Μέρες και νύχτες περπατούν χωρίς νερό να πιούνε
χωρίς να ξέρουν αν ξανά τον ήλιο θα τον δούνε.
Διασχίζουνε απέραντες ερήμους για να βρούνε
μια πατουχιά που άφοβα τα πόδια θα πατούνε.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα φέρετρα θα μπούνε,
στα σκυλοπνιχτοκάραβα όπου τους σωρουλιάζουν
οι βρωμεροί δουλέμποροι που τους ξεπαραδιάζουν
κι ύστερα τους βουλιάζουνε να τους ξεφορτωθούνε.
Θεέ μου! ρίξε μια φωτιά κάρβουνο να γινούνε
αυτοί που εκμεταλλεύονται αυτούς που επιζητούνε
μόνο να επιζήσουνε κι ύστερα να καούνε
κι αυτοί που τους ανάγκασαν πρόσφυγες να γινούνε.