«…κι αν δεν προσμένεις
να με δεις κι εγώ
πως θα ξανάρθεις…»
‘’Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δε θα το μάθης,/ καλέ,που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά./ Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης/ καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά./ Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου,/ δεν έσταξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό./ Κουνούσα το μαντήλι μου αλαφρά στο μισεμό σου/ και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό./ Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων./ Δε μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή./ Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρυνών σου δρόμων/ κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ’ άγγιζε προσευχή./ Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,/ που η μοναξιά με τρόμαζε και μου’παιρνε το νου,/ τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες/ κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού./ Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,/ ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,/ αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δεν θα το μάθεις/ πως οι στιγμές που μου’δωκες αξίζουν μια ζωή». (Το ποίημα ΑΓΑΠΗ από τη συλλογή “Παραλλαγές” της Κατίνας Παΐζη).
ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ κι ενώ ζούμε τη δεύτερη καραντίνα η στήλη επέλεξε να ξεκινήσει το σημερινό της άρθρο με τους στίχους του πολύ γνωστού τραγουδιού “Πόσο πολύ σ’ αγάπησα” που συγκλονιστικά ερμηνεύει ο Χρήστος Θηβαίος σε μουσική Βασίλη Δημητρίου. Το ποίημα όμως αυτό ανήκει στην ποιήτρια του μεσοπολέμου Κατίνα Παΐζη. Ο Κωνσταντίνος Παΐζης, δάσκαλος από την Ιθάκη, ήρθε στην Ανώπολη Σφακίων για να διδάξει στο δημοτικό σχολείο. Εκεί ερωτεύθηκε την Ελένη Πατέρου και τη ζήτησε σε γάμο. Πρώτος γαμήλιος καρπός το 1911 η Αικατερίνη, η ποιήτριά μας. Λίγο αργότερα ο δάσκαλος Παΐζης αφήνει την εκπαίδευση και ασχολείται με το εμπόριο ως μέτοχος στη βιομηχανία καπνού “Κνωσσός – Κόσμος” στο Ηράκλειο. Η Κατίνα θα αποκτήσει μια αδελφή, την Αλεξάνδρα, τη γνωστή ηθοποιό Αλέκα Παΐζη και δυο αδελφούς. Η οικογένειά της έχει τότε την οικονομική δυνατότητα να παρέχει υψηλή μόρφωση στα παιδιά της. Σε ένα ταξίδι με την οικογένειά της στην Αλεξάνδρεια λέγεται πως ως προσκεκλημένη σε φιλικό σπίτι για να ακούσει μουσική δωματίου η μικρή Κατίνα καταγοητεύτηκε από τον βιολοντσελίστα της ορχήστρας κι εμπνευσμένη από αυτόν τον νεανικό έρωτα έγραψε το ποίημα. Το πιο σπουδαίο είναι πως τελικά αργότερα παντρεύτηκε αυτόν που την ενέπνευσε. Είναι ένα εξαιρετικό ποίημα όπου η ποιήτρια μπαίνει με τα τρυφερά της πέλματα ανυπόδητη, με ιερότητα στην χώρα των συναισθημάτων και αποδίδει το μεγαλείο του έρωτα πιάνοντας απαλά την κάθε λέξη, τη σοβαρότητα μιας υπόσχεσης. Τώρα που ο έρωτας όπως και όλη μας η ζωή γνωρίζει τα χρόνια της οθόνης μέσα από κατευθυνόμενα κοινωνικά δίκτυα, αυτοί οι στίχοι μπορούν να μας θυμίσουν μιαν παλιά αθωότητα, μια γνησιότητα που εξορίστηκε.
Η Κατίνα Παΐζη έγινε δασκάλα και διορίστηκε στο διτάξιο σχολείο του Μασταμπά διδάσκοντας τα παιδιά των Μικρασιατών προσφύγων και η αδελφή της Αλέκα στο Αρμένικο σχολείο. Αργότερα μετατίθεται στο Πρότυπο Ηρακλείου. Το ότι εργάστηκε σε μιαν εποχή που οι γυναίκες δεν εργάζονταν, τη βοήθησε στη κοινωνική της συνειδητοποίηση και τη στήριξε όταν ο πατέρας της πτώχευσε. Στην ποίηση όμως στράφηκε νωρίς και αποφασιστικά εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή της “Ροδοπέταλα” στα 22 της χρόνια.
Επιλέγω από τη συλλογή το ποίημα “Όλα θα σβύσουν” με το οποίο η νεαρή ποιήτρια διακηρύσσει την πίστη της στην ισχύ της ποίησης: «Όλα θα σβύσουν, θα χαθούν αγύριστα/ τίποτα δεν θα μείνη στον αιώνα,/ του κόσμου αυτού συντρίμμια η ζωή/ θα πέση, σαν ναού παληά κολόννα.// Ο χαλασμός κι ο χρόνος θ’ αφανίσουνε/ όλα μεσ’ στο πυρό τους το καμίνι,/ κι από του κόσμου τούτου τις ζωές/ ασάλευτη καμιά δε θ’ απομείνη.// Μ’ απ’όλους πιο στερνά θε να χαθή/ ο ποιητής στην ώρα τη μεγάλη,/ της γένεσης παληός τραγουδιστής,/ και του χαμού στερνή ωδή να ψάλλη».
Το 1936 έρχεται στο φως η ποιητική συλλογή “Απλοί σκοποί”. Πλέον γίνεται περισσότερο γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, η γραφή της ωριμότερη λαμβάνει πολύ ευνοΐκές κριτικές και η ποιήτρια αλληλογραφεί με τον Γιάννη Σκαρίμπα, τον Βάσο Δασκαλάκη, τον Σπ. Μαρινάτο, τον Κ.Θ.Δημαρά, τον Νίκο Πλουμπίδη, τον Καζαντζάκη, τον Γιάννη Ρίτσο κ.ά.
Παραθέτω επιστολή του Γιάννη Σκαρίμπα: «Χαλκίδα 2/7/36 Αγαπητή δις Παΐζη, πήρα το δώρο “Απλοί Σκοποί” και σας ευχαριστώ. Η ποίησή σας η μελαγχολική και δειλή, έχει έναν τρόπο πολύ δικό της να μας παραπονιέται απλά, να μας αποσπάει στα δίκαιά της. Είναι πάντα οι στίχοι, οι δικοί σας, με την παντού διαχυμένη νοσταλγική ενατένιση, που είναι και ιδιοσυγκρασία δική σας. Μόνο ότι τούτη η συλλογή σας, διαφέρει από την άλλη, τα “Ροδοπέταλα” κατά το στερεότερο βήμα της, κατά το παθητικώτερο της θαμπό φως. Σας συγχαίρω και σας εύχομαι το φτάξιμο των ιδανικών σας στην τέχνη. Φιλικώτατα. Γιάννης Σκαρίμπας».
Η περιεκτική επιστολή του Σκαρίμπα κλείνει με τη θαυμάσια και σοφή ευχή για την ποθητή άφιξη της ποιήτριας στα ιδανικά της στην τέχνη, γιατί τα ιδανικά αυτά είναι πάντα τόσο προσωπικά για τον κάθε δημιουργό…
Από τη συλλογή της “Παραλλαγές”, που εκδόθηκε το 1955 ξεχωρίζω το ποίημα “Θέρος”. Σε ελεύθερο στίχο, με εναργείς εικόνες και πυροδότηση αισθήσεων ζωγραφίζει με χρώματα μοντέρνας ποιητικής γραφής μια ακόμη όμορφη στην απλότητά της γυναικεία παρουσία και τη δωρίζει στην ελληνική ποίηση: “Πέρασε το κορίτσι με το πράσινο φουστάνι./ Μια παπαρούνα στα μαλλιά της ονειρευόνταν,/ στο λαιμό της ανάσαινε ένας φιόγκος,/ στο χέρι της ένα δεμάτι στάχυα/ θρόιζε στ’ αλαφρό της πέρασμα τ’ αγέρι,/ μια πεταλούδα ετόξευε τον ήλιο/ ένα στεγνό πηγάδι αφουγκραζόταν/ την προσευχή του θερισμένου κάμπου./ Τραγουδούσε το κορίτσι και πήγαινε/ το πέλμα της λαμποκοπούσε σα φτερό περιστεριού,/ τα μάτια της παιζογελούσαν με τη μέρα,/ τα χείλη της μια προσφορά μαζί και δίψα./ κι όλα τα τύλιγε μια διάφανη χρυσόσκονη/ των αστεριών σαν να θρυμματίστηκαν τα πετράδια./ Πέρασε το κορίτσι με το πράσινο φουστάνι/ κι έτρεχε πίσω του το καλοκαίρι/σαν παραλοΐσμένο παληκάρι.’’
Η Κατίνα Παΐζη βιοπορίστηκε ως δασκάλα και υπήρξε αξιαγάπητη στους μαθητές της. Η ενσυναίσθηση με την οποία προσέγγιζε τις ψυχές τους διαφαίνεται στις συλλογές παιδικών τραγουδιών που συνέθεσε. Μάλιστα προέτρεπε κι εκείνους να γράψουν! «Να γράψετε κι εσείς, μόνα σας!». Κι εδώ ακριβώς φαίνεται η γενναιόδωρη προσφορά της, δηλαδή να θέλει να ανοίξει όσο δυνατόν περισσότερους δρόμους για τους μαθητές της. Ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή της συνέχισε να διδάσκει το σύστημα Μοντεσόρι* στο σχολείο της Μαρίας Γουδέλη.
Συνειδητοποιώντας έγκαιρα το χρέος των πνευματικών ανθρώπων ο προβληματισμός της περνά από το εγώ στο εμείς συμμετέχοντας στην αντίσταση και στο ΕΑΜ. Συνυπογράφει μαζί με άλλους κορυφαίους συγγραφείς, ποιητές και διανοούμενους την επιστολή διαμαρτυρίας που απηύθυναν προς τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, μετά τα αιματηρά γεγονότα της μεγάλης διαδήλωσης στις 5 Μαρτίου του ’43. Για τη συμμετοχή της στη διαδήλωση κλήθηκε σε Πειθαρχικό συμβούλιο γιατί κρατούσε μαζί με την Γαλάτεια Καζαντζάκη και τον Κούλη Ζαμπαθά ένα πανώ με το σύνθημα Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΛΑΟ. Τελικά την μετέθεσαν από το Μαράσλειο στο 2ο εξατάξιο της Καλλιθέας.
Από τα λυρικά της ποιήματα είχε στραφεί κάποιες φορές στη στρατευμένη ποίηση, καταγγέλλοντας τη κοινωνική αδικία με έντονο ύφος και με το πάθος του αντιστεκόμενου ανθρώπου: «Χυμούν οι γύπες και ξερνούν φωτιά και σίδερο/ των μανιασμένων δολοφόνων τα κανόνια./ Και τα γεννήματα ν’ αρπάξουν αγωνίζονται/ κι άδεια ν’ αφήσουν κι αιματόβρεχτα τ’ αλώνια» (Η μάχη της σοδειάς). Στενά συνδεδεμένη με την αδελφή της Αλέκα την επισκέπτεται στις εξορίες της και αργότερα παρακολουθεί τη θεατρική διαδρομή της. Η ποιήτριά μας είναι πάντα στο πλευρό του άντρα της, του μουσικού Γιώργου Ζωγράφου και του γιου τους Ορέστη. Μητέρα, σύζυγος, αδελφή, δασκάλα, συναγωνίστρια, φίλη και ποιήτρια. Ρόλοι που τους τίμησε με αυταπάρνηση.
Άλλη μια ποιήτρια του Μεσοπολέμου. Με όχι ιδιαίτερα εκτεταμένο έργο, όμως με στίγμα προσωπικού ύφους και με ήθος ζωής. Όσο για τη διάκριση σε μείζονες και ελάσσονες ποιητές, ας κλείσουμε με την ευαίσθητη άποψη της Νίκης Τρουλλινού*: «…το δίλημμα του μείζονος και του ελάσσονος στην Ποίηση είναι ψευτοδίλημμα… Γιατί το δάσος δεν μας συγκινεί μόνο για τα ψηλά, σκιερά του δένδρα. Μα και για τους ταπεινούς θάμνους του, τις πόες, τα μικρά ανθάκια που επιμένουν-και επείγονται-ν’ ανθίζουν στη σκιά των ψηλόκορμων, αιωνόβιων δένδρων. Που ποικίλλουν την ομορφιά μεγαλύνοντας το ταπεινό, βοηθώντας το να εκχύσει σπάνια αρώματα. Υπηρέτες μιας μνήμης που ποτέ δεν χάνεται. Μάθημα διαχρονικό για όλους, γραφιάδες και μη: “Όλοι μαζί κινούμε συρφετός…”. Για τα υπόλοιπα αποφαίνεται ο χρόνος».
Σημειώσεις
* Τα ποιήματα και πολλές βιογραφικές πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο:
Κατίνα Παΐζη, Πόσο πολύ σ’ αγάπησα –Έρευνα- Κείμενα-Επιμέλεια ΝΙΚΗ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ Εκδόσεις Πυξίδα της Πόλης
Το βιβλίο εμπεριέχει όλες τις συλλογές, τα πεζογραφήματα Σφακιανές κουβέντες και μια ενότητα αθησαύριστων ποιημάτων που η Κατίνα Παΐζη δεν είχε συμπεριλάβει σε καμιά συλλογή
*Μαρία Μοντεσσόρι:(1870-1952) Ιταλίδα παιδαγωγός, φιλόσοφος και ιατρός
* Στην παράθεση των αποσπασμάτων ακολουθείται η ορθογραφία των ποιητών
Η στήλη “Πράξεις Ποιητών” κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα θα παρουσιάζει το έργο και τη ζωή δημιουργών, λιγότερο γνωστών στην ευρύτερη κοινή γνώμη.
**Η Ανδρομάχη Ε. Χουρδάκη είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος. Διδάσκει στο Παράρτημα Κισσάμου του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Χανίων. Το 2018 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς η ποιητική συλλογή της , ‘’Τα σκουλαρίκια της Περσεφόνης’’.
Θερμά συγχαρητήρια, κυρία Χουρδάκη. Η σκέψη σας να ανασύρετε από τη λήθη (ή και την άγνοια) τα ονόματα και το έργο ποιητών αφ’ ενός δείχνει δρόμο που οδηγεί σε ποιοτική εξύψωση και απομάκρυνση από βιοτικές μέριμνες, αφ’ ετέρου υπενθυμίζει σε όλους μας πως έχουν υπάρξει (και υπάρχουν) άνθρωποι που αντιστάθηκαν και αντιστέκονται στη φθορά τού χρόνου προσφέροντας με το έργο τους τροφή πνευματική στην στείρα και παραδομένη στην υλική ευμάρεια εποχή μας.
Να έχετε υγεία και δύναμη για συνέχιση της προσφοράς σας.
Κε Λουπάση , επειδή ακριβώς πιστεύω ότι η γραφή μπορεί να είναι και μια πράξη δικαιοσύνης , γι αυτό με αυτή τη στήλη προσπαθώ να μην παραδοθούν στη λησμονιά το έργο αλλά και ο βίος ποιητών που διακρίθηκαν για το ήθος τους και ευτυχώς είναι πάρα πολλοί! Σας ευχαριστώ για την εκτίμησή σας και τα καλά σας λόγια!