Η ευρωπαϊκή πολιτική για το περιβάλλον τις ερχόμενες δεκαετίες έχει σαν στόχο την αντιμετώπιση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων και προκλήσεων, τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των Ευρωπαίων πολιτών, αλλά και τη διατήρηση της πρωτοπορίας των ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά την αποτελεσματική αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων και αλλαγών.
Οι τρεις άξονες της ευρωπαϊκής πολιτικής για το περιβάλλον τις ερχόμενες δεκαετίες περιλαμβάνουν:
Α) Τη μετάβαση των χωρών της Ε.Ε. σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Β) Την προώθηση της κυκλικής οικονομίας.
Γ) Την αύξηση της προσαρμοστικότητας των οικοσυστημάτων ούτως ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αναπόφευκτες περιβαλλοντικές αλλαγές χωρίς να διαταραχθεί σημαντικά η ισορροπία τους.
Οι προαναφερθέντες άξονες της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής με ορίζοντα το έτος 2050 κινούνται προς τη κατεύθυνση αφενός μεν του περιορισμού και του μετριασμού των επερχόμενων και των αναπόφευκτων περιβαλλοντικών αλλαγών και αφετέρου στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων ούτως ώστε τα ανθρωπογενή και τα φυσικά οικοσυστήματα να γίνουν ευέλικτα και περισσότερο προσαρμοστικά στις αναμενόμενες μελλοντικές περιβαλλοντικές διαταραχές.
Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΧΑΜΗΛΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΑΝΘΡΑΚΑ
Η αντιμετώπιση του σημαντικότερου σήμερα περιβαλλοντικού προβλήματος του πλανήτη, δηλαδή των κλιματικών αλλαγών, επιβάλλει τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα του κυριότερου θερμοκηπιακού αερίου που είναι το διοξείδιο του άνθρακα (CO2). H E.E. θεωρείται πρωτοπόρα διεθνώς όσον αφορά την εθελούσια δέσμευσή της για τον περιορισμό τα προσεχή χρόνια των εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων μεταξύ των οποίων και του CO2 το οποίο προέρχεται κατά κύριο λόγο από την καύση ορυκτών καυσίμων.
Η επίτευξη των φιλόδοξων αυτών στόχων της Ε.Ε. θα γίνει δυνατή μέσω:
Α) Της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής, στα κτήρια, στην παραγωγή ηλεκτρισμού, στη γεωργία, στη βιομηχανία κ.αλ.
Β) Της υποκατάστασης των ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου), τα οποία, κατά κύριο λόγο, εισάγονται στην Ε.Ε., με ανανεώσιμους ενεργειακούς πόρους, οι οποίοι αφθονούν στην επικράτειά της και αποτελούν ενδογενείς φυσικούς πόρους.
Η μετάβαση, λοιπόν, σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα συνδυάζεται αφενός με την αξιοποίηση των ενδογενών ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων της Ε.Ε. και αφετέρου με την ανάπτυξη και τη βελτίωση πληθώρας τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά και των πολλών τεχνολογιών αξιοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτό αναμένεται ότι θα δημιουργήσει πολλές νέες θέσεις εργασίας και θα τονώσει την οικονομική ανάπτυξη σε πληθώρα νέων βιομηχανικών κλάδων στους οποίους η Ε.Ε. θα διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.
Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΚΛΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Καθώς η κατανάλωση των εξαντλήσιμων φυσικών πόρων στον πλανήτη έχει φθάσει σε ανησυχητικά επίπεδα και το οικολογικό αποτύπωμα μας έχει πλέον ξεπεράσει τα όρια της γης, καθίσταται επιτακτική η βέλτιστη αξιοποίηση των (κυρίως εξαντλήσιμων) φυσικών πόρων μέσω της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησής τους. Η προώθηση της κυκλικής οικονομίας στην Ε.Ε. γίνεται κατανοητή μέσω της:
Α) Αύξησης της ανακύκλωσης, της επαναχρησιμοποίησης και του περιορισμού της σπατάλης χρήσιμων φυσικών πόρων. Τα περισσότερα προϊόντα που παράγονται σήμερα είναι δυνατόν να ανακυκλωθούν εξοικονομώντας πολύτιμους φυσικούς πόρους από τους οποίους παρήχθησαν, ενώ διαφορετικά θα απορριπτόταν σαν άχρηστα στο περιβάλλον ρυπαίνοντάς το.
Β) Προώθησης του οικολογικού σχεδιασμού και της βιομηχανικής συμβίωσης κατά την οποία τα απορριπτόμενα υλικά από μία διαδικασία αποτελούν χρήσιμες πρώτες ύλες ή ενέργεια για μία άλλη διαδικασία έχοντας ταυτόχρονα σαν αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση της απόρριψης αποβλήτων στο περιβάλλον.
Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο ότι η ανάπτυξη τέτοιων τεχνολογιών θα έχει σαν αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενώ η Ε.Ε. θα διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της σε νέους βιομηχανικούς κλάδους, προϊόντα και τεχνολογίες.
Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΕΛΙΞΙΑΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Καθώς οι περιβαλλοντικές διαταραχές θα γίνονται στο μέλλον όλο και πιο απότομες και συχνές είναι σημαντικό για την Ε.Ε. να βελτιώσει την προσαρμοστικότητα και την ευελιξία των οικοσυστημάτων της ούτως ώστε να μην διαταράσσονται σημαντικά από τέτοιες αλλαγές. Οι έννοιες της προσαρμοστικότητας και της ευελιξίας των οικοσυστημάτων γίνονται κατανοητές σαν:
Α) Ο χρόνος που απαιτείται μετά από μία διαταραχή ούτως ώστε το οικοσύστημα να επανέλθει σε κατάσταση ισορροπίας.
Β) Η ικανότητα του οικοσυστήματος να απορροφήσει κάποιες αλλαγές και διαταραχές χωρίς να χάσει την αρχική του λειτουργικότητα.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η βελτίωση της προσαρμοστικότητας των οικοσυστημάτων στην Ε.Ε. θα επιτρέψει στο μέλλον την αποφυγή της υποβάθμισής τους έπειτα από περιβαλλοντικές διαταραχές ή ακόμα και καταστροφές.
Η προαναφερθείσα, λοιπόν, περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε. για τις προσεχείς δεκαετίες έχει ολιστική προσέγγιση και συνδυάζει:
Α) Την προστασία του περιβάλλοντος, την ελαχιστοποίηση της απόρριψης αέριων, υγρών και στερεών αποβλήτων, την αειφόρο ανάπτυξη και τη λελογισμένη χρήση πολύτιμων φυσικών πόρων.
Β) Την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Γ) Την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων και προϊόντων στα οποία η Ε.Ε. θα διατηρήσει σημαντικό τεχνολογικό προβάδισμα και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα παγκοσμίως. Σημαντικό βέβαια ρόλο σε αυτό παίζει και η μεγάλης κλίμακας έρευνα που γίνεται σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και η ικανότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να καινοτομούν όσον αφορά τη δημιουργία νέων προϊόντων και διεργασιών.
*Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει ενεργειακή και περιβαλλοντική τεχνολογία στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.