ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ
‘’ Δεν είμαι άσχημη. Θα μπορούσες να με πεις κι όμορφη./Ο καθρέφτης πισωγυρνά μια γυναίκα χωρίς ψεγάδι./Οι νοσοκόμες μού δίνουν πίσω τα ρούχα μου, και μια ταυτότητα./Είναι κάτι συνηθισμένο, λένε, αυτό που συνέβη./ Είναι συνηθισμένο στη ζωή μου και στη ζωή των άλλων./Είμαι μια στις πέντε, ή κάτι τέτοιο. Υπάρχει ελπίδα./ Είμαι όμορφη σαν μια στατιστική. Να και το κραγιόν μου./Σχεδιάζω το ίδιο στόμα./Το κόκκινο στόμα που έβαλα στην άκρη μαζί με την ταυτότητά μου./Μία, δύο, τρεις μέρες πριν. Ήταν μια Παρασκευή./Δε χρειάζομαι καν διακοπές ∙ μπορώ σήμερα κιόλας να πάω στη δουλειά μου./Μπορώ να αγαπάω τον άντρα μου, ο οποίος θα δείξει κατανόηση./Που θα με αγαπάει μέσα από το θόλωμα της αναπηρίας μου/Σαν να είχα χάσει ένα μάτι, ένα πόδι, μια γλώσσα./Κι έτσι στέκομαι, λίγο αθέατη. Έτσι απομακρύνομαι/Σε ρόδες αντί για πόδια, το ίδιο κάνει./Και μαθαίνω να μιλάω με τα δάχτυλα, αντί για γλώσσα./Το σώμα είναι γεμάτο αποθέματα./Το σώμα ενός αστερία μπορεί να ξαναβγάλει χέρια/Και οι σαλαμάνδρες είναι σπάταλες στα πόδια. Και μακάρι/Να έχω κι εγώ σε αφθονία αυτό που μου λείπει/…’’ (Από το ποίημα ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ της συλλογής WINTER TREES -1971).
ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ και πολλές φορές οι πράξεις κάποιων δημιουργών δυστυχώς υπήρξαν απέλπιδες. Όμως στον ναό της ποίησης , η Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας οφείλει βέβαια να τους μνημονεύει μαζί με το αξιόλογο έργο τους, ακόμη και όσους υπήρξαν αυτόχειρες. Η αυτοχειρία είναι ένα ζήτημα που φέρνει πάντα αμηχανία και όχι μόνο θλίψη. Πολύ παλαιότερα ο Κάλβος είχε εκπονήσει μια σπουδαία σχετική διατριβή για το θέμα , αλλά και στην αρχαιότητα ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης έχουν παραδώσει σπουδαίες πληροφορίες για το Πρόβλημα της Μελαγχολίας που συχνά είναι σύμφυτη με το ταλέντο και την ιδιοφυία και συνακόλουθα με ένα πολύ ευ-αίσθητο νευρικό σύστημα. Ακόμη είναι αφώτιστες οι αυτοκτονίες του Καρυωτάκη, του Συκουτρή και πολλών άλλων. Προσωπικά έχω καταλήξει πως στο βάθος μιας τέτοιας αυτοκαταστροφικής πράξης –πέραν της συνυπάρχουσας νοσηρότητας και ίσως και κληρονομικής προδιάθεσης- υπάρχει πάντα και μια πρόθεση κοινωνικο-πολιτικής καταγγελίας από πλευράς του θύτη-θύματος. Κι αν αυτό ήταν πιο ξεκάθαρο στην περίπτωση Μαγιακόφσκι , στην περίπτωση της σημερινής ποιήτριάς μας , της Σύλβιας Πλάθ, είναι κάπως πιο κεκρυμμένο, εξάλλου συνήθως η αλήθεια δεν είναι κεκρυμμένη; Γι αυτό και πρέπει να μην λησμονούμε ότι οι τιμές ευ-αισθησίας και ευ-θιξίας διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και πως η ερμηνεία της όποιας ανθρώπινης απελπισίας απαιτεί εν-συναίσθηση. Στο απόσπασμα, που προτάχθηκε στο σημερινό αφιέρωμα, η ποιήτρια Σύλβια Πλάθ κατακερματισμένη ψυχικά, μετά από μια από τις επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας, προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί. Αλλά ας προχωρήσουμε με την παρουσίαση της ζωής και του έργου της για να τη γνωρίσουμε καλύτερα και για να διαπιστώσουμε για μια ακόμη φορά πώς για έναν άνθρωπο δεν είναι ποτέ από μόνα τους το ταλέντο, η ομορφιά και η επιτυχία , ικανά να εξασφαλίσουν την πληρότητά του και πως το παιδί χρειάζεται κυρίως μια ψυχική θωράκιση που προαπαιτεί αρμονικό οικογενειακό περιβάλλον.
Το υπόβαθρο της ψυχικής ευθραυστότητας της Σύλβιας Πλάθ χτίστηκε στην παιδική ηλικία της. Ήταν ο καρπός του έρωτα του Γερμανού (είχε και πολωνική καταγωγή) διακεκριμένου καθηγητή βιολογίας του Πανεπιστημίου στη Βοστόνη , Όττο Πλάθ και της Αουρέλια Σόντερ, μιας δυναμικής Εβραίας φοιτήτριας. Ο έρωτας αρχικά υπερκαλύπτει τις βαθιές ιδεολογικές αντιθέσεις τους και παντρεύονται, όμως δεν είναι ικανός να καλύψει για πάντα το ενδιάμεσο χάσμα τους. Ωστόσο καρπός αυτού του έρωτα θα είναι η όμορφη και πανέξυπνη Σύλβια που γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη το 1932. Μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος που μεσολάβησε θα έκανε ακόμα μεγαλύτερο το βάραθρο που χώριζε τους γονείς της και η δηλωμένη ή και αδήλωτη εχθρότητά τους δηλητηρίαζε τον ψυχικό κόσμο της μικρής Σύλβιας. Ασφαλώς και δόθηκαν εξαιρετικές ευκαιρίες μόρφωσης στην ποιήτρια αφού σε ηλικία οκτώ χρονών δημοσίευσε το πρώτο ποίημά της. Δυο χρόνια αργότερα πεθαίνει ο πατέρας της και πλέον η Πλάθ κρατά ένα πένθος που δεν το απεκδύεται ποτέ. Εκείνη την εποχή κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Η σχέση της με τον πατέρα της –αν και νεκρός –είναι επικίνδυνα αμφίθυμη και αιχμηρή σε όλη της την πορεία. Στο ποίημά της ‘’DADDY’’ διαφαίνονται οι ενδοσυγκρουσιακές αντιφάσεις του ψυχισμού της και γίνονται πολλές αναφορές στην πολλαπλή καταγωγή της . Η αγάπη προς τον Γερμανό πατέρα της -έναν πατέρα που στερήθηκε σε τρυφερή ηλικία -κονταροχτυπιέται ανελέητα με την εβραϊκή καταγωγή της που είχε από την μητέρα της. Εναλλάσσονται τα συναισθήματα μίσους και λατρείας προς την πατρική μορφή .Όλη αυτή η τρικυμιώδης συναισθηματική κατάσταση θα την καθορίζει στις σχέσεις της με τους άντρες. Χρεώνεται η ίδια την καταγωγή και προφανώς την ιδεολογία του πατέρα της και ως αμαρτοβόρο πνεύμα αρχαίων δοξασιών, ενδύεται μια συλλογική ενοχή και ξεπληρώνει το δικό του χρέος, αυτοκαταστρεφόμενη σε όλη της τη σύντομη ζωή. Η ποίησή της εξομολογητική, διάφανη, οργισμένη διαφεύγει από τον προσωπικό κλοιό, εκτείνεται και γίνεται μια φωνή κοινωνικής και πολιτικής καταγγελίας. Σε ένα κορίτσι χώρεσαν οι δυο αντίπαλες ιδεολογικές όχθες ενός παγκόσμιου πόλεμου. Τελικά χώρεσαν; Όχι, την κατάπιε η άβυσσος και το μόνο που πρόλαβε πέφτοντας στο απύθμενο χάος, ήταν το ότι πρόλαβε να αφήσει την ισχυρή κι απελπισμένη ποιητική φωνή της:
«….. Μια μηχανή, μια μηχανή/Που με μασούσε σαν Εβραίο./ Έναν Εβραίο στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στοΜπέλσεν./ Άρχισα σαν Εβραίος να μιλώ./ Νομίζω πως μπορεί να είμαι Εβραία./ Τα χιόνια του Τιρόλου, της Βιέννης η διάφανη μπίρα/Δεν είναι τόσο αγνά κι αληθινά./ Με την τσιγγάνα πρόγονό μου και το κακό μου ριζικό/Και τα χαρτιά μου τα ταρό, και τα χαρτιά μου τα ταρό/ Ίσως και να’ μαι και λιγάκι Εβραία./Και ξέρεις, πάντα σε φοβόμουν/Με τη Luftwaffe και τα παράσημά σου./ Το τακτικό μουστάκι σου/Και τα άριά σου μάτια, γαλάζια φωτεινά./Panzer-man*, panzer-man, Ω εσύ-/Που Θεός δεν είσαι αλλά σβάστικα/Κατάμαυρη, που δεν τη διαπερνάει ο ουρανός./Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν φασίστα,/ Την μπότα στα μούτρα, του κτήνους την καρδιά/Του κτήνους, ενός κτήνους σαν εσένα. Σε ένα μαυροπίνακα στέκεσαι, μπαμπά,/Στη φωτογραφία που κρατώ,/Ένα σημάδι στο σαγόνι αντί στο πόδι,/ Αλλά δεν είσαι λιγότερο διάβολος γι’ αυτό,/Όχι λιγότερο από το σκοτεινό άντρα/Που την όμορφη πορφυρή καρδιά μου έκοψε στα δυο./ Ήμουν δέκα χρονώ όταν σε βάλανε στον τάφο./Και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ/Για να σε ξαναβρώ, για να σε ξαναβρώ./Μπορούσα ακόμα και στα κόκαλά σου να αρκεστώ…..
(Από το ποίημα Daddy της συλλογής ARIEL -1965)».
Η Πλάθ ιδιοφυής και τελειομανής προσπαθεί πάντα να εξασφαλίζει αριστείες για να ικανοποιήσει την ηγεμονική μητέρα της. Βραβεύεται σε διαγωνισμό ποίησης, κερδίζει μια υποτροφία και το άστρο της αρχίζει να ανατέλλει όμως δεν θα ανεχτεί ούτε μια ήττα. Απορρίπτεται απ’ το Χάρβαρντ και κάνει πάλι απόπειρα αυτοκτονίας. Εγκλείεται σε ψυχιατρείο και ακολουθεί θεραπευτική αγωγή με τα μέσα της εποχής. Αργότερα η εμπειρία της από αυτόν τον εγκλεισμό θα εκφραστεί στο μυθιστόρημά της ‘’Γυάλινος Κώδων’’. Είναι αξιοθαύμαστο το ότι μπόρεσε να μετουσιώσει σε λογοτεχνία το σκοτάδι μιας ψυχής που νοσούσε διψώντας για αυτοπροσδιορισμό και χειραφέτηση. Ίσως γιατί παρά τα πολλαπλά τραύματα του εσωτερικού της κόσμου γνώριζε ασυνείδητα ότι την ψυχή πρέπει πάντα να την οδηγούμε –κόντρα στις αντιξότητες -εκεί που ανήκει ,και της Σύλβιας Πλάθ η ψυχή ανήκε στην λογοτεχνία .
Στο βιβλίο του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη ‘’Μπροστά σε αλλότριες προκλήσεις’’ συναντάμε το ενδελεχώς διαφωτιστικό κριτικό σημείωμά του ‘’Σκέψεις και σχόλια πάνω στον ‘’Γυάλινο Κώδωνα’’ της Σύλβιας Πλάθ’’. Εδώ ο συγγραφέας παρακολουθώντας κι ερμηνεύοντας σε βάθος τις ψυχικές διεργασίες της αφηγήτριας-κεντρικής ηρωίδας ‘’ Έστερ Γκρίνγουντ ‘’συγχρόνως φωτίζει την ψυχική περιπέτεια της ίδιας της συγγραφέως, της Σύλβιας Πλάθ. Επιλέγω την εύστοχη παρατήρησή του που επισημαίνει ένα είδος αδιέξοδου που ακόμη και σήμερα μπορεί να αντιμετωπίσει μια σύγχρονη γυναίκα: ‘’ Πρέπει να πούμε πάντως, ότι η πρωταρχική ταυτότητα της Έστερ Γκρίνγουντ (η ηρωίδα του βιβλίου) είναι εκείνη της πνευματώδους γυναίκας. Σύμφωνα με τα πρότυπα της κοινωνίας της, η πνευματώδης γυναίκα είναι μια πολιτιστική αντίφαση, ένας δυσαρμονικός συνδυασμός βιολογίας και νοημοσύνης, ένα ζωντανό παράδοξο το οποίο αυξάνεται όσο μεγαλώνει η κατάθλιψη της Έστερ. Πράγματι η Έστερ αγωνίζεται να βρει έναν έξυπνο και εφαρμόσιμο συνδυασμό στη ζωή της, ο οποίος θα της επιτρέπει να συνδυάζει την ευφυία και τη φιλοδοξία της , με την τοποθέτησή της παράλληλα σε ένα κοινωνικά αποδεκτό ρόλο.’’
«…Ποια είναι η γιατρειά;/Η όστια της μετάληψης;/Το βάδισμα πλάι σε ακύμαντα νερά; Η μνήμη;/Ή να διακρίνεις τα λαμπρά ίχνη/Του Χριστού στα πρόσωπα των τρωκτικών,/ Των δειλών λουλουδοφάγων, εκείνων/Των ταπεινών που δεν προσμένουν τίποτα/Καμπουριασμένος στο παστρικό σπιτάκι του/Κάτω από τις ακτίνες της αγράμπελης./ Άραγε δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας , μόνο τρυφερότητα;/Θυμάται η θάλασσα/Εκείνον που βάδισε πάνω της;/Το νόημα διαρρέει από τα μόρια./ Οι καμινάδες της πόλης αναπνέουν, το παράθυρο ιδρώνει,/Τα παιδιά σκιρτούν στα κρεβάτιά τους./Ο ήλιος είναι ένα γεράνι που ανθίζει./Η καρδιά ακόμα χτυπά. (Από το ποίημα ‘’ ΑΠΟΚΡΥΦΟ’’ της συλλογής WINTER TREES-1971)».
O έρωτας με τον ήδη αναγνωρισμένο και γοητευτικό ποιητή Τέντ Χιούζ θα την κάνει να νιώσει την ποθητή δικαίωση. Θα παντρευτούν και θα αποχτήσουν δυο παιδιά. Οι απαιτήσεις της μητρότητας θα την αναγκάσουν να απομακρυνθεί από τη γραφή, θα χάνει ολοένα το οξυγόνο που έπαιρνε από το ίδιο της το χάρισμα. Έχει εκδώσει ήδη τη συλλογή της ‘’Κολοσσός’’ που ενώ έκανε ιδιαίτερη αίσθηση δεν είχε ακόμη ευρεία αποδοχή. Αξίζει να σημειώσουμε ότι και σε αυτή τη συλλογή της αναδεικνύεται ο οδυνηρός δεσμός της με την πατρική φιγούρα. Ο Τεντ Χιουζ εν τω μεταξύ συνάπτει δεσμό με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλ πληγώνοντας ανεπανόρθωτα τη Σύλβια.
Ο χωρισμός τους είναι αναπόφευκτος κι έτσι ανοίγει ένα δυσκολότερο κεφάλαιο για τη ζωή της. Επιστρέφει στο Λονδίνο όπου ζει πλέον μόνη με τα παιδιά της. Ήταν από τους πιο παγωμένους χειμώνες. Ο άντρας της ήδη ζούσε με την ερωμένη του που είναι έγκυος. Η Πλάθ αγωνίζεται να μεγαλώσει τα παιδιά της και να σταθεί στα πόδια της, συγχρόνως έχει μια ακατάβλητη διάθεση για γραφή. Περνά άυπνη γράφοντας και νιώθει να ξαναγεννιέται μέσα από το χάρισμά της, ενώ μπαίνει για τα καλά στη δίνη της κατάθλιψης. Κρατά ακόμη ημερολόγιο καταγράφοντας τις σκέψεις της , ξανακερδίζει το βασίλειο των λέξεων κι όμως στις 11 Φεβρουαρίου του 1963, στην οδό Fitzroy 23 στο Λονδίνο, στο σπίτι που έζησε ο ποιητής Γέητς, η Σύλβια Πλαθ κόβει αυτοθέλητα το νήμα της ζωής της. Αφήνει γάλα και μπισκότα στο δωμάτιο των παιδιών της, σημείωμα για τη γυναίκα που τα πρόσεχε τα πρωινά και αυτοκτονεί με υγραέριο στην κουζίνα που είχε φροντίσει να τη σφραγίσει ώστε να μην γίνει η παραμικρή διαρροή.
Στο ποίημά της ‘’ΛΑΙΔΗ ΛΑΖΑΡΟΣ’’ (από τη συλλογή ΑRIEL -1965) θα ειρωνευτεί πικρά το κάτι ‘’φωτεινό σαν ναζιστικό αμπαζούρ’’, θα ταυτίσει το πρόσωπό της με ‘’φίνο Εβραϊκό λινό’’, θα χρησιμοποιήσει συμβολικά τη γερμανική γλώσσα και τέλος θα προειδοποιήσει :
‘’….Herr Θεέ, Ηerr Eωσφόρε /Φυλάξου/Φυλάξου/Μέσα απ’ τις στάχτες αναδύομαι/Με τα μαλλιά μου τα πορφυρά/Και σαν αέρα χάφτω όλα τ’ αρσενικά.’’ Το ποίημα αυτό θεωρώ ότι πρέπει να το συσχετίζουμε με τον τρόπο που επέλεξε να φύγει από τη ζωή. Ως να ήθελε να διαδραματίσει τον ρόλο των αρχαίων αμαρτοβόρων** πνευμάτων κι έτσι να καθαρθεί η πατρική αμαρτία τής –σε όποιον βαθμό- ναζιστικής προσχώρησης και να βιώσει την εβραΐκή της ταυτότητα. Οπωσδήποτε όλο αυτό το τελετουργικό στηρίχθηκε σε μια προχωρημένη ψυχική νοσηρότητα. H βαριά πατρική φιγούρα: ‘’Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου/Ρωμαλέος και ιστορικός σαν ρωμαϊκή αρένα…’’(Κολοσσός-1960) και το συνακόλουθο ανεπεξέργαστο πένθος , οι συγκρουόμενες καταγωγές και ιδεολογίες, ίσως κάποια κληρονομική προδιάθεση ,αλλά και η απουσία μιας διαπαιδαγώγησης που διδάσκει την ανθεκτικότητα στη ματαίωση οδήγησαν τη Σύλβια Πλάθ στην τελειωτική αυτοκαταστροφή. Αν γνωρίζαμε τις τελευταίες συνθήκες που αντιμετώπισε θα είχαμε πληρέστερη άποψη. Όμως ο Χιούζ ως διαχειριστής της περιουσίας της λέγεται ότι κατέστρεψε τον τελευταίο τόμο του ημερολογίου της. Επιμελήθηκε τις εκδόσεις των χειρογράφων της και το 1982 για την έκδοση ‘’Συλλογικά Ποιήματα’’ , η Πλάθ έγινε η πρώτη ποιήτρια που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ μετά θάνατον.
Το επίσης τραγικό και παράδοξο είναι ότι και η Άσια Γουέβιλ αυτοκτόνησε μαζί με την κόρη που είχε αποκτήσει με τον Χιουζ . Κατά καιρούς κάποιοι σκάλιζαν το όνομα Χιούζ για να το σβήσουν από την επιτύμβια στήλη της Πλάθ. Το 1998, λίγο πριν πεθάνει, εκδίδει την τελευταία συλλογή του ‘’Γράμματα Γενεθλίων’’ όπου είναι διάχυτα τα τρυφερά συναισθήματά του για την Πλάθ , όσο για την Άσια Γουέβιλ , ούτε μια λέξη. Ο Χιουζ έγινε στόχος των φεμινιστριών, όμως η σκοτεινή μοίρα της οικογένειας συνέχισε την εκπλήρωσή της, όταν το 2009 αυτοκτόνησε και ο γιος τους Νίκολας που έπασχε επίσης από κατάθλιψη.
Δύσκολα μπορείς να βρεις ξέφωτα χαράς στην ποίηση της Πλαθ. Αυτό το πανέμορφο κορίτσι, που χαμογελάει φωτεινά στις φωτογραφίες, γράφει επώδυνα σκληρή ποίηση. Μια ποίηση που φτάνει στις ρίζες του κακού, ονομάζοντάς το απροκάλυπτα κι έτσι το αποδυναμώνει. Μα κυρίως εκθέτοντας το προσωπικό της τραύμα και αδιέξοδο ,διδάσκει ένα σοβαρό μάθημα χειραφέτησης που απευθύνεται σε γυναίκες και άντρες. Αποκόψτε εγκαίρως και επί της ουσίας τον οποιονδήποτε ομφάλιο λώρο, αποκτήστε αίσθηση εαυτού, υψώστε ανάστημα , ανθίστε , μην σας τραβούν οι ρίζες προς τα κάτω, εκτιναχθείτε προς τα πάνω!
Η ποιήτρια συχνά αναφέρεται στον κόσμο των μελισσών , στις κυψέλες , στην οργάνωση της ζωής τους, στα κεντριά , στο μέλι και στις βασίλισσες. Όλα διδαγμένα από τον πατέρα της που ήταν επιστημονική αυθεντία σε ό,τι αφορά τις μέλισσες. Η Σύλβια Πλάθ στην πικρή της ποίηση επιλέγει μάλλον αυτό το γλυκύ πεδίο παιδικής μνήμης μέσα σε όλη τη συναισθηματική της αντίφαση κι ίσως είναι το μόνο σημείο που συναντάται εν ειρήνη με τον πατέρα της. Αφαιρεί την πατρική φιγούρα , αλλά κρατά όλες τις περιβάλλουσες αναμνήσεις κι αναρωτιέται:
«…Θα επιζήσει η κυψέλη, θα καταφέρουν οι γλαδιόλες/ Να καταθέσουν τις φλόγες τους/Για να εισέλθουν στην επόμενη χρονιά;/Τι γεύση θα έχουν τα ρόδα των Χριστουγέννων;/Οι μέλισσες πετούν. Γεύονται την άνοιξη
(Από το ποίημα ‘’ΧΕΙΜΩΝΙΑΖΕΙ’’της συλλογής ARIEL-1965)».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
1/3/4/5/6/7/8: η ποιήτρια Σύλβια Πλάθ // 2/με τους γονείς της//9/με τον Χιούζ // 10/με τα παιδιά της// ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: SYLVIA PLATH ποιήματα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ- ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ -2003//ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΑΛΛΟΤΡΙΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ –Κριτικά σημειώματα για βιβλία (Φεβρουάριος 2013-Δεκέμβριος 2015)του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΙΚ.ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ
https://www.youtube.com/watch?v=VdApVnhYtcM Χαρούμενο τραγούδι για τη Σύλβια Πλάθ /Μουσική Θ.Μικρούτσικος/Μ.Δημητριάδη/Στίχοι: Α.Αλκαίος // Επίσης μπορείτε να δείτε την βρετανική βιογραφική ταινία SYLVIA (2003)
*αρματωμένος (γερμ.) //**μυθολογικά όντα που καταβρόχθιζαν αμαρτίες με σκοπό την κάθαρση (ομοιάζει με την έννοια του αποδιοπομπαίου τράγου στην έρημο)
* Η Ανδρομάχη Ε. Χουρδάκη είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος. Διδάσκει στο Παράρτημα Κισσάμου του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Χανίων. Το 2018 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή της ‘’Τα σκουλαρίκια της Περσεφόνης’’ και το 2020 το θεατρικό έργο της ‘’ Φεύγουσα’’ από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς.