» ‘‘Πλύσιµο Ρούχων’’
Μια µάνα της κατοχής -και σήµερα γιαγιά µε πολλά εγγόνια- συναντηθήκανε πρόσφατα µε µια εγγονή της στο γεροντικό της σπίτι για µια παρέα αφού δεν µπορεί να βγαίνει για να επισκέπτεται όλους τους συγγενείς της.
Η εγγονή που συχνά την επισκέπτεται έχει όρεξη και την ρωτά να µάθει όλα τα περασµένα της βιώµατα, µέσα στην οικογένειά της και πως τα αντιµετωπίζανε λόγω των πολλών στερήσεων που είχανε σε όλα. Περισσότερο ενδιαφέρον που παρουσίαζε ήτανε να µάθει για το νοικοκυριό τους µέσα στο σπίτι, όπως το ράψιµο και πλύσιµο των ρούχων τους, καθώς και για το µαγείρεµά τους. Αυτή τη φορά, της είπε η γιαγιά, θα σε ενηµερώσω για το πλύσιµο των ρούχων που φορούσαµε όλοι µας και του σπιτιού µας και µια άλλη φορά για όλα τα άλλα.
Παρασκευάς Περάκης και Μιχαήλ Λαμπαθάκης κάνουν… unboxing την επικαιρότητα
Σχεδόν κάθε µήνα και όταν ο καιρός ήτανε καλός, µάζευα όλα τα λερωµένα ρούχα όλων µας και του σπιτιού, τα έβαζα µέσα στα κοφίνια και τα φόρτωνε ο παππούς σου στον γάιδαρό µας και τα πηγαίναµε στη βρύση του χωριού µας. Εκεί είχε αρκετό νερό και χώρο. Ενώ στο σπίτι το κουβαλούσαµε µε τις στάµνες για να πίνουµε, να µαγειρεύω και να πλένω τα πιάτα, τσικάλια κ.λπ. Ὀταν έφθανα εκεί πρώτα έφτιαχνα ένα τζάκι µε δύο µεγάλες πέτρες και µετά έβαζα τα ξύλα, άναβα τη φωτιά και επάνω έβαζα το καζάνι γεµάτο µε νερό για να ζεσταθεί. Μετά έβαζα τα σκούρα ρούχα µέσα στην σκάφη από λαµαρίνα και τα έπλενα µε ζεστό νερό και σαπούνι τουλάχιστον τρεις φορές. Τα ξέπλενα και τα έβαζα µέσα στο κοφίνι. Μετά κατά τον ίδιο τρόπο έκανα και στα λευκά και τα τοποθετούσα στο κοφίνι πάνω από τα σκούρα (χρωµατιστά) και τα σκέπαζα µε ένα άσπρο πανί. Όµως είχα πάρει από το σπίτι και ένα γουβά στάχτη από το τζάκι µας. Την έβαζα σε µεγαλύτερο δοχείο µε ζεστό νερό και την ανακάτευα µέχρι να διαλυθεί. Με τη φλάσκα «κανάτα», έπαιρνα αυτό το µίγµα και το άδειαζα στο πανί που ήτανε στο επάνω µέρος του κοφινιού. Αυτό όπως ήτανε ζεστό πήγαινε σε όλα τα ρούχα και ήτανε το τελευταίο τους πλύσιµο. Αυτή όλη τη διαδικασία του πλυσίµατος την παλιά εποχή την ονοµάζανε µπουγάδα ενώ το νερό µε την στάχτη, αλουσιά. Μετά από λίγο αφού σταµατούσε το στράγγισµα του νερού στο κοφίνι αφαιρούσα το πανί της στάχτης και άπλωνα όλα τα ρούχα στα κλαδιά της περιοχής. Το απόγευµα στεγνά όλα τα έβαζα στα κοφίνια για να επιστρέψουµε στο σπίτι. Την άλλη ηµέρα άρχιζε ο αγώνας του σιδερώµατος. Είχαµε, είπε η γιαγιά, ένα σίδερο που έβαζα µέσα αναµµένα κάρβουνα από το τζάκι και µε αυτό τα σιδέρωνα. Αυτό το έχω ακόµα στο σπίτι µου και όταν θα ξανάρθεις θα σου το κάνω δώρο να µε θυµάσαι.
Υπόψιν ότι οι οικογένειες του χωριού είχανε κάνει από πριν συνεννοήσεις µεταξύ των ποια µέρα θα πάνε στη βρύση για τη µπουγάδα τους για να µην συµπέσουν πολλές µαζί και δεν θα είχανε χώρο να απλώσουν τα ρούχα τους να στεγνώσουν.
Στο τέλος, η γιαγιά πρόσθεσε στην εγγονή της: Ποτέ δεν το περίµενα ότι η εποχή µας θα είχε αυτή την αλλαγή που έχουµε σήµερα. Ευτυχώς που φύγαµε από αυτή τη µεγάλη ταλαιπωρία που είχαµε ζήσει τόσα πολλά χρόνια και πήραµε ανάσα, περισσότερο προς όφελος δικό σας. Όµως η βρύση και η γύρω περιοχή που πήγαινα µε την µάνα µου και µετά µόνη µου έχουν τώρα πλήρη εγκατάλειψη και ούτε νερό πίνουν οι κάτοικοι από εκεί.
Τέλος, µετά η µπουγάδα πήρε µεταφορική έννοια στις πράξεις των ανθρώπων όταν θα θέλανε να πράξουν προφορικές συµφωνίες µεταξύ των για τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις ακόµα και προξενιό. Εφόσον την πρώτη φορά δεν είχε το αναµενόµενο καλό αποτέλεσµα τότε ακολουθούσε δεύτερη φορά µε πιο έµπειρο για να φέρει αυτό που επιθυµούσανε. Αν και πάλι είχε αποτυχία τότε του απαντούσε ο ενδιαφερόµενος ότι όλοι σας τα κάνατε σαν τη µπουγάδα µέσα στο κοφίνι.