ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ και προχώρησε κι αυτό το καλοκαίρι για τα καλά κι έφερε τη γλυκιά και συνήθη ραστώνη του. Είναι η στιγμή κατάλληλη για να αφήσουμε τους τραγικούς βίους των άτυχων ποιητών και να ανοίξει η ψυχή μας τα φτερά της αισιόδοξη και καλοκαιρινή. Επιλέγω ως αφόρμηση έμπνευσης για τις σημερινές ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ τη φωτογραφία του ζεύγους Βάρναλη(1) που από την πρώτη στιγμή που την είδα μου έκανε ιδιαίτερα θετική εντύπωση και αναζητώντας και άλλες τους φωτογραφίες διαπίστωνα σε όλες την όμορφη σχέση τους. Λένε βέβαια πως «μια φωτογραφία ίσον με χίλιες λέξεις»«. Θα ενίσχυα την άποψη αυτή με το απόφθεγμα του Γερμανού φιλοσόφου Βenjamin Walter «o φωτογραφικός φακός αποκαλύπτει τις υποσυνείδητες οπτικές με τον ίδιο τρόπο που η ψυχανάλυση αποκαλύπτει τις υποσυνείδητες αιτίες».
Σε όλες τις φωτογραφίες διαφαίνεται ο θαυμασμός της ποιήτριας προς τον σύζυγό της και η συναισθηματική της πληρότητα, ενώ συγχρόνως τον περιβάλλει με μια χαριτωμένη παιχνιδιάρικη θηλυκότητα. Ένας τεράστιος ποιητής και δίπλα του μια ελάσσονα ποιήτρια. Ο Βάρναλης έριξε τη σκιά της φήμης του ή το φως του στη σύζυγό του; Θα απαντήσω ευθύς: το φως του!
Η Δώρα Μοάτσου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και μαθητικά της χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, ενώ καταγόταν από τα Χανιά. Αποφοίτησε από τη Ζάππειο Σχολή, σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόννης και εργάστηκε ως καθηγήτρια στην Κρήτη και την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Κώστα Βάρναλη, τον οποίο παντρεύτηκε το 1929 στην Αθήνα. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του Νουμά και το 1927 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της “Στίχοι”. Το 1938 η συλλογή “Ιn memoriam” της οποίας η πρώτη έκδοση χάθηκε μετά από εισβολή και έρευνα της αστυνομίας στην οικία Βάρναλη. “Τραγούδια για παιδιά” 1954. “Καημοί και αγάπες” 1956. “Ο ελληνικός στίχος από τους βυζαντινούς χρόνους ως σήμερα” μελέτη. “Κάτω από το λιοντάρι της Βενετίας” (έμμετρο δράμα 1959). “Κόρη της Εύας” (μυθιστόρημα 1961). “Ταξίδι αναψυχής” (διηγήματα 1962). “Ποιήματα” 1963. “Ποιήματα – Σονέτα”, Κέδρος 1976.
Το παρακάτω ποίημά της γράφτηκε στα Χανιά το 1917 και δημοσιεύθηκε στον Νουμά.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Σκορπάει το κλήμα γύρω τους χυμούς του,/ τρυγούν μέσα στ’ αμπέλι τα σταφύλια
κι απ’ τη γερτή του μπαλκονιού μας γρίλια,
μέσα στ’ απομεσήμερο του Αυγούστου,
η μυρουδιά του πατημένου μούστου/ στην κάμαρά μας μπαίνει την ανήλια,
κι ηδονικά χαϊδεύει μας τα χείλια/ Το κλήμα με τους ώριμους καρπούς του
τριγύρω μας απλώνει πονηρά/ τη μέθη με τα φλόγινα φτερά…
Δε φταίμε εμείς, αν μέσα στις καρδιές μας/ ξυπνούν αμαρτωλές οι επιθυμιές μας…
Ζεστό τ’ απομεσήμερο του Αυγούστου,/ μεθυστικιά κι η μυρωδιά του μούστου.
H Δώρα Μοάτσου οπωσδήποτε ήταν ευνοημένη από το οικογενειακό της περιβάλλον, αφού εκείνη την εποχή μπόρεσε να σπουδάσει στην Αθήνα και στη Γαλλία. Κοινωνικά ευαισθητοποιημένη αγωνίστηκε και για τα δικαιώματα των γυναικών. Ακολουθεί απόσπασμα από άρθρο στην εφημερίδα ‘’Κήρυξ’’(5/4/1928):
«Η λογία και ποιήτρια συμπολίτις Δεσποινίς Δώρα Μοάτσου, κατά τη συγκέντρωσιν δια την ψήφον της γυναικός, εις το εν Αθήναις θέατρον «Απόλλων», το οποίον ήτο ασφυκτικώς πλήρες, από Αντιπροσώπους και των δυο φύλων, ομίλησεν ως Αντιπρόσωπος Γυναικείων Οργανώσεων Χανίων, ως εξής, καταχειροκτροτηθείσα[…]». Η Χανιώτισσα Μοάτσου ξεκίνησε την ομιλία αναφέροντας την ηρωική στάση των γυναικών από την μινωική εποχή μέχρι το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, οι οποίες στάθηκαν ισάξια στο πλευρό των ανδρών. Ήρθε, λοιπόν, ο καιρός να ζητήσουν «[…]την πολιτική τους εξίσωση για να αγωνιστούν, κι αυτές, όπως ο άνδρας, επίσημα πια στο λυτρωτικό και εκπολιτιστικό αγώνα. Είναι καιρός να λείψει η μεσαιωνική πρόληψη, πως η γυναίκα δεν είναι τάχα άξια να διευθύνει κι αυτή την Πολιτεία, πως ένας άνδρας αγράμματος και απολίτιστος είναι πιο ικανός να δώσει την ψήφο του στη διακυβέρνηση της χώρας, ενώ η γυναίκα όσο και αν ανέβει τα σκαλοπάτια της ανώτερης διανόησης, πρέπει να μένει αδιάφορος θεατής[…]. Θέλουμε να σώσουμε το λαό από την αγραμματοσύνη και την κοινωνία από την αλητεία, τη ζητιανιά και το αίσχος της σωματεμπορίας. Θέλουμε σπίτια καθαρά και φωτερά, και όχι πια τρώγλες και υπόγεια. Αυτά μόνο με την ψήφο θα τα επιτύχουμε, γι’ αυτό έντονα θα εργαστούμε για να βγούμε νικήτριες στον αγώνα. Αι γυναίκες της Κρήτης θα βρίσκονται πάντα στην πρωτοπορία».*
Στη φωτογραφία(2)η προσήλωση του Βάρναλη στο πρόσωπο της συζύγου του ,αλλά και το χαμόγελο της ίδιας επιβεβαιώνουν ότι ασφαλώς και ο Βάρναλης επιθυμούσε την εξέλιξή της. Πώς αλλιώς; Εξαρχής η επιλογή του έγινε επειδή γοητεύθηκε από την προσωπικότητά της και ασφαλώς θα στόχευε σε μια ευχερέστερη πνευματική επικοινωνία που θα ήταν και προς όφελός του. Οπότε κάποιες φιλολογικές ερμηνείες περί ανάσχεσης του έργου της ποιήτριας από τη βαριά σκιά της μεγάλης φήμης του ποιητή τις βρίσκω άστοχες. Ο καθένας τελικά προλαβαίνει ν’ αφήσει -όταν το επιθυμεί- το στίγμα της λογοτεχνικής του έκφρασης , στο μέτρο πάντα της δύναμης και της ορμής του ταλέντου του.
Η Δώρα Μοάτσου χωρίς συμπλέγματα φαίνεται ότι πάνω απ’ όλα απολάμβανε το πνευματικό κύρος του συζύγου της ,φρόντισε όμως κι εκείνη να παραδώσει λογοτεχνικό έργο και φιλολογικές μελέτες. Η ποίησή της συχνά μιλούσε με αισθησιακό και απελευθερωμένο λόγο για τη γυναικεία ψυχή αναγνωρίζοντάς της το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, στον έρωτα και στη γνώση της ίδιας της ζωής. Παραθέτω δυο ποιήματά της που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τολμηρά, φεμινιστικά και αρκετά μπροστά από την εποχή τους :
ΣΕ ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Όξω χιονίζει, κι είναι πέντε η ώρα/ Ανάψαν μέσ’ στο διάδρομο το γκάζι.
Εδώ μέσα η ζωή μας όλων μοιάζει/ σαν έξω από τον τόπο κι απ’ τη χώρα.
Παρθένες, καρτεράμε τ’ άξια δώρα/ νἀρθούνε σ’ όλες όπως μας ταιριάζει.
Τα βράδια την ψυχή μας την ταράζει/ της ηδονής η αναμονή κι η γνώρα
Τι νάναι της αγάπης το μυστήριο;/ Και το κορμί μου τρέμει με τη σκέψη
και το μυαλό δε θέλει να δουλέψη/ και γίνεται σωστό βασανιστήριο.
Δε θα βρεθή κανείς να με κυττάξη;/ Μέσ’ σ’ ένα χρόνο κλείνω τα δεκάξη
ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ
Μου μήνυσες: “Το θέλω να σε δω!”/ μα τρέμω να βρεθώ πάλι σιμά σου
εκείνη τη βαριά, πυρή ματιά σου/ απάνω μου ξανά πώς θα δεχτώ;
Θε νά ’μαι μήπως πάλι το δειλό/ κορίτσι σαν και τότε, που – στοχάσου!
δεν ήξερα να βρω στην αγκαλιά σου/ του πόθου το γλυκό ξεδιψασμό;
Ναρθώ κοντά σου να σε δω – φοβάμαι! Ήσουν σα μια λαμπάδα πυρωμένη/
κι η θύμησή σου ακόμα με θερμαίνει/ Τώρα… μες στης ζωής το μεσημέρι,
τις μαστοριές του χρόνου ποιος τις ξέρει;…
Δίχως να διαθέτει τα στεντόρεια κοινωνικά αντανακλαστικά του μεγάλου Βάρναλη καταπιάνεται κι εκείνη με αγωνιστική ευαισθησία κι αναδεικνύει φλέγοντα ζητήματα , όπως τη φτώχεια και την ανισότητα μέσα από το πρίσμα των δικών της εμπειριών:
ΕΓΚΑΙΝΕΙΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
Αναστατώθηκε όλη η γειτονιά/ ήρθε χαράματα ο κυρ αστυνόμος/ κι έφερε διάτα κάθε μιας γυναίκας/ ν’ ασβεστωθεί, χαμόσπιτα και δρόμος
Θα γίνουνε τα εγκαίνια του σχολειού/που χτίστηκε “ομογενών δαπάναις”./ Έληξε η βασιλεία του παλιού,/ χαρήτε, στολιστήτε, φτωχομάνες!
Επίσημοι θα ‘ρθουν με μουσική,/ πρέπει να ν’ όλα καθαρά κι ωραία./ Δε βλάφτει ν’απομείνουν νηστικοί,/ φτάνει να ‘ναι η εντύπωση σπουδαία.
Κι αρχίζει στο φτωχό συνοικισμό,/ ανάμεσα σε τοίχους μουχλιασμένους,/ φριχτή αγωνία για το γιορτασμό,/ να μην τους πουν λερούς, κακοντυμένους.
Οι γριές τα κυριακάτικα φορούν/ κ’ οι νιες βάζουν τσιτάκια, τσελβολάκια./ Στη σκέψη πως λιγάκι θα χαρούν/ χαμογελούν παρθενικά χειλάκια.
Μα τι φιγούρα θε να κάνουν οι φτωχοί,/ που η μπόχα κ’ η κακομοιριά τους πνίγει/ κι ολημερίς τη δόλια περιοχή/ σύγνεφο μαύρο η μύγα την τυλίγει;
Ντρέπονται! Μα είν’ δικιά τους η ντροπή;/ Οι επίσημοι δεν πρέπει να ντραπούνε,/ καλοντυμένοι, μ’ όψη χαρωπή,/ λόγια, λόγια πολλά σαν θα τους πούνε;
Μη θα σκεφτούνε τάχα μια στιγμή/ τι κρύβουν τα φτωχόσπιτα εδώ πέρα,/ τι βάσανα και τι αναστεναγμοί/πικραίνουνε τη ζήση κάθε μέρα;
Αυτοί, που δεν πονέσανε ποτές,/ που ζούνε σε πλουσιόσπιτα, χορτάτοι,/ θα νιώσουνε τις ώρες τις φριχτές/ του άρρωστου και του άνεργου εργάτη;
Απ’ τη “σεμνήν” αυτήνε “τελετή”/ στα σπίτια τους μετά, σαν θα γυρίσουν,/ αδιάφοροι, ευτυχείς και γελαστοί,/ την πλούσια τους ζωή θα συνεχίσουν.
Η Δώρα Μοάτσου ήταν δίπλα στον Βάρναλη σε όλες του τις δύσκολες περιπέτειες λόγω των πολιτικών φρονημάτων του όπως διώξεις, εξορίες και απολύσεις. Ήταν όμως μαζί του και στη Μόσχα το 1959 όταν έλαβε την τιμητική διάκριση του βραβείου Ειρήνης Λένιν (φωτ. 3).
Η γυναίκα που χαρακτηρίστηκε σουφραζέτα για την εποχή της, με συντροφική αφοσίωση ακολούθησε τον σύζυγό της έχοντας πάντα βαθιά συνείδηση της αξίας του. Να συμπληρώσω εδώ ότι σε πολλές αφηγήσεις για τη ζωή τους προκύπτει μια επικοινωνία μεταξύ τους λειτουργική, με χιούμορ και άνεση. Παραθέτω το σονέτο της από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1976 – Εκδόσεις Κέδρος
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
ζήλεψαν μερικοί/ μύθοι σκληροί για σένα είναι γραμμένοι,
τον άσκημο τον Παν, τον τραγογένη,/ τον νόθο γιο σου δώκαν οι κακοί.
Μα συ, θα μείνεις πάντοτε η μνηστή,/ που μοναχή στο δώμα απάνω μένει,
ολημερίς στον αργαλειό σκυμμένη/ παντοτινά στον Οδυσσέα σου πιστή.
Μες στις αυλές σου οι μνηστήρες γλεντούν/ και την απόφασή σου καρτερούν.
Εσύ στο σιγαλό σου το αργαστήρι/ σ’ ύπνο βαθύ το μέτωπο έχεις γείρει,
στον αργαλειό σου μένει ξεϋφασμένο/ό,τι είχες απ’ τη μέρα ετοιμασμένο.
Ο Κώστας Βάρναλης θαύμαζε τις χειραφετημένες και πνευματώδεις γυναίκες. Είναι γνωστό ότι στην πρώτη του νεότητα υπήρξε ερωτευμένος με την Έλλη Αλεξίου με την οποία διατηρούσε κρυφή αλληλογραφία για τέσσερα χρόνια. Ενώ τη ζήτησε σε γάμο η σχέση τους δεν προχώρησε. Η συγγραφέας περιγράφει: «δεν υπήρχε μεταξύ μας θάρρος. Τότε τα ήθη και έθιμα ήταν εντελώς διαφορετικά. Αν μου λέγανε, πώς περάσατε με τον Βάρναλη οσάκις ήμασταν μαζί; Σιωπή! Δεν μιλάγαμε. Νομίζω ότι ήταν κι αυτός συγκινημένος κι εγώ συγκινημένη και δεν μιλούσαμε…».
Βλέποντας την εξέλιξη των δυο λογοτεχνών μπορούμε να καταλάβουμε πως ίσως ο ένας δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει εντέλει τον άλλο. Η μεγάλη μας πεζογράφος διένυσε τη δική της ξεχωριστή πορεία ζωής με πλήθος υπερβάσεων ως γυναίκα και ο Βάρναλης τη δική του.
Όμως και οι δυο είχαν την αφετηρία τους στη νεανική τους λογοτεχνική συντροφιά όπως την απαθανάτισε ο φακός τον Αύγουστο του 1911 στο Κράσι της Πεδιάδος Ηρακλείου. Στην παρακάτω φωτογραφία (4) από αριστερά διακρίνονται η Γαλάτεια και Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Κώστας Βάρναλης, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Χαρίλαος Στεφανίδης. Ο Καζαντζάκης με τη Γαλάτεια παντρεύτηκαν, αλλά χώρισαν και η Γαλάτεια παντρεύτηκε τον Μάρκο Αυγέρη. Ο Βάρναλης τότε ήταν επίδοξος σύντροφος της Έλλης που όμως ποτέ δεν έγινε. Η Έλλη Αλεξίου παντρεύτηκε τον Βάσο Δασκαλάκη κι ο Βάρναλης βρήκε τον έρωτα τελικά στο πρόσωπο της Δώρας Μοάτσου .
Ας κλείσω το σημερινό άρθρο με μια κοντινή στο θέμα μας προσωπική μου ανάμνηση. Ως τεταρτοετής φοιτήτρια είχα την τύχη και τη χαρά να επισκεφθώ την Έλλη Αλεξίου στο σπίτι της, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προσηνής και φιλόξενη μας δέχθηκε -ήμουν με τον εξάδελφό μου Νίκο Ι. Χουρδάκη** για μια ραδιοφωνική συνέντευξη που είχε αναλάβει εκείνος για την ΕΡΤ. Της κρατούσα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μαζί με το δέος μου! Το διαμέρισμα της φορτωμένο αναμνήσεις από μια ζωή γεμάτη σπουδαίες “ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ” μιας άλλης εποχής… Στους τοίχους του διαμερίσματός της ανάμεσα σε άλλα ενθυμήματα υπήρχαν και κορνιζαρισμένα ποιήματα του Κώστα Βάρναλη. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1988 η μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας -που υποστήριζε ότι πάντα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε την πρόκληση ενός έρωτα- έφυγε από τη ζωή.
Μου άφησε δώρο ατίμητο, το ενυπόγραφο μυθιστόρημά της “ΛΟΥΜΠΕΝ” με τη ζεστή της αφιέρωση και τη συγκίνηση της ανάμνησής της: «στο ωραίο Κρητικάκι …Με την εκτίμηση και την αγάπη μου. ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ. Αθήνα 16-3-1984». Ξεφυλλίζοντας κι αυτή τη στιγμή το βιβλίο της -κειμήλιο πια για μένα- προβάλλεται στην εσωτερική μου οθόνη η εικόνα μιας γνήσιας ιδεολόγου, μιας μεγάλης συγγραφέως που με συντροφεύει ακόμα, κι ακολουθεί μια μεγάλη προσωπική μου ευθύνη προς την παλιά αφιέρωσή της…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Βιογραφία –Εργογραφία από το Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
2.*Απόσπασμα από το άρθρο του Αγησίλαου Κ. Αλυγιζάκη ‘’Η σουφραζέτα Δώρα Μοάτσου’’6/3/2021- ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
3. Χάρη Πάτση -Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος 10, Αθήνα
**Νίκος Ι. Χουρδάκης (Ψυχοθεραπευτής –Συγγραφέας)
Η στήλη “Πράξεις Ποιητών” κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα θα παρουσιάζει το έργο και τη ζωή δημιουργών, λιγότερο γνωστών στην ευρύτερη κοινή γνώμη.
BIOΓΡΑΦΙΚΟ: Η Ανδρομάχη Εμμ. Χουρδάκη είναι εκπαιδευτικός – φιλόλογος και Υπεύθυνη του Παραρτήματος Κισσάμου του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Χανίων. Αρθρογραφεί για θέματα λογοτεχνίας και προωθεί με δράσεις τη φιλαναγνωσία. Το 2018 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή της ‘’Τα σκουλαρίκια της Περσεφόνης” και το 2020 το θεατρικό έργο της ‘’Φεύγουσα”από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς
Κυρία Χουρδάκη,
είτε κάτω από το φως είτε κάτω από τη σκιά τού συζύγου της Κώστα Βάρναλη, η Δώρα Μοάτσου απέκτησε το “δικαίωμα” να μνημονεύεται ως ποιήτρια αυτόφωτη, με σφριγηλό και μεστό ποιητικό λόγο. Η σκέψη σας να προβάλετε την παρουσία της στο ποιητικό στερέωμα ανταποκρίνεται στην επιθυμία να γίνουν γνωστοί στο ευρύτερο κοινό πνευματικοί άνθρωποι που με το έργο τους συμβάλλουν στην ανάδειξη και εξύψωση αγαθών διαχρονικής αξίας.
Συγχαρητήρια για το ανύστακτο ενδιαφέρον που έχετε γύρω από τα θέματα αυτά.
Σας ευχαριστώ κ. Λουπάση!
Έχετε απόλυτο δίκιο!
Σας εύχομαι έναν όμορφο καλοκαίρι!
Κυρία Χουρδάκη,το αφιέρωμα σας στην Δώρα Μοάτσου έμμεσα μας συνδέει με τον αγωνιστή της αριστεράς σύζυγό της Κώστα Βάρναλη που ενέπνευσε κοινωνικούς αγώνες σε γενεές Ελλήνων!
Μακάρι όμως να μπορούσα να “συνοδοιπορήσω και να συνομιλήσω”με τους σημαντικούς πρωταγωνιστές των αφιερωμάτων σας; Δεν είμαι ποιητής αλλά προσπαθώ μέσω αυτών να καταλάβω την ψυχή των Ελλήνων και να ερμηνεύσω αυτά που συμβαίνουν γύρω μας!
Γιατί η χώρα μας βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση;
Γιατί εγκαταλείπουμε τα χωράφια μας και γιατί με τόση ανεργία τις σοδειές τις μαζεύουν ξένοι;
Γιατί ενώ οι γεννήσεις των Ελλήνων μειώνονται οι νέοι μεταναστεύουν;
Γιατί βρισκόμαστε στα όρια νέας χρεοκοπίας;
Γιατί αυτοί που μιλούν την γλώσσα μας λιγοστεύουν και όλο και περισσότερες ξένες λέξεις ενσωματώνονται στο λεξιλόγιο μας;
Γιατί οι περισσότερες ταμπέλες καταστημάτων είναι ξενόγλωσσες;
Αυτά και άλλα δεσμεύουν την σκέψη μου αλλά δεν μειώνουν το ενδιαφέρον μου γιά τα επιμελημένα και άρτια αφιερώματα σας!
Καλή δύναμη!
Κε Πατσουράκη ,σας ευχαριστώ! Στο άρθρο αυτό άπλωσα την ανάπτυξη και στο θέμα των λογοτεχνικών συντροφιών στην ιστορία της λογοτεχνίας μας που καθόρισαν δράσεις ζωής κ έργου. Ο πνευματικός άνθρωπος τότε ,αλλά νομίζω και γενικότερα ο προπολεμικός μέσος πολίτης δεν είχε ασφαλώς τέτοιο καταναλωτικό προσανατολισμό,όπως αυτός που ζούμε εμεις τώρα και στον οποίο είμαστε απολύτως υποταγμένοι. Η ποίηση μπορεί να περιγράφει,να εμπνέει ,η λύση όμως θα ανήκει πάντα στην πολιτική.Μεταπολεμικά ,αλλα και μεταπολιτευτικά το συλλογικό μας όραμα ως χώρα κ ως πολίτες θα έπρεπε να είναι ολωσδιόλου διαφορετικό απ’αυτό που επικράτησε.Εξαντληθήκαμε να οικοδομούμε όλο και πιο σύγχρονες κατοικίες ,ερήμωσε η ύπαιθρος, νεοπλουτισμός….Τώρα θ αργήσει να ξημερώσει. Υπομονή και ισως η Ιστορία κυοφορήσει ελπιδοφόρες γέννες!
Καλό καλοκαίρι να έχετε!