Η πλαστική ρύπανση προκαλεί σημαντικά προβλήματα σε πολλαπλά επίπεδα για την άγρια φύση των ωκεανών. Σύμφωνα με το σχετκό ρεπορτάζ της Ναυτεμπορικής, oι οργανισμοί που καταναλώνουν πλαστικά είναι επιρρεπείς σε ορμονικές διαταραχές και αναπαραγωγικά προβλήματα που επηρεάζουν τη γενική τους υγεία, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η άγρια φύση σε όλο τον κόσμο εκτίθεται σε πλαστικούς ρύπους που περιέχουν χημικές ουσίες που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές. Οι συνέπειες αυτών των χημικών στα θαλάσσια περιβάλλοντα είναι ακόμα ασαφείς, αν και οι επιστήμονες τις μελετούν εδώ και χρόνια.
Σύμφωνα με τον Guardian, πολλές φάλαινες όρκες έχουν βρεθεί με μεγάλες ποσότητες πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στα συστήματά τους. Αυτά τα χημικά ήταν ένα συνηθισμένο συστατικό σε πλαστικά προϊόντα μέχρι την παγκόσμια απαγόρευσή τους το 2004. Οι επιστήμονες παρακολουθούσαν μια ομάδα φαλαινών στις ακτές της Σκωτίας και βρήκαν τα χημικά στο σύστημά τους. Αυτή η ομάδα φαλαινών δεν έκανε παιδιά κατά τη διάρκεια της 25ετούς μελέτης.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο πληθυσμός της όρκας, της λεγόμενης φάλαινας-δολοφόνου, σε όλο τον κόσμο, θα μειωθεί κατά 50% τα επόμενα 100 χρόνια λόγω των υψηλών επιπέδων πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στα θαλάσσια περιβάλλοντα. Αν και αυτές οι χημικές ουσίες έχουν απαγορευτεί, εξακολουθούν να φτάνουν στον ωκεανό μέσω χώρων υγειονομικής ταφής και άλλων εγκαταστάσεων αποβλήτων. Η θαλάσσια ζωή είναι ευαίσθητη σε αυτά λόγω της ποσότητας λίπους στους ιστούς τους, η οποία απορροφά τα τοξικά χημικά με υψηλό ρυθμό.
Αφού οι φάλαινες καταναλώνουν αυτές τις επιβλαβείς χημικές ουσίες, τις μεταφέρουν στους απογόνους τους μέσω της παραγωγής γάλακτος. Στη συνέχεια, ο κύκλος επαναλαμβάνεται έως ότου τα επίπεδα φτάσουν σε σημείο όπου επηρεάζουν την αναπαραγωγή. Κάποιες όρκες έχουν ανακαλυφθεί με συγκέντρωση των χημικών άνω των 100 φορών πάνω από το όριο ασφαλείας στους λιπώδεις ιστούς τους.
Αν και τα χημικά έχουν σαφώς αρνητικό αντίκτυπο στην άγρια φύση, τα πλήρη αποτελέσματα αυτών των χημικών ουσιών παραμένουν άγνωστα. Οι ερευνητές επίσης δεν έχουν μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο τα χημικά αυτά που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές επηρεάζουν τους ανθρώπινους πληθυσμούς.