Μιά λευκή ανάσα. Και απο μέσα της αναδύονται μαυρα αγριοπούλια, οι σκέψεις. Και μέσα στη πάχνη, μιά νεράιδα με μακριά μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς. Γύρω της, σπίθες, οι πόθοι. Και οι Έρωντες του ακατέργαστου τώρα. Και μιά σάλπιγγα μέσα σ’ εναν συνεφοσκεπασμένο πόνο. Που περνά και αφήνει τη γλυκιά αίσθηση της ίασης. Απο την απουσία. Και την πληγή της. Ως σημάδι απο τα νύχια του αρχαίου δράκου της σιωπής. Που χάθηκε αυτές τις μέρες στη σπηλιά του. Και ανάβλυσαν από το κρύο ξεκίνημα, παρουσίες. Που αχνοφεγγουν σαν αστρη, μέσα στη παγωμένη σκοτεινιά μιάς Δεκεμβριανής αναγέννησης. Ως νύμφη που επέζησε μεσαιωνικών προλήψεων. Και στέκεται αγέρωχη και αιθέρια, μέσα στο μετά. Χωρίς να φοβάται τον άλικο ορίζοντα. Μέσα στον οποίο ίπταται το άγνωστο. Και τα μαύρα αγριοπούλια, πάντα εκεί. Πάνω στις τεντωμένες χορδές. Των αισθήσεων. Των σκέψεων που επαναστάτησαν. Και εφυγαν, απο ανούσιες αθιβολιές. Και ενας γενειοφόρος μύστης του αύριο, μεταφέρει το μήνυμα. Η ευτυχία είναι ένα παρατεταμένο χάδι. Καθόλου φευγαλέο αν το επιθυμείς. Και είναι πάντα παρόν. Με μιαν αυρα δυνατή. Ως το πέταγμα. Παρέα με στιγμές Αμαζόνες. Ζωσμένες την εκπλήρωση. Είσαι ελεύθερος όταν συνειδητοποιήσεις την ελευθερία σου. Η συνειδητοποίηση είναι η αρχή της ελευθερίας. Ως βαθιά ανάσα στον φρέσκο αέρα του περάσματος. Απο αυτό που είθισται, στην προοπτική του εφικτού. Στην πραγμάτωση ονείρου παλιού. Μα αενάως επανερχόμενου. Που σε κινητοποιεί. Να σπάσεδις τη στασιμότητα και να μπείς στην αέναη κίνηση. Μιας αρχχέγονης υπέροχης δράσης. Που σου ταιριάζει. Όαν διώξεις τα περιτά. Και πορευτείς στην λευκή ανάσα και στα αναδυόμενα απ’ αυτήν μαύρα αγριοπούλια υου εντός σου. Μια φωά που την έβαλε η κρύα αλμύρα. Απο τις μυστικές σου κόγχες. Απο το μυστικό σου βλέμμα. Που σε οδηγεί στο αγνωστο. Που η ομορφιά του συνίσταται στο ξύπνημα. Στην επιθυμία να ζήσεις τη περιπέτεια της φθαρτής αιωνιότητάς σου. Στη προοπτική φλόγας αναδυομένης.