Με έκπληξη και δέος, τον είδε πάνω σ’ ένα σύννεφο, να της γελά και να της κάνει χαρούµενα σινιάλα.
– Έλα Παναγία µου πως βρέθηκες εκει πάνω;
– ∆εν είναι υπέροχο το σύννεφό “µου”;;
– Υπέροχο, υπέροχο δεν αντιλέγω· αλλάζει σχήµατα, αλλάζει χρώµατα έξοχα, ιώδες, γκριζάκι, ολόλευκο, µα…
– Έλα κι εσύ, µη φοβάσαι, δώσε µου το χέρι σου, να σε βοηθήσω. Είναι καταπληκτική η αίσθηση να βουλιάζεις στο πούπουλο… Έλα αγάπη µου. Μη φοβάσαι λέµε, να σηκωθείς στις µύτες των ποδιών σου, κι εγώ θα σκύψω να σε πιάσω δυνατά ν’ ανέβουµε µαζί… Να το περπατήσουµε µε σιγουριά και καµάρι, όσο να φτάσουµε στην πόρτα του Θεού!
– Μα έχεις τρελλαθεί τελείως; Και πώς θα κατέβουµε µετά;
– ∆εν θα κατέβουµε ποτέ! Θα γίνουµε βροχή στο ξερό χώµα… Απαράµιλλο, ε; Να γίνουµε ΒΡΟΧΗ! Θεϊκό, θα ‘λεγα…
Της ίδιας. Από την ανέκδοτη συλλογή µε εικονολογικές διαθέσεις και εικονοκλαστικές… προθέσεις!
…Ήθελα να πάρω µερικά αποσπάσµατα από το κείµενο “Ανθολογώντας” του Φοίβου Γκινόπουλου, που µου άρεσε πολύ, κι αφού έδωσε έµφαση στο να διαβάζουµε ποίηση, εγώ, “παρεξήγησα”! Ενόησα να… γράφουµε Ποίηση, ή ποίηση, τέλος πάντων κι έδωσα και τίτλο στις αφορµές µου, την επίµαχη φράση του. Γιατί βεβαίως είναι αισιόδοξο ελπιδοφόρο κι αισθητικά εξαίσιο, ν’ αναβαπτίζεται το συναίσθηµα! Τονώνεται, δυναµώνει, επαναπροσδιορίζει και ξανά, χαρίζει, τα όποια του ωραία ιδιώµατα!
Αντιγράφω: «Οι λέξεις, περισσότερο από κάθε άλλο φυσικό αντικείµενο, υπόκεινται σε φθορά. Φτάνει να τις χρησιµοποιείς πολύ, φτάνει να τις χρησιµοποιείς µε λάθος τρόπο. ∆εν έχουν ηµεροµηνία λήξης, χάνουν όµως ουσία, πυκνότητα, ζωντάνια. Καταλήγουν αδύναµες, προφανείς. ∆ίνουν ελάχιστο φως, σβήνουν.
…Η Ποίηση είναι εκείνη που µπορεί να τους δώσει πάλι ενέργεια. Αρκούν µερικοί στίχοι, για να το καταλάβουµε.
Από την Σαπφώ στον Νερούντα, από την Βισουάβα Σιµπόρσκα στην Ντίκινσον και στον Μπάιρον, από τον Καβάφη στον Πεσσόα. Η ποίηση ξαναβαφτίζει τα συναισθήµατα(*) σε µια σκυταλοδροµία, που δεν γνωρίζει χρονικά και γεωγραφικά εµπόδια. Ο Ντίνο Καµπάνα συνοµιλεί από απόσταση µε τον Ρίλκε και η άνοιξη του Ματσάδο, αντηχεί συµβολικά και αισθησιακά µ’ εκείνη του Πρεβέρ. Πατρίτσια Καβάλλι και Ναζίµ Χικµέτ, κοιτάζονται από τη µία σελίδα στην άλλη, ο Λεοπάρντι προλογίζει τον Γκέτε, η Αντονέλλα Ανέντα συνοδεύεται από τα βήµατα χορού της Κάθριν Μάνσφιλντ.
…Η πιο συµφέρουσα ποσολογία, είναι η συνταγογράφηση τουλάχιστον ενός ποίηµατος την ηµέρα. Πριν, ή µετά τα όνειρα, ή ακόµη και κατά την διάρκεια των ονείρων. Είναι καλύτερα, να υπάρχει απόλυτη ησυχία…».