Χρόνια τώρα η ιατρός-λογοτέχνης Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη στέκει ψηλά στις επάλξεις του πολιτισμού, με τα είκοσι βιβλία και τη συνεχή της παρουσία στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου! Είτε σαν Αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Χανιών, στα κατοπινά χρόνια Αντινομάρχης Χανίων υπεύθυνη Πολιτισμού, είτε συλλέγοντας υλικό με μαρτυρίες από τη κατοχή, για το επτά-τόμο έργο «Η μνήμη και η Στάχτη» της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Πολύχρονη και η παρουσία της στο τοπικό τύπο, με πλήθος δημοσιεύματα ποικίλης θεματολογίας.
Πολλές σελίδες θα χρειαστούν για ν’ αναλυθεί και να εκτιμηθεί η συνολική της προσφορά στο τόπο και στα Γράμματα, στο παρόν ωστόσο σημείωμα θα πω δυο λόγια για το αξιόλογο, ποιητικό της έργο. Γιατί πάνω απ΄ όλα, η αγαπητή μας Πηνελόπη είναι ποιήτρια! Μια ψυχή ευαίσθητη που ονειρεύεται ένα κόσμο καλύτερο, νοιάζεται, δημιουργεί, και μοιράζεται…
Στοχαστική η ματιά της, στιβαρός, κατανοητός ο στίχος της, αβίαστα μας μυεί στο έσω-έξω κόσμο της, που αντιστέκεται στη κακοποίηση λαών κι ανθρώπων, ασφυκτιά στο ψέμα, στην υποταγή, στην υποκρισία, στην αναλγησία, παλεύει με τη μοναξιά και τις αντιξοότητες της ζωής του καθενός μας, συμπάσχει, αισιοδοξεί…
Πλούτος νοημάτων και μηνυμάτων στο σύνολο του έργου της, με δυσκολία επέλεξα μικρά δείγματα γραφής απ’ τις βραβευμένες, ποιητικές της συλλογές που ξεκινούν απ’ τα νεανικά της χρόνια, με πρώτη την «ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΣΤΙΓΜΕΣ ΜΙΑΣ ΚΛΕΨΥΔΡΑΣ» του 1970, αφιερωμένη στους γονείς της. Μας λέει στο «Αδράνεια» στη σελίδα 19: «Το φάσμα με τρομάζει/ της αδράνειας./ Ετούτη η επανάπαυση/ ετούτη η ολιγάρκεια/ να αποδέχεσαι/ τις φλυαρίες του κόσμου/ σαν δεδομένα/ της δικής σου ζωής./ Ετούτη η προσάρτηση/ χαμένης ώρας/ στο ζωντανό αριθμητή/ του εικοσιτετράωρου/ που μηδενίζει/ τις πιθανότητες/ της επίτευξης./ Η συναναστροφή/ των εικόνων μονάχα/ και η γονυκλισία/ στα φαινόμενα/ δε συμβιβάζουνται/ με τις ευχές μου./ Το φάσμα με τρομάζει/ της αδράνειας./Τρέμω μη φτάσω/ στην υποταγή.»
Στο «ΦΩΤΕΙΝΟ ΣΗΜΕΙΟ» του 1979 μ’ ευαισθησία για τ’ απαράδεκτα του κόσμου ετούτου, θα μας πει στην σελίδα 8: «Στύλωσε τις δυνάμεις σου,/ της Μπιάφρας παιδί,/ πάνω στο δεκανίκι που σου χάρισαν/ σε κάποιαν έκθεση φιλανθρωπίας./ Πρέπει να μάθεις το χέρι σου/ -που δε διδάχτηκε να σκοτώνει-/ ν’ απλώνει την ικεσία του/ για εξιλέωση του δυνάστη./ Πρέπει να δέχεσαι/ τα φτηνά κέρματα/ τις κονσέρβες με μπόλικο λίπος/ καθώς και τη κίτρινη σκόνη/ που σερβίρουν για πρωινό./Στύλωσε τις δυνάμεις σου,/ παιδί./ Μα πιο καλά θα αιστανθείς/ όταν θ’ αρχίσεις ξέφρενα να τρέχεις/ πάνω στο ένα πόδι σου.»
Το 1980 με το ποίηση συνοδοιπόρο της πλέον, θα εκδώσει το «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ», ένα «…συντρόφεμα στη μοναξιά των ανθρώπων και στην ελπίδα». Στη σελίδα 22 θ’ αναφερθεί στη συνεχή της αναζήτηση της αλήθειας των πραγμάτων μέσω της ποίησης: «Περπατώ/ ανάμεσα στους στίχους./ Δυο τοίχοι από ποίηση/ το σύνορο/ και τ’ ακούμπισμά μου./ Δε φτιάχνω τραγούδια./ Απλώνω ένα χέρι/ στο σύθαμπο/ και ψάχνω.»
Στα «ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του 1981 μας καταθέτει στη σελίδα 62, κατασταλαγμένες σκέψεις και συμπεράσματα: «…Δεν είναι που περνούνε οι μέρες./ Οι άνθρωποι αγαπιούνται/ και ξεχνούν τους καημούς τους/ ή ρίχνουν άμμο και σκεπάζουν/ τη μικρούλα κάμπια/ που σιγοτρώει/ τα φύλλα της καρδιάς./ Δεν είναι/ που περνούνε οι μέρες./ Μα εμείς αγκιστρωνόμαστε/ από ‘να λιωσμένο κομμάτι πανί/ από μια θύμηση αβέβαιη/ από την αίσθηση μιας φωνής/ που αραιά και που/ βελονιάζει το χρόνο/ και συντηρούμαστε/ ίδιοι στη νιότη μας και στα γεράματά μας./ Βάλε λοιπόν ξανά τ’ άσπρο πουκάμισο/ κι άφησε δυο σπουργίτια/ να λαλούνε την άνοιξη/ στους ίσκιους π’ αναπαύονται/ στα μάγουλά σου.»
Στο «ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ» του 1985 ξεκινά στη σελίδα 7 μ’ έναν ύμνο στην «Ειρήνη»: «Ένα κοχύλι στη γαλάζια ξώθυρα του κόσμου/ Μια τούφα αγιόκλημα που ανθίζει στην αιώρα του καιρού/ Η γη, που ευωδιάζει και καρπίζει/ Στην πυροστιά το χνώτο του καπνού/ Η απλώστρα με τα ρούχα στο περβόλι/ Το βλέμμα και το γέλιο του παιδιού/ Ο ήλιος που σκολνά κα βάφει ρόδα/ κι η εργατιά σ’ αυλές και σε σκαλιά/ να ανασαίνει μες το δείλι τη γαλήνη/ Ο ήχο κι ο αχός της γης:/ ΕΙΡΗΝΗ!»
Θ’ ακολουθήσουν τα «ΚΡΗΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ» του 1986 και πάλι πίσω στην ποίηση, στο «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ» του 1998, όπου δίνει το δικό της στίγμα σε περιστατικά της Μεγάλης Εβδομάδας, ξεκινώντας από «ΤΟ ΚΡΙΜΑ» της σελίδας 15, όπου θα μας θυμίσει, με το πλύσιμο των χεριών του Πιλάτου, την αποποίηση δικών μας ενοχών κι ευθυνών: «Γιατί να πέσει σε μένα/ το άδικο αίμα; / Εφιάλτες να με κυνηγούν/ λύκοι να ουρλιάζουν, στον πάγο του ύπνου -γιατί;/ Γιατί να πέσει σε μένα/ το άδικο αίμα;/ Να ‘ρχονται τις νύχτες σιωπηλοί/ ίσκιοι θανάτου/ να με αγκαλιάζουν -γιατί;/ Μπροστά σας πλένω τα χέρια/ -εγώ αμαρτία δεν έχω-/ δικό σας θα είναι το κρίμα/ δικό σας το άδικο.»
Και μια χαρούμενη Ποιητική Συλλογή το 2001 για παιδιά, αφιερωμένη στον Γιάννη, με τίτλο «ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ». Το κομμάτι «ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ» στη σελίδα 9, νοσταλγικά θα μας γυρίσει σε χρόνια παλιά, όμορφα κι ανέμελα: «Το μολύβι έπιασε/ το μικρό παιδάκι/ και πρωτοζωγράφισε/ ένα καραβάκι./ Κι ύστερα έναν άγγελο/ για να το φυλάει,/ ένα σπίτι, ένα παιδί/ που χαμογελάει./ Το μολύβι έπιασε/ το μικρό παιδάκι/ και πρωτοζωγράφισε ένα μελισσάκι./ Κι άνθη, δένδρα κι έφτιαξε/ ένα περιβόλι/ κι είπε: «Εδώ θα έρχονται./ οι ανθρώποι όλοι!»
«ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΩΝ» το 200Ι! Στην «ΑΝΑΛΥΣΗ» της σελίδας 10 διαβάζουμε: «Χρόνος απών/ αποτυπώνει/ το πέλμα του/ στο ανάγλυφο τοπίο/ της λάβας/ Χρόνος απών/ αντανακλάται/ στο κάτοπτρο των εποχών/ Χρόνος απών/ αντιλαλεί/ τον αχό των κυμάτων/ Χρόνος απών/ σείστρο χαράς/ ριπίδιο θλίψης/ αποχωρήσας/ και αναμενόμενος/ απόλυτα κυρίαρχος/ του αναλυόμενου σε απόντα χρόνο/ παρόντος.»
Και μια αναφορά στην μαρτυρική μας Κύπρο στη σελίδα 25: «Ασφόδελοι στους σιδερένιους φράχτες/ και αδειανές φωλιές περιστεριών./ Στις στέγες κουρασμένος ο αγέρας/ χαϊδεύει τις σκονισμένες κορφές των δένδρων/ αργοφυσά τις μαύρες μαντίλες/ γράφει απελπισμένα σινιάλα στον ουρανό./ Κύπρος, ακόμα ένα Πάσχα/ χωρίς Ανάσταση.»
Στο «ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥ» του 2022, στο «ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ» της σελίδας 23, θ’ αναφερθεί στην αδικία, αλλά και στη κεκαλυμμένη, σκληρή πραγματικότητα που συνήθως προτιμούμε ν’ αγνοούμε. Θα μας δώσει επίσης, την άλλη πλευρά των πραγμάτων: «Στίγμα επονείδιστο οικογένειας βασιλικής/ κλείστηκες πίσω από τείχη βαριάς μοναξιάς/ δικασμένος να διατρέχεις/ πολυέλικτες σκοτεινές διαδρομές/ με αναπάντεχες κρύπτες και αποφύσεις./ Πλάσματα του σκότους σε συντροφεύουν/ το φως της μέρας μόλις που φτάνει στον Λαβύρινθο/ και ο αγέρας είναι πάντα φορτωμένος / ιδρώτα και λάσπη./ Αν οι αμαρτίες των γονιών/ πέφτουν στις πλάτες των παιδιών τους/ εσένα ποιο αμάρτημα σε έχτισε/ πίσω από γιγάντιες πέτρες;/ Ποιος θεός όρισε να τρέφεσαι με αθώο αίμα;/ Φθονείς τη χαρά της ζωής/ οδύνη σε συνθλιβεί για τη νιότη που χάνεις/ δύσμοιρε ταύρε/ αναλγησίας και προλήψεων έρμαιο.»
Από βάθους καρδιάς να ευχαριστήσουμε την αγαπημένη μας Πόπη για την πολύχρονη προσφορά της, και να της ευχηθούμε δύναμη και διάθεση να συνεχίσει το καλό το έργο!