Οι μεσήλικες και ηλικιωμένες γυναίκες που κοιμούνται νωρίς και ξυπνάνε νωρίς έχουν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν κατάθλιψη, σύμφωνα με νέα αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of Psychiatric Research.
Όπως αναφέρει το in.gr ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο Boulder και το Νοσοκομείο Brigham and Women’s της Βοστόνης, ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν πάνω από 32.000 νοσηλεύτριες σε μια από τις πλέον αναλυτικές και λεπτομερείς μελέτες για τη σχέση χρονότυπου (δηλαδή της προτίμησης ως προς τον κύκλο ύπνου-αφύπνισης) και των διαταραχών της διάθεσης.
Και αφού συνεκτίμησαν περιβαλλοντικές παραμέτρους, όπως η έκθεση στο φως και το επαγγελματικό πρόγραμμα, ο χρονότυπος που καθορίζεται εν μέρει γενετικά, φαίνεται να επηρεάζει τον κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης.
Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι οι νυχτερινοί τύποι έχουν διπλάσιες πιθανότητες εκδήλωσης κατάθλιψης. Αλλά επειδή αυτές δεν είχαν συνεκτιμήσει όλους τους παράγοντες που συντελούν στην εκδήλωση της ψυχικής διαταραχής, ήταν δύσκολο να υπολογιστεί αν η κατάθλιψη κάνει τα άτομα να μένουν ξύπνια μέχρι αργά ή αν ο χρονότυπος ενισχύει τον κίνδυνο νόσησης.
Για να αποσαφηνίσουν λοιπόν το ζήτημα οι ερευνητές μελέτησαν τα στοιχεία για τις 32.470 νοσηλεύτριες, κατά μέσο όρο 55 ετών, που είχαν πάρει μέρος στη μελέτη Nurses’ Health Study.
Το 2009 όλες ήταν ελεύθερες κατάθλιψης. Όταν ερωτήθηκαν για το πρότυπο ύπνου τους, το 37% περιέγραψε τον εαυτό τους ως «πρωινούς» τύπους, το 53% ως ενδιάμεσους και το 10% ως «νυχτερινούς».
Οι νοσηλεύτριες ετέθησαν υπό παρακολούθηση για τέσσερα χρόνια για τυχόν εκδήλωση κατάθλιψης.
Οι επιστήμονες συνυπολόγισαν και παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης κατάθλιψης, όπως το σωματικό βάρος, η σωματική δραστηριότητα, η χρόνια νόσος, η διάρκεια του ύπνου ή η νυχτερινή εργασία.
Τελικά διαπίστωσαν ότι οι νυχτερινοί τύποι ήταν λιγότερο πιθανό να είναι έγγαμες, ήταν πιο πιθανό να ζουν μόνες, να είναι καπνίστριες και να έχουν ασταθή πρότυπα ύπνου.
Αντιθέτως, οι πρωινοί τύποι είχαν 12-27% χαμηλότερο κίνδυνο να έχουν κατάθλιψη, συγκριτικά με τις νοσηλεύτριες ενδιάμεσου τύπου.
«Αυτό σημαίνει ότι ο χρονότυπος ίσως επιδρά στον κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης που δεν κατευθύνεται από περιβαλλοντικούς και παράγοντες του τρόπου ζωής», αναφέρει η Σελιν Βεττερ, διευθύντρια στο Εργαστήριο Κιρκαδιανού Ρυθμού και Επιδημιολογίας του Ύπνου στο Πανεπιστήμιο Boulder.
Σπεύδει όμως να σημειώσει ότι, ενώ η μελέτη αναδεικνύει τον χρονότυπο ως ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για κατάθλιψη, «σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι οι νυχτερινοί τύποι είναι καταδικασμένοι να πάθουν κατάθλιψη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η γενετική παίζει ρόλο στο αν κάποιος είναι πρωινός, ενδιάμεσος ή νυχτερινός τύπος, με τα μέχρι τώρα στοιχεία να δείχνουν ότι σε ποσοστό 12-42% παίζει ρόλο η κληρονομικότητα. Ενώ μελέτες έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα γονίδια, περιλαμβανομένων των PER2 και RORA, που επηρεάζουν την προτίμηση ως προς τον ύπνο και την αφύπνιση, επίσης επηρεάζουν τον κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης.