Η προσευχή
Νενικήκαμεν
Νενικήκαμεν.
Φώναξαν τα χείλη
Και άφησαν
Μια χαλεπή αναπνοή
Εις το χώμα
Που αυτάρεσκα πατείς.
Κι αν αυτή η φράση
Κάτι σου θυμίζει
Και αν στο τέλος
Το νόημα
Δεν σε πείθει
Μην τρομάξεις.
Δεν φταις εσύ
Ούτε η ημιμάθειά σου
Που δεν κατανοεί
Τον κύκλο της ζωής.
Μια μόνον είναι η Αλήθεια
Δεν θέλησαν να στη διδάξουν.
Σε μέθυσαν
Με όπιο κρασί
Και στο “τέλος πάντων”
Εμαθες να ζεις.
Περπατάς, μιλάς
Γελάς, κολακεύεις
Άδειες αγκαλιές σκορπάς
Κοροϊδεύεις, αναμοχλεύεις
Φθονείς, φιλονικείς
Και με γεμάτο αυταπάτες
Το αχόρταγο σακί σου
Συνεχίζεις και προχωρείς.
Και εγένετο εκείνη
Η Στιγμή
Που τα πάθη
Σε εξουσιάζουν
Και τα κάλλη
Υποτάσσουν.
Ράγισαν τα μάτια σου
Τον καθρέπτη της ψυχής.
Ηταν η εξέλιξη
Αναμενόμενα τραγική.
Πάνω στα θρύψαλα
Μια φωνή παρακαλεί.
Δεν είναι η δική σου
Μα ούτε κάποιου Ευαγγελιστή.
Αχ Θεονύμφευτε,
Δέξαι την πενιχρή δέησή μου
Και Σώσον εμέ
Από την ανόσια Φιληδονία μου.
Και εσύ Παρθένε
Άσπιλη, Αγνή, Κεχαριτωμένη
Λύτρωσε τον Εαυτόν μου
Από τα Νοσηρά Δαιμόνια
Που κατοικούν
Εις την Ανόητη κεφαλή μου
Και λούσε
Τους αόμματους οφθαλμούς μου
Με γάργαρο και δροσερό νερό
Από τη Ζωοδόχο σου Πηγή
Για να ιδώ
Να νιώσω
Να γευτώ
Το Φως το αληθινό.
Ηττηθήκαμε άνθρωπε.
Από την απληστία.
Τη ζήλια.
Και την άθλια πενία.
Νικηθήκαμεν
Νικηθήκαμεν.
Χριστίνα Βεριβάκη