ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ (1908-1935)
ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΟΥ 2020.Το καλοκαίρι προχωρά μουδιασμένο ακόμα από τον δύσκολο χειμώνα και την πρωτόγνωρη άνοιξη που ζήσαμε.
ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ ταξιδεύουν νοερά κάνοντας συσχετισμούς με τα χρόνια του μεσοπολέμου ,εκείνη την εποχή που η φθίση (φυματίωση) οδήγησε στον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων ,αλλά και πολλών ποιητών. Πόσα ταλέντα δεν έσβησαν πρόωρα από αντίδικη μοίρα; Πόσα δεν αναμετρήθηκαν με την καθημερινή αγωνία του τέλους κι όμως πάλεψαν με την πένα τους ή και τα όποια όπλα της τέχνης τους αναχαιτίζοντας τις νικητήριες ιαχές του Θεριστή;
Στη μνήμη μου έρχεται το αδιαπραγμάτευτο βλέμμα της ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου από τη Θεσσαλονίκη. Όμορφη, δυναμική, ελεύθερη που στην ολιγόχρονη ζωή της πρόλαβε να αφήσει τα έντονα σημάδια του ποιητικού της ύφους και της ανεξάρτητης προσωπικότητάς της. Αν η γραφή είναι και μια πράξη δικαιοσύνης αφού μνημονεύει αυτό που δεν πρέπει να λησμονηθεί , ας επιτρέψουμε μέσα στην καλοκαιρινή ραστώνη να ανθίσει το επώδυνα όμορφο άνθος μιας ποιητικής μελαγχολίας , έτσι ,εις μνήμην μιας σπουδαίας γυναικείας ύπαρξης που δεν πρόλαβε να εξαργυρώσει -στο βαθμό που της άξιζε-τα πλούσια τάλαντά της. Η ποιήτρια μάς άφησε τη συγκλονιστική “Μπαλάντα των φθισικών”“ με υπότιτλο: “(που ζούνε στα σανατόρια)”:
«Της ζωής απόκληροι κι’ απελπισμένοι,/ με μια αγωνία προσμένουν θλιβερή/ το θάνατο, στον πόνο τους δοσμένοι./ Το βλέμμα τους νοσταλγικό ιστορεί/ πως κάποτες υπήρξανε καιροί/ που γι αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη./ Όμως μια μοίρα πρόσταξε σκληρή/ στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι./ Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,/ δυό-δυό τους βλέπεις να τραβούν ωχροί,/ την ώρα που μια θλίψη μάς βαραίνει,/ την ώρα που το μούχρωμα βαρύ/ πέφτει για να τυλίξη μια ανθηρή/ νιότη ,που το σκουλήκι τη μαραίνει,/ αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή/ στους ζωντανούς να ζούνε πεθαμένοι./ Πεθαίνουνε μιαν άνοιξη ανθισμένη/ή φθινοπώρου μέρα βροχερή,/ όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη,/ όταν τα φύλλα πέφτουν απ’ τη δρύ,/ και το χαμόγελό τους μαρτυρεί/ότι μαζί κι ο πόνος τους πεθαίνη,/ αφού μια μοίρα πρόσταξε σκληρή/ μες στη ζωή να ζούνε πεθαμένοι./ Μ’αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή, απ’ τους θεούς αυτοί είναι διαλεγμένοι./ Γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει ν’ απορή/ στους ζωντανούς πως ζούνε πεθαμένοι».
Η ποιήτρια διαθέτει ένα απαράμιλλο ψυχικό σθένος και έχει τη φλόγα του αγωνιζόμενου ανθρώπου, του αγωνιζόμενου ποιητή , την αίσθηση προορισμού, δηλαδή πως οι αντιξοότητες της ζωής της πρέπει να γίνουν μνήμη και το υλοποιεί με την προικισμένη ακρίβεια του λόγου της, με τον ηρωισμό του ήθους της. Η νεαρή αυτή γυναίκα που έφυγε από τη ζωή μόλις στα 27 της χρόνια, έζησε όλη της την τρυφερή πρώτη νιότη αντιμετωπίζοντας την ασθένειά της με τη δύναμη και την ωριμότητα ολοκληρωμένου ανθρώπου.
Ακολουθεί το ποίημά της “Ανία” όπου θέτει πάλι ως υπότιτλο: “(Σ’ ένα Φθισιατρείο)”. Η σήμανση των υποτίτλων δεν είναι διόλου τυχαία γιατί επιθυμούσε να διασώσει την αλήθεια, να κραυγάσει τον πόνο της, να γίνει η φωνή για την οδύνη και των άλλων ασθενών, να παραδώσει καταγεγραμμένες τις συνθήκες στην ιστορία και ίσως κάποτε να τις ανατρέψει. Οι ποιητές γράφουν και για να ξορκίσουν, γράφουν και για να μην παραδοθούν ποτέ…:
«Κουράστηκα να βλέπω τη βροχή/ μέρα-νύχτα σα μοιρολόι να στάζη./ Απ’ της καρδιάς μου την πληγή αίμα στάζει/ κ ’έχω μιαν άρρωστη ψυχή./ Στη διπλανή μου κάμαρα πεθαίνει/ μια νέα μόλις είκοσι χρονώ./ Ανέβηκε να γειάνη στο βουνό,/ κι όμως ο θάνατος παντού πηγαίνει./ Ως τα δέκα μετρώ στα δάχτυλά μου/ και πάλι ξαναρχίζω απ’ την αρχή./ Ως πότε θα βαστάξη αυτή η βροχή;/ Οξω θαρρώ πως είμαι απ’ την τροχιά μου./ Πώς να γιατρέψω τη ψυχή μου, πώς;/ Τάχα κι αυτό δε θάτανε μια πλάνη;/ Από του αίματός μου τη μελάνη/ του τραγουδιού μου γράφεται ο σκοπός./ Αχ! Να μπορούσα μόνο ν’ αγναντέψω/ στον ουρανό ένα σύννεφο χρυσό./ Την έκφραση της θλίψης τη μισώ./ Στην Αίγυπτο ποθώ να ταξιδέψω».
Αυτό το τόσο όμορφο κορίτσι που αν και ζούσε μέσα στο ομιχλώδες τοπίο της φυματίωσης, ποθούσε ταξίδια σε τόπους εξωτικούς, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ασυγκίνητους τους άντρες τους οποίους γοήτευε από πολύ νεαρά ηλικία. Εξάλλου είναι δροσερή έως τέλους κι ο διάλογος της με τον θάνατο έχει μια παράξενη σχέση ισοτιμίας. Δεν τον επιζητά με την Καρυωτακική νοσηρότητα, αλλά τον αντιμετωπίζει σαν να μην τον φοβάται. Μήπως γιατί είχε την τύχη να ζήσει έναν μεγάλο έρωτα από τα δεκαπέντε της χρόνια; Η Ανθούλα Σταθοπούλου γνωρίστηκε με τον ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο, όταν εκείνη ήταν δεκαπέντε χρονών. Παντρεύτηκαν αργότερα στα 22 της χρόνια ,ενώ εκείνος ήταν 28.Η σχέση και ο γάμος τους υπήρξε θυελλώδης και αποτέλεσε αντικείμενο σχολίων σε εφημερίδες και στην τοπική κοινωνία. Οι θερμές φύσεις των δυο ποιητών κρατούν ζωντανό το πάθος τους. Η αγγελική ομορφιά της νεαρής γυναίκας συναντά τη γοητευτική σκιά της ποιητικής της οντότητας.Μικρό απόσπασμα από το ποίημά της “Εκνομη ηδονή”: «Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι/ με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ,/ δινόμαστε στα χάδια μας τρελοί/ από το έκνομο πάθος νικημένοι».
Το 1935 έφυγε από τη ζωή αφήνοντας τον σύζυγό της με έναν αιώνιο έρωτα που δεν είχε προλάβει ο χρόνος να τον φθείρει. Ο ίδιος γράφει: «Η Ανθούλα τώρα με γερμένο κεφάλι μιλούσε με το θάνατο. Στεκόμουν στη μέση της κάμαρας, τρελός μέσα στην απελπισία μου. Δεκάξι του μηνός Απριλίου. Αγάπης, Ειρήνης, Χιονιάς, μαρτύρων. Εν αγάπη μένε. Εν ειρήνη αναπαύσου. Λευκοτέρα χιόνος. Ένα πάθος είχε πεθάνει».
Είχε φοιτήσει στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο και στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών. Εργάστηκε στη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε τη Δραματική Σχολή του Ωδείου. Δημοσίευσε ποιήματά της σε λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της συμπρωτεύουσας και το 1932 κυκλοφόρησε την πρώτη και μοναδική της ποιητική συλλογή με τίτλο “Νύχτες αγρύπνιας”. Επίσης δυο θεατρικά έργα της: “Ντίνα Πέλλη” και “Την τελευταίαν στιγμή” παραστάθηκαν από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης. Μετά τον θάνατό της το έργο της συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο με τίτλο “Εργα” με επιμέλεια του συζύγου της και με πρόλογο του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ότ στο ποίημά της “ΜΠΟΡΕΙ…” ποίημα του 1933 υπάρχει η στροφή:
«Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες/ Ακρογιαλιές και δειλινά,/ κι αγάπες να βρω πιο μεγάλες/ σκλάβα σ’ αυτές παντοτεινά».
Σε ένα πολύ γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη που πρωτοηχογραφήθηκε το 1948 και τραγούδησε η Στέλλα Χασκίλ υπάρχουν οι ίδιοι στίχοι.
Στο ποίημά της “ΚΑΡΔΙΑΣ ΕΡΕΙΠΙΑ” αυτοπροσωπογραφείται θαρραλέα. Και πώς αλλιώς; Αφού όλη η σύντομη ζωή της ήταν μια ευαίσθητη ισορροπία στο μεταίχμιο, ανάμεσα στον έρωτα της ζωής και το απύθμενο της αβύσσου;
«Περήφανη η καρδιά μου είναι κι απέραντη/ όσο καμιά στον κόσμο δεν είν’ άλλη./ Καρτερικά της μοίρας τα χτυπήματα/ τα δέχεται μες στης ζωής την πάλη./ Μοιάζει η καρδιά μου-αλίμονο! -με μια έρημη/ από βαρβάρους χώρα ρημαγμένη./ Τι κι αν οι ομορφιές της νεκρωθήκανε;/ Κάτι απ’ την αρχοντιά της απομένει./ Κάτι η καρδιά μου μέσα στην ατέρμονη/ και ματωμένην έκτασή της κλείνει,/ απ’ τη μεγάλη τρικυμία του έρωτα/ και κάτι απ’ της μετάνοιας τη γαλήνη».
Σήμερα η ασθένεια που έδωσε τέλος στη ζωή και τα όνειρα πολλών ανθρώπων πλέον θεραπεύεται. Με συγκίνηση παρουσιάζω πάντα τους Έλληνες ποιητές μας που έζησαν την εποχή του μεσοπολέμου, εποχή που θέρισε ταλέντα που αν και λιγότερο από ένα τέταρτο του αιώνα να τους είχε παραχωρηθεί άνωθεν, εκείνοι θα είχαν ολοκληρώσει τη σφραγίδα του ύφους και του ήθους τους. Οι ποιήτριες μάλιστα αυτής της γενιάς υπήρξαν ανθεκτικές και επί της ουσίας φεμινίστριες. Έχουν κι αυτές τη δύναμη μιας Μαρίας Πολυδούρη γιατί είναι φτιαγμένες από παρόμοια υλικά ψυχής. Ας θυμίσω πως και η Πολυδούρη έζησε οικογενειακά πένθη, την απώλεια του Καρυωτάκη και τελικά νικήθηκε από τη φυματίωση.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μου στην ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου παραθέτω την εύστοχη κι ευαίσθητη επισήμανση του μεγάλου μας πεζογράφου Άγγελου Τερζάκη για τη γενιά της και για όσους τότε πρόωρα αναχώρησαν ή εμποδίστηκαν…
«Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε, που την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχεια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστεια, η αστοχία, η προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό και το δράμα είναι το μόνο που καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί να έχεις τάλαντο και να πετύχεις, τύχη και να ευνοηθείς, καπατσοσύνη και να επιπλεύσεις, πλάτες και να ξεκινήσεις. Μπορεί να μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου. Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι. Άλλοι παίρνουν θέση στην ιστορία, άλλοι κάνουν την ιστορία. Αυτούς τιμώ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Τα ποιήματα αντλήθηκαν από: ‘’Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου’’ Σωτήρη Τριβιζά εκδόσεις Καστανιώτη
-Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, μια παρουσίαση από την Έλενα Χουζούρη, σειρά ‘’Εκ νέου’’, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2019
-‘’Μια σύμπτωση, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου-Βασίλης Τσιτσάνης’’11/11/2004 Μάρκος Μέσκος- Εφημερίδα ΑΥΓΗ’’
Όπως πάντα, η άφθαστη Ανδρομάχη Χουρδάκη με τις “ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ” ξεσήκωσε τα συναισθήματά μας και τα οδήγησε στο απώτατο άκρο της θανατερής σχεδόν νοσταλγίας και θλίψης με την παρουσίαση της όμορφης, ωστόσο, ποίησης της Σαλονικιάς ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου: Εμείς, οι κάπως παλιοί Σαλονικείς, γνωρίσαμε και θυμόμαστε τον σπουδαίο ποιητή και λογοτέχνη σύζυγο της αξέχαστης Ανθούλας ΓΙΩΡΓΟ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟ. Ευχαριστούμε θερμά και συγχαίρομε την Ανδρομάχη που μάς χάρισε αφειδώλευτα μοναδικές συγκινητικές στιγμές της Ελληνικής Ποίησης στους δύσκολους καιρούς του μεσοπολέμου. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ.