Πασίγνωστο και πανθομολογούμενο το φαινόμενο της πολυποίκιλης παρακμής που ζούμε. Ολοι οι θεσμοί περνούνε κρίση, προπαντός η δύσμοιρη χώρα μας, όπως την κατάντησαν οι κατά καιρούς πάσης φύσεως άρχοντές “μας” με δική μας βέβαια ευθύνη, αφού εμείς ως άλογα όντα, τους επιλέγουμε.
Ζώντας αυτή την τραγική πραγματικότητα, που με καταθλίβει, για να μην πω με κατατρώγει, είναι το κακόγουστο θέατρο που παίζεται κυρίως από τους πολιτικούς “μας” και μάλιστα σε μια δύσκολη περίοδο που βαλλόμαστε από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ιδιαιτέρως από τους εξ ανατολών γείτονές μας.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις “έπεσα” πάνω σε ένα υπέροχο άρθρο του εκλεκτού αρθρογράφου αθηναϊκής εφημερίδας του κ. Παναγιώτη Λιάκου (21 Δεκεμβρίου 2018), το οποίο μεταφέρω ως έχει, τον οποίο βαθύτατα εκτιμώ και εγκάρδια συγχαίρω: «Στην εκπαιδευτική ειδησεογραφία, τη μεγάλη χρυσή διάκριση κατέχουν οι Μαριέττα Γιαννάκου και η εκλεκτή της Μαρία Ρεπούση με τον «συνωστισμό» στην προκυμαία της Σμύρνης. Ομως, υπάρχουν κι άλλα άξια λόγου να αναδειχθούν -όπως, για παράδειγμα, η υποχρεωτική εξάσκηση στην ασχήμια. Δεν είναι τυχαία τα χάλια των πόλεων και η όψη φαβέλας που κυριαρχεί από το ένα άκρο της επικράτειας στο άλλο. Ούτε τα γκράφιτι σε αρχαιολογικούς χώρους, σε τοίχους, σε κοινόχρηστους χώρους, παντού.
Η συμφορά για την Ελλάδα ξεκινά στα σχολεία και ακολουθεί τους ανθρώπους έως το τέλος. Εκεί που τα παιδιά έχουν διαβεί τις πύλες της εφηβείας έρχεται το ίδιο το σχολείο να τους υποβάλει την ιδέα να μολύνουν την όψη του άστεως, μπογιατίζοντας και ψεκάζοντας ορνιθοσκαλίσματα (γκράφιτι) όπου βρουν.
Στο βιβλίο της Νεοελληνικής Γλώσσας Γ’ Γυμνασίου (σελίδα 129) βλέπουμε την οπτική αντίστιξη ενός νεαντερτάλιου αρχανθρώπου που σπηλαιογραφεί με… σπρέι σε τοίχο και ενός νεαρού με κατεβασμένο το παντελόνι ώστε να φαίνεται το σώβρακό του, που κάνει το ίδιο (με πιο… μοντέρνο στιλ στο βάψιμο). Η σχετική ερώτηση στο βιβλίο δεν αναφέρει πουθενά ότι αυτή η πρακτική είναι αντίθετη στον νόμο αλλά και στην οπτική αρμονία που πρέπει να υπάρχει στον αστικό χώρο. Μόνο σε ένα σημείο αναφέρει μια συναισθηματική αντίδραση στο γκράφιτι «με εξοργίζουν».
Για την ακρίβεια το κρατικό σχολικό βιβλίο αναφέρει τα ακόλουθα:
α. Ποιες σκέψεις σας δημιουργεί η παράλληλη παράθεση των δύο εικόνων;
β. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα κίνητρα των νεαρών ατόμων ή νεανικών ομάδων που γεμίζουν με χρώματα και σχέδια τους τοίχους των πόλεων;
γ. Πού θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας στην παρακάτω κλίμακα; 1) Τα γκράφιτι με εξοργίζουν. 2) Με αφήνουν αδιάφορο. 3) Μερικά έχουν γούστο. 4) Οι δημιουργοί τους (writers) είναι αληθινοί καλλιτέχνες που ζωντανεύουν την πόλη. 5) Προσπαθώ κι εγώ να εκφραστώ μέσα από τα γκράφιτι».
Και έπονται χειρότερα…».