροίσων, που μοιράζουν κάπου- κάπου ένα κομμάτι ψωμί στους φτωχούς που οι ίδιοι πάλι τους δημιούργησαν πίνοντας των ιδρώτα τους. Μέχρι και θερμαινόμενους κλειστούς χώρους διαθέτουν να πάνε να στρεχιάσουν οι άστεγοι, που τους πήραν τα σπίτια τους οι τράπεζες γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους κι αυτό γιατί, πώς να τα πληρώσουν οι άνθρωποι αφού τους πετσόκοψαν τον μισθό τους; «Πάριμ στη δλιά και δώσιμ ότι θέλεις», έτσι έλεγαν οι φτωχές μάνες της δικής μου γενιάς. Το ίδιο ακριβώς αλλά με διαφορετικά λόγια λένε και οι φτωχιές σημερινές μανούλες – παραδουλεύτρες , δουλεύοντας σε σπίτια πλουσίων, σαν την ηρωίδα της σημερινής μας ιστορίας. Αυτά για να μην ξεχνιόμαστε. Τέλος πάντων….
Η μανούλα λοιπόν, δεν χρειάστηκε να χτυπήσει το κουδούνι, γιατί η κόρη της είχε κατεβεί στο δρόμο και την περίμενε. Δίχως να πούνε πολλά λόγια, φιλήθηκαν και η κυρία Ελένη σχεδόν τρέχοντας πήρε το δρόμο που θα την οδηγούσε στη βίλα της «κυρίας» Μαρίας. Λαχανιασμένη, πήγε στην δουλειά της στην ώρα της κι εφόσον καλημέρισε πρώτα την πλούσια εργοδότριά της καταπιάστηκε με τις εργασίες που έπρεπε να τις τελειώσει και μάλιστα στην καθορισμένη ώρα τους. Η «κυρία» Μαρία δεν την καλημέρισε, μόνο νόημα της έκανε ότι την είδε που είχε πάει, γιατί εκείνη την στιγμή μιλούσε με κάποιον γιατρό. Ότι μιλούσε σε γιατρό το είπε στην κυρία Ελένη αργότερα, δικαιολογώντας τον ψυχρό εαυτό της που δεν της ανταπόδωσε την καλημέρα. Την είπε όμως ετεροχρονισμένα. Στην συνέχεια, ρώτησε την κυρία Ελένη αν είναι καλά τα παιδιά και σε ποιον τα άφησε να τα προσέχει και η κυρία Ελένη της είπε τα όσα προηγήθηκαν με την μητέρα της, κάνοντας συγχρόνως την δουλειά της. Η «κυρία», ακούοντας τα γεγονότα που προηγήθηκαν και που έφεραν τη λύση βγάζοντάς την από την δύσκολη θέση που είχε εγκλωβιστεί της απαντάει:
«Είδες Ελένη, πως όλα τα προβλήματα έχουν την λύση τους όταν μεσολαβήσει ο διάλογος; Εμένα Ελένη να μ’ ακούς…» και ταιριάζοντας τάχα τα μαλλιά της είπε:
«Να το ξέρεις, ήμουνα αποφασισμένη να σε διώξω από την δουλειά αν δεν έβρισκες τρόπο να ‘ρθεις. Τόσες και τόσες φτωχιές γυναικούλες περιμένουν έξω στο δρόμο να κάνουν έστω και ένα μεροκάματο και μάλιστα πολύ πιο μικρό σε χρήματα από το δικό σου».
Και η κυρία Ελένη με σκυμμένο το κεφάλι, δήθεν κάνοντας την δουλειά της, της απαντάει:
«Ναι κυρία, πολλές φτωχιές γυναικούλες, αξιοπρεπέστατες όμως, περιμένουν να κάνουν, αγανακτισμένες από την φτώχια που τις δέρνει, έστω και ένα μεροκάματο, να πάνε ψωμί να φάνε τα πεινασμένα παιδιά τους το βράδυ» και με μια δρασκελιά βρέθηκε στην κουζίνα, μακριά από την «κυρία» Μαρία.
Τέλος, άρχισε το μαγείρεμα των διάφορων εδεσμάτων, για να χορτάσουν οι πλούσιοι, στο βραδινό πλούσιο τραπέζι της πλούσιας οικοδέσποινας, ενώ από τα μάτια της ψυχής της έτρεχαν μαύρα, πικρά δάκρυα. Τα μάτια της όμως δάκρυσαν από χαρά, όταν αργά το βράδυ πήγε στο σπίτι της και είδε ότι τα δύο αγγελούδια ήταν ευδιάθετα χωρίς να τα ψήνει ο πυρετός, όπως φεύγοντας το πρωί από το σπίτι της τα έψηνε. Στον άνδρα της όμως δεν είπε απολύτως τίποτα για τα όσα γεγονότα προηγήθηκαν.
«Του φτάνει και του περισσεύει η στενοχώρια και η κούραση της σκληρής δουλειάς του…» ψέλλισε, «…γιατί να τον στενοχωρήσω περισσότερο;» κι απόγειρε στο ζεστό κρεβάτι τους, φιλώντας πρώτα τα αγγελούδια της που κοιμότανε στα κρεβατάκια τους όπως και ο άνδρας της.
Το απαλό και το γλυκό θρόισμα που ακούονταν από στις στάλες της βροχής καθώς έπεφταν με δύναμη πάνω στο παραθύρι τους, σαν ουράνια μουσική ήταν σαν να της έλεγαν: «Απόστασες! Κοιμήσου τώρα καλή και γλυκιά μητερούλα!»

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα