ΜΕΡΟΣ Α’
Η προέλευση της ονομασίας της Αμπαδιάς – Οι Αμπαδιώτες από την Αραβοκρατία και μετά
Η Αμπαδιά είναι μια περιοχή μεταξύ των βουνών Ψηλορείτη και Κέντρους που περιβάλλουν την κοιλάδα του Αμαρίου και κατά τον 19ο αιώνα απαρτίζονταν από 12 χωριά, τα οποία, όλα, με εξαίρεση το χωριό Κλήμα, υπάγονται σήμερα στη Δ.Ε. Κουρητών του Δήμου Αμαρίου, καταλαμβάνοντας το νοτιοανατολικό τμήμα του.
Ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής J.P. Tournefort που επισκέφθηκε την Κρήτη μεταξύ 1700 και 1702, πέρασε και από την περιοχή του Αμαρίου και εντυπωσιασμένος από τη μεγάλη φυσική ομορφιά της έγραψε στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις:
«Ενώ κατηρχόμεθα δια των πάντοτε φρικωδώς ελικοειδών ατραπών της Ίδης, αίφνης εξεπλάγημεν και εξέστημεν. Εισήλθομεν εις μεγάλην κοιλάδα, μεταξύ της Ίδης και του Κεδρίου, άπασαν κατάφυτον εξ ελαιών, πορτακαλεών, ροϊών, μωρεών, κερασιών, καρυών, κυπαρίσσων, μυρτιών, ροδοδαφνών και παντός είδους οπωροφόρων δένδρων. Αι κώμαι ενταύθα είσι και τα ύδατα θαυμάσια»(1).
Όπως αποδεικνύεται, η ονομασία «Αμπαδιά» συνδέεται με τη συγκεκριμένη περιοχή του Αμαρίου τουλάχιστον από την περίοδο της Βενετοκρατίας, μιας και κατά την περίοδο αυτή υπήρχε στην περιοχή η καβαλαρία (φέουδο) της «Αμπαδίας».
Κατά την Τουρκοκρατία και Αιγυπτιοκρατία η περιοχή εξακολουθεί να είναι γνωστή ως «Αμπαδιά».
Το 1902, ο επιφανής Αμαριώτης (Γερακαριανός) εκπαιδευτικός Εμμανουήλ Γ. Γενεράλις, σημείωνε: «Αι κώμαι Κουρούτες, Νίθαυρις, Άγ. Ιωάννης, Αγ. Παρασκευή, Αποδούλου, Βαθειακό, Άρδακτος, Πλάτανος, Λοχριά, Σάτα, Ρίζικας, Κλήμα, ονομάζονται Αμπαδιά της οποίας οι Τούρκοι κάτοικοι, οι περιβόητοι Αμπαδιώται θεωρούνταν υπό τινων απόγονοι των Σαρακηνών»(2).
Στα δώδεκα χωριά που αναφέρει ο Γενεράλις, κάποιοι προσθέτουν και τις Μάνδρες, περιοχή που ανήκε στην κοινότητα Αποδούλου, μέχρι το 1957 που διαμορφώθηκε ως αυτόνομος οικισμός(3) και με την έννοια αυτή και οι Μάνδρες ανήκουν στην Αμπαδιά και προστίθενται στα ιστορικά δώδεκα χωριά της.
Στα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, ο Στέργιος Σπανάκης, αναφερόμενος στα χωριά της Αμπαδιάς έγραφε: «Σ’ όλα αυτά τα χωριά κατοικούσαν σχεδόν μόνο Τούρκοι, που ήταν διαφορετικοί από τους άλλους Τούρκους στο χαρακτήρα, στα ήθη και έθιμα, ακόμη και στη σωματική διάπλαση. Ήτανε άγριοι, φανατικοί, αιμοχαρείς, μελαψοί, με ούλες τρίχες, με μύτη σιμή και χείλη παχειά. Είχαν ιδιάζοντα τρόπο στην ομιλία τους, που έμοιαζε με τα αραβικά. Γι’ αυτό και ο Γάλλος περιηγητής Olivier, που ήλθε στην Κρήτη το 1774, πίστεψε πώς ήταν απόγονοι των Σαρακηνών, που κατέλαβαν την Κρήτη το 824, και η λέξη Αμπαδιά προέρχεται από την αραβική λέξη badia που σημαίνει πεδιάδα. Αντίθετα άλλοι, όπως ο Pashley και ο Raulin που επισκέφθηκαν την Αμπαδιά δεν βρήκαν καμιά διαφορά μεταξύ των άλλων Τούρκων και των Αμπαδιωτών»(4).
Ο Νικόλαος Τωμαδάκης παραθέτει το εξής απόσπασμα από τη σελ. 29 των «Απομνημονευμάτων» του Κριτοβουλίδη: «Οι δ’ Αμπαδιώται έχουσι χρώμα μελανωπόν και ανάστημα ως επί το πλείστον μικρόν, και ιδιάζοντα προς το απαγγέλλειν τρόπον, παραπλήσιον προς τον της Αραβικής».
Οι μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων κατά τις κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Οι οικισμοί τους έγιναν ορμητήρια καταστροφικών επιδρομών ως τις 28 Ιουνίου 1821, οπότε κάηκαν από τους Έλληνες επαναστάτες. Στην Κρητική Επανάσταση του 1866 οι μουσουλμάνοι Αμπαδιώτες πήραν μέρος στις σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού στο οροπέδιο Λασιθίου, αλλά τον Ιούνιο του 1868 τα χωριά τους καταστράφηκαν και πάλι από Κρήτες οπλαρχηγούς. Η λέξη «αμπαδιώτης», κυρίως κατά τον 19ο αιώνα είχε λάβει αρνητική έννοια και έφτασε να χαρακτηρίζει τον ατίθασο, τον βάρβαρο άνθρωπο (5), αυτή όμως η χωρίς εξαιρέσεις για τους κατοίκους της Αμπαδιάς αντίληψη φυσικά έτεινε να επικρατήσει στους εκτός Αμπαδιάς κατοίκους της Κρήτης, λόγω της αγριότητας των μουσουλμάνων Αμπαδιωτών, και όχι στους κατοίκους της ίδιας της Αμπαδιάς. Το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων Αμπαδιωτών, οι οποίοι έφταναν τις 4000 περίπου, εγκατέλειψε την Κρήτη μετά την ανακήρυξη της αυτονομίας του νησιού το 1897(6).
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση της ονομασίας της Αμπαδιάς, αλλά και με τη σύνθεση του πληθυσμού της, από την Αραβοκρατία μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα που είναι και η χρονική περίοδος που κυρίως εξετάζεται εδώ(7). Ο Ιωάννης Βολανάκης, στο βιβλίο του «Τα τοπωνύμια της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης Κρήτης»(8) καταγράφει κάποιες από τις ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί για την ετυμολόγηση του τοπωνυμίου «Αμπαδιά»:
α)Από το αραβικό «Abbadia» που σημαίνει «έρημος τόπος».
β)Από το λατινικό «Abbatia», που σημαίνει «Μονή, Μοναστήρι», από την ύπαρξη Ρωμαιοκαθολικού Μοναστηριού στην περιοχή, επί της εποχής της Βενετοκρατίας (1210 -1645/69)
γ)Από το όνομα «Αμπάν», του αρχηγού των Τούρκων οι οποίοι κατέκτησαν την περιοχή το 1645-1647.
δ)Από το ρήμα «εμποδίζω», επειδή η περιοχή περικλείεται από βουνά που εμποδίζουν την ομαλή πρόσβαση στις γειτονικές περιοχές.
Ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία (την ονομάζω ε’) σύμφωνα με την οποία η ονομασία προήλθε από τη λέξη «αμπάς» που είναι χοντρό μάλλινο ύφασμα. Η λέξη είναι συνώνυμο της λέξης «γαμπάς». Το μάλλινο πανωφόρι με κουκούλα (το λεγόμενο καπότο) που φορούσαν στις ορεινές περιοχές της Κρήτης, μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα, είχε και αυτή την ονομασία. Η λέξη «γαμπάς» προήλθε από τη βενετική λέξη gabban (gabbana στα ιταλικά) που σημαίνει «κάπα»(9). Η ερμηνεία αυτή θέλει του Αμπαδιώτες της Τουρκοκρατίας (1646-1898) να ήταν εξωμότες ευγενών κρητικών και ενετικών οικογενειών οι οποίοι δεν καταδέχονταν να φορούν ενδύματα από κοινό μάλλινο ύφασμα και φορούσαν «αμπάδες»(10). Λόγω της ετυμολόγησης της λέξης «γαμπάς» από βενετική λέξη, και η ερμηνεία αυτή ουσιαστικά παραπέμπει στη Βενετοκρατία και όχι στην Τουρκοκοκρατία για την προέλευση της ονομασίας της Αμπαδιάς.
Από τις παραπάνω ερμηνείες, η γ’ μάλλον θα πρέπει εξαρχής να αποκλειστεί, αφού στο Πρωτόκολλο του Νοτάριου Μανόλη Βαρούχα, από το Μοναστηράκι Αμαρίου, που καλύπτει τα έτη 1597-1613, αναφέρεται η καβαλαρία «τσ’ Αμπαδίας» ή «τζι Απαδίας» σε νοταριακά έγγραφα (συμβόλαια) που αφορούν στα χωριά: Κουρούτες, Ρίζικας, Σάτα. Επίσης, στο ίδιο Πρωτόκολλο αναφέρεται και Αμπαδιανός Τόπος(11). Οι αναφορές αυτές υπάρχουν σε συμβόλαια που συντάχθηκαν πριν την κατάκτηση της περιοχής αυτής από τους Τούρκους που έγινε το 1645-1647. Είναι όμως πιθανό, οι Τούρκοι που κατέλαβαν την περιοχή, μεταξύ των οποίων υποστηρίζεται ότι υπήρχαν και μουσουλμάνοι από άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκτός της περιοχής της σημερινής Τουρκίας, όπως Άραβες, Τυνήσιοι, Αλβανοί, Αιγύπτιοι, Αλγερινοί(12), Σύριοι κ.α., να υιοθέτησαν την ονομασία «Αμπαδία» ως όνομα ολόκληρης της περιοχής που περιλάμβανε τα δώδεκα χωριά που προαναφέρθηκαν (σημειώνεται ότι το αντρικό όνομα «Abbad» ή “Abad” σημαίνει προσκυνητής στην αραβική γλώσσα). Όμως, εκτός από την ίδια την ονομασία που παραπέμπει και στον αραβικό κόσμο, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η περιοχή ονομαζόταν έτσι κατά την Αραβοκρατία.
Ως προς την ερμηνεία α’, ο Ν. Τωμαδάκης αναφέρει ότι η Κρήτη την περίοδο της αραβικής κατάκτησης ήταν «χώρα, η οποία “έρεε μέλι και γάλα”, ήτο σιτοπαραγωγός, ελαιοπαραγωγός και οινοφόρος, ηδύνατο δε να εκθρέψη πολλά ποίμνια και αγέλας ζώων»(13). Σε αυτό κατατείνουν οι ιστορικές μαρτυρίες για την περίοδο αυτή, άρα είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι ένας τόπος που μάλιστα βρίσκεται δίπλα στην πεδιάδα της Μεσαράς ήταν έρημος. Στην περιοχή της Αμπαδιάς υπάρχει ακόμη και σήμερα μεγάλος αριθμός από ελαιόδεντρα που από την περίμετρο του κορμού τους συμπεραίνεται ότι υπήρχαν ακόμη και κατά την Αραβοκρατία, δηλαδή 1100-1200 πριν από την εποχή μας, και σίγουρα η περιοχή είχε κατοίκους που τα καλλιεργούσαν. Όμως, η θεωρία του «έρημου τόπου» φωτίζεται περισσότερο από απόσπασμα άρθρου που αναρτήθηκε το 2013 στον διαδικτυακό τόπο του Ιδρύματος Ισλαμικού Πολιτισμού(FUNCI) με έδρα τη Μαδρίτη και αφορά στην ετυμολογική έννοια του “βεδουίνου”. Σύμφωνα με αυτό, η λέξη Βεδουίνος αναφέρεται στους κατοίκους της Badia (al-badia), ενός τόπου όπου είναι δυνατό να ασκηθεί η νομαδική βοσκή. Αυτή η λέξη μπορεί να μεταφραστεί ως «έρημος», αλλά σχετίζεται περισσότερο με μια οικολογική παρά μια γεωγραφική έννοια»(14).
Άρα, η ονομασία θα μπορούσε πράγματι να έχει προέλθει από Βερβέρους που ήταν νομάδες όπως και οι Βεδουίνοι και πιθανόν εγκαταστάθηκαν στην Αμπαδιά μαζί με τους Σαρακηνούς -προερχόμενοι είτε από περιοχές της Ανδαλουσίας είτε από περιοχές της Βόρειας Αφρικής ενώ οι Βεδουίνοι προέρχονται κυρίως από τις ερήμους της Μέσης Ανατολής- και άσκησαν κυρίως την κτηνοτροφία στα γύρω βουνά της περιοχής (ως νομαδική βοσκή), ονομάζοντας την νέα πατρίδα τους «Al-badia», ίσως και με την έννοια του θαυμαστού μέρους αφού «Βadia» στην αραβική γλώσσα, ως θηλυκό όνομα, σημαίνει και «θαυμαστή», «αξιολάτρευτη», και η «Badia» σιγά σιγά μπορεί να έγινε «Αμπαδία» και τελικά «Αμπαδιά».
Η περίοδος της Αραβοκρατίας στην Κρήτη διήρκεσε περίπου 134 χρόνια, από το 827/828 μέχρι το 961. Ο Βασίλης Καλαϊτζάκης αναφέρει ότι οι Σαρακηνοί που κατέλαβαν την Κρήτη είχαν φύγει από την Ανδαλουσία της Ισπανίας -όπου είχαν εξισλαμιστεί- μετά από μια αποτυχημένη επανάσταση υποκινούμενη από τους fuqaha (κορανομαθείς) προαστείου της Córdoba, επί διακυβέρνησης του Ομαγιά εμίρη της al-Hakam I. Ενδιάμεσος σταθμός τους πριν από την Κρήτη ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου παρέμειναν κάποια χρόνια. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης ενίσχυσαν επαρκώς τις δυνάμεις τους με νέους Άραβες, τους οποίους μετακάλεσαν από την Ισπανία και την Αφρική(15). Ο καταγόμενος από την Córdoba, Ισπανός ιστορικός Manuel Harazem αναφέρει ότι ο αρχηγός των Σαρακηνών που κατέλαβαν την Κρήτη, Abū Ḥafṣ ʿUmar καταγόταν από το Fahs al-Ballut, το αραβικό όνομα της σημερινής κοιλάδας του Los Pedroches(16). Η περιοχή Los Pedroches, βρίσκεται στο βόρειο άκρο της σημερινής ισπανικής επαρχίας Córdoba. Στη διπλανή επαρχία Jaén υπάρχει η πόλη Úbeda (Ούβεδα), που απέχει περίπου 145 χλμ οδικώς από την πόλη της Córdoba, μια απόσταση λίγο μεγαλύτερη από την οδική απόσταση από το Ηράκλειο στα Χανιά. Η Úbeda είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της επαρχίας της (περίπου στο μέγεθος του Ρεθύμνου), βρίσκεται στους λόφους Úbeda στην κοιλάδα Guadalimar(17), και συνορεύει από όλες τις πλευρές με εκτεταμένους ελαιώνες που παράγουν μερικά από τα καλύτερης ποιότητας ελαιόλαδα στον κόσμο. Η πόλη, χτισμένη σε υψόμετρο 748 μέτρων, ήταν αρχικά ιβηρικός οικισμός που καταλήφθηκε από Βερβέρους και Άραβες Ομαγιάδες, το 711 (18) και ουσιαστικά πήρε μορφή πόλης γύρω στο 852, όταν ο Μαυριτανός Χαλίφης Abd-al-Rahman II διέταξε την οχύρωση της «Madinat Ubbadat al-Arab» (“Η πόλη της Ubeda των Αράβων”)(19). Η λέξη «Ubbadat» προφέρεται «Αϊμπαντάτ» στην αραβική γλώσσα και «Αμπαντά» στην αγγλική, σύμφωνα με τη μεταφραστική μηχανή της Google. Επειδή οι Σαρακηνοί που κατέλαβαν την Κρήτη ενισχύθηκαν και από άλλους Ανδαλουσιανούς(20), ενδεχομένως, αν όχι από την αρχή της αραβικής κατάκτησης της Κρήτης, κάποια στιγμή αργότερα Σαρακηνοί προερχόμενοι από την πόλη Úbeda, ονομαζόμενη τότε Ubbadat από τους Άραβες, να μετοίκησαν στην Κρήτη και να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, η οποία ήταν και αυτή ελαιοπαραγωγός ήταν μέσα σε κοιλάδα και γενικά είχε ομοιότητες με την περιοχή από την οποία προέρχονταν, και να της έδωσαν το όνομα της πόλης προέλευσής τους το οποίο μετεξελίχθηκε σε «Αμπαδιά». Άλλωστε, οι Σαρακηνοί της Κρήτης που προέρχονταν κυρίως από την Córdoba θα πρέπει να είχαν επικοινωνία με τους κατοίκους της Ubbadat, αφού υπάρχει και υδάτινη σύνδεση μεταξύ των δύο πόλεων, μέσω του ποταμού Guadalquivir, o οποίος διέρχεται από την Córdoba αλλά επίσης περνάει και σε κοντινή απόσταση από την Úbeda, αν και είναι ένα ερώτημα ο βαθμός πλωτότητας του τμήματος αυτού του ποταμού εκείνη την εποχή. Λογικά όμως, βάρκες ή μικρά πλοία που έκαναν εμπόριο θα μπορούσαν να πλέουν.
Ανεξαρτήτως της προέλευσης ή μη των Σαρακηνών της Κρήτης από την Úbeda, ίσως αυτοί ανήκαν στο κίνημα των ibadi. Το κίνημα των ibadi ή Ibadism (al-ʾIbāḍiyya στην αραβική γλώσσα) είναι μια σχολή του Ισλάμ. Όπως αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος (Γιαννουλάτος), οι ibadi προέρχονται από τη μουσουλμανική αίρεση των χαριζιτών (khawarij) οι οποίοι είναι μείγμα δημοκρατικού και φιλελευθέρου πνεύματος, αλλά ταυτόχρονα πουριτανικής αυστηρότητας και φανατισμού. Πολιτικά, η αίρεση αυτή χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς για αντίδραση εναντίων των κυβερνώντων. Ο Αναστάσιος αναφέρει τους Βερβέρους της Βόρειας Αφρικής ως παράδειγμα, οι οποίοι, κατά τη μεγάλη εξέγερσή τους εναντίον της δυναστείας των Ομαγιαδών στηρίχθηκαν στις διδασκαλίες των χαριζιτών. Οι χαριζίτες κατέληξαν να πιστεύουν σε ένα είδος παράδοξης και επικίνδυνης ελευθερίας, ότι δικαιούνται δηλαδή εν ονόματι της να φονεύουν τους εκτός της κοινότητάς των. Οι χαριζίτες υπέστησαν πολύ σκληρές διώξεις από τους εκάστοτε ηγέτες και οι μικρές ομάδες τους που απέμειναν μετά τους διωγμούς διασκορπίσθηκαν σε διάφορα μέρη(22).
Πυρήνας της παραπάνω ερμηνείας της ονομασίας της Αμπαδιάς είναι η ομοιότητα των λέξεων «Ubbadat», «Ibadi» και «Αμπαδιά».
Ελλείψει ιστορικών στοιχείων για τους κατοίκους της περιοχής κατά την Αραβοκρατία, δεν μπορούμε ούτε καν να είμαστε σίγουροι ότι εκείνη την περίοδο η Αμπαδιά κατοικήθηκε από Σαρακηνούς, πολύ δε περισσότερο δεν μπορούμε να πούμε κατηγορηματικά ότι η Αμπαδιά κατοικήθηκε τότε από Σαρακηνούς που ανήκαν στο κίνημα των ibadi. Ο Θεοχάρης Δετοράκης, στη σελ. 144 της «Ιστορίας» του, αναφέρει ότι «ο Β. Χρηστίδης πιστεύει, μάλλον σωστά, ότι η αραβική κυριαρχία στην Κρήτη περιοριζόταν περίπου στα όρια του σημερινού νομού Ηρακλείου και σε ορισμένα χωριά της βόρειας Κρήτης»(23). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Αμπαδιά θα μπορούσε να μην είχε κατοικηθεί εκείνη την περίοδο από Σαρακηνούς και να είχαν συνεχίσει να ζουν εκεί μόνο οι ντόπιοι χριστιανοί κάτοικοί της.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι το χριστιανικό στοιχείο επιβίωσε στην Κρήτη και κατά την Αραβοκρατία και συνέχισαν να υπάρχουν και τόποι χριστιανικής λατρείας, όπως ήταν η ορθόδοξη μονή η λεγόμενη «Μονή του Μαγίστρου», που ονομάστηκε έτσι μετά από την ταφή σ’ αυτήν του μαγίστρου Σέργιου Νικητιάτη, που σκοτώθηκε το 843, σε μια από τις εκστρατείες των Βυζαντινών για την ανακατάληψη του νησιού(24). Εκτός από την περίπτωση της «Μονής του Μαγίστρου» υπήρχαν και άλλοι χριστιανικοί τόποι λατρείας που επιβίωσαν της Αραβοκρατίας, όπως είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Όρμο που έδωσε το όνομά του στην πόλη του Αγίου Νικολάου Λασιθίου. Ο ναός αυτός χτίστηκε στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο, πριν την αραβική κτήση, και δεν καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς(25). Ο Ν. Τωμαδάκης παρατήρησε ότι «η μετά το 961 ορθόδοξος Κρητική Εκκλησία εις ουδένα Κρήτα της αραβοκρατίας απένειμε τιμήν μάρτυρος»(26). Επίσης, υποστήριξε ότι η αναλογία της αραβικής συμπεριφοράς, με αραβοκρατούμενα μέρη όπως τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, συνηγορεί υπέρ της ανοχής της Ορθοδοξίας στην Κρήτη, παρά τις διώξεις, σε αντιστοιχία και με τη συμπεριφορά των Αράβων προς τους Κυπρίους που και αυτοί παρέμειναν υπό τους Άραβες από το 647 μέχρι το 965 και γι’ αυτήν μας πληροφορεί η αλληλογραφία του Νικολάου Α’ του Μυστικού, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (901-907 και 912-925). Κάποιοι μάλιστα από τους αρνησίθρησκους γνωστούς πειρατές που εξορμούσαν από την Κρήτη εκείνη την περίοδο δεν απέβαλαν τα χριστιανικά τους ονόματα, όπως ο Φώτιος (881) που ήταν Κρητικός και ο Λέων (ο Τριπολίτης) που άλωσε τη Θεσσαλονίκη (904) (27).
Κατά τον Β. Καλαϊτζάκη, οι Άραβες της Κρήτης «ήταν κατά το πλείστον άθρησκοι και μιγάδες, όσοι δε τυχόν θρησκεύονταν τελούσαν χαλαρά τα της θρησκείας, κι εξόν από αυτό δεν είχαν καμιά θρησκευτική επικοινωνία με τους άλλους μουσουλμάνους και δεν αναγνώριζαν κανέναν από τους χαλίφες ως θρησκευτικό τους αρχηγό. Ο ηγεμόνας τους πάλι δεν έφερε τον τίτλο του Ιμάμ, δηλαδή του θρησκευτικού και πολιτικού συγχρόνως αρχηγού, αλλά του αμηρά, δηλαδή του πολιτικού μόνον αρχηγού»(28).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ