ΤΖΑΝΕΤΗ Α. ΣΤΑΥΡΑΚΗ, ιατρού
Εκείνη τη μέρα, όπως κάθε μέρα, γινόταν χαμός. Η αίθουσα αναμονής γεμάτη κόσμο. Ασιάτισσες με μαντήλες, που με καρτερία ήλεγχαν τον αριθμό προτεραιότητας, με τα παιδιά τους να κλαίνε και να τρέχουν στον μικρό ελεύθερο χώρο ανάμεσα στα καθίσματα κάνοντας δυνατό θόρυβο. Αφρικάνες, που στο περίμενε για παιδίατρο είχαν βγάλει το στήθος τους και θήλαζαν. Μελαψοί νέοι άντρες συζητούσαν όρθιοι μεταξύ τους. Οι μεταφραστές για τα Ορντού, Φαρσί, Νταρί, Παστού, Μπάγκλα, Αράμπι, σπρώχνοντας έτρεχαν από ιατρείο σε ιατρείο. Στον πάγκο της υποδοχής μια μεγάλη ουρά περίμενε για να δηλώσουν την προσέλευση τους, ενώ πίσω του το προσωπικό δούλευε πυρετωδώς ψάχνοντας φακέλους, ανοίγοντας νέους, κλείνοντας ραντεβού για εξωτερικές εξετάσεις ή καθησυχάζοντας τους ανυπόμονους .
Ήταν τα κεντρικά Ιατρεία εξέτασης προσφύγων.
Εγώ, στο Ιατρείο της Ορθοπεδικής, έριξα μια ματιά στα φύλλα ασθενείας πάνω στο γραφείο μου. Ήταν για εκείνη τη μέρα δέκα εννιά. Εκεί πάνω κάτω έτρεχαν τις τελευταίες μέρες. Άρχισα με Αφγανούς, που παραπονιόταν για προβλήματα απ’ τον ποδαρόδρομο, ακολουθήσε ένας έφηβος από τη Γκάνα, που ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα και μετά μπήκε εκείνος. Με τον τρόπο που μπήκε, τις σίγουρες κινήσεις του και με ύφος που σε καθήλωνε επιβλήθηκε στον χώρο μας. Μια ήρεμη δύναμη. Η ματιά του σταθερή πάνω μου χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι παράκλησης, κατωτερότητας, ελεημοσύνης, αλλά αντίθετα με συγκαλυμμένα δείγματα υπεροψίας. Σταματήσαμε να μιλάμε μεταξύ μας κι εγώ περιέφερα το βλέμμα μου πάνω του. Το ίδιο έκαναν και η νοσηλεύτρια, ο μεταφραστής και η γραμματέας που δούλευε δίπλα μου. Του έδειξα που να καθίσει και κοίταξα τον μεταφραστή. Αυτός μ’ ένα χαμόγελο που μόλις χάραζε τα χείλη του, κούνησε μπρος πίσω σοβαρός το κεφάλι του αναγνωρίζοντας την καλά κρυμμένη έκπληξή μου, μιας και παρόμοιο άτομο δεν είχε ξαναπεράσει όλο αυτό το διάστημα της συνεργασίας μας. Απ’ τη στάση του κατάλαβα ότι τον είχε ξαναδεί, γι’ αυτό και δεν τον ξάφνιασέ η παρουσία του. Ήταν περίπου υψηλός, με σταρένιο δέρμα, μυώδης, γύρω στα εξήντα πέντε και μόλις φαινόταν να κουτσαίνει στο δεξί του πόδι. Φορούσε χιτώνιο στρατιωτικό από χοντρό ύφασμα, παντελόνι χακί, που έμοιαζε με ιππευτικό και χωνόταν σε δερμάτινες μπότες. Έριξα μια ματιά στο φάκελό του. Ήρθε από το Ιράκ βγαίνοντας στη Λέσβο. Είχε επισκεφτεί δυο φορές τον καρδιολόγο και του είχε χορηγηθεί κάποια αγωγή. Άρχισε από μόνος του να μιλά στραμμένος στον μεταφραστή, πριν εμείς του δώσουμε το λόγο. Όταν σταμάτησε γύρισε και με κοίταξε με το γνωστό του ύφος. Είχε τραυματιστεί στον μηρό, στον πόλεμο με τους Αμερικάνους, μαχητής στο πλευρό του Σαντάμ, αρχηγός μιας ομάδας της περιοχής του, όταν τον πήραν θραύσματα οβίδας. Ο πόνος δεν τον είχε εγκαταλείψει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια. Μερικές φορές γινόταν ανυπόφορος κι αυτό συνέβαινε τις τελευταίες μέρες. Του είπα να γδυθεί και να ξαπλώσει. Ήταν καθαρός, όπως οι περισσότεροι άλλωστε. Δυο άσχημες ουλές διέτρεχαν την εσωτερική και εξωτερική επιφάνεια του δεξιού μηρού του. Διαμπερές τραύμα, που πιθανόν να είχε μολυνθεί, αλλά χωρίς στοιχεία που να δείχνουν πως τον απειλούσε τώρα. Του έδωσα ακτινογραφίες, εξετάσεις αίματος και του είπα πως θα περίμενα να μου φέρει τις απαντήσεις. Πέρασε το βλέμμα του γρήγορα από πάνω μου και σταμάτησε στο μεταφραστή. Σχεδόν τον διέταξε: «Ευχαρίστησε το γιατρό». Και βγήκε. Δεν προλάβαμε να το συζητήσουμε, γιατί ο επόμενος ασθενής πέρασε φουριόζος και απρόσκλητος στο Ιατρείο.
Όταν τέλειωσα τη δουλειά μου για αυτή τη μέρα, στο δρόμο προς το μετρό, σκέφτηκα τον Ιρακινό. Δυνατός άνθρωπος, με χάρισμα ηγέτη και χαρακτηριστικά που η ταπείνωση της προσφυγιάς, η στέρηση και το άγριο τρεχαλητό στα αγριόβουνα της δυτικής Ασίας, με αυτόν μπροστά και πίσω του να ακολουθούν ένα τσούρμο συντοπίτες του, δεν κατάφεραν να κάμψουν. Προίκα που δε θα έχανε ποτέ, θα τον συνόδευε και στην υπόλοιπη ζωή του.
Σεπτέμβριος του 1922. Είχαν αρχίσει να καταφθάνουν τα κοπάδια των κυνηγημένων Ελλήνων από τα παράλια της Μικρασίας, με κάθε λογής πλεούμενο. Άλλοι με καράβια, άλλοι με βάρκες, κρατώντας μπόγους γεμάτους απόγνωση. Και χωρίς όνειρα. Έβγαιναν στα παράλια του νησιού, όπως οι Ασιάτες σήμερα, αγριεμένοι και τσουρουφλισμένοι από την καυτή ανάσα του θανάτου που τους έσπρωξε στη θάλασσα, διώχνοντάς τους από τις πατρογονικές εστίες και τα χώματα που χιλιάδες χρόνια τώρα γεννούσαν και ανάτρεφαν Όμηρους, Θαλήδες, Ηράκλειτους.
Ένα καΐκι άραξε στα βορεινές ακτές της Λέσβου. Ήταν μια οικογένεια που έρχονταν απ΄ τα νησιά της Προποντίδας κι αποφάσισαν να συνεχίσουν τη ζωή τους σ΄ αυτό το κεφαλοχώρι του μεγάλου νησιού. Τους έφερε ένας καπετάνιος φίλος της οικογένειας μαζί με άλλους , συντοπίτες τους. Φάνηκε πως κουμάντο στη φαμίλια έκανε ο γιος. Σαραντάρης, ψηλός, αδύνατος, με γυρτούς ώμους, σκυθρωπός, βαρύς, μόνιμα λιγομίλητος και στη συμπεριφορά του εικόνα σκληρού ανθρώπου. Ακολουθούσαν η γυναίκα του με τα δυο αγόρια, η αδερφή του και οι ηλικιωμένοι γονείς , κουβαλώντας ένα μπαούλο, μια βαλίτσα και τη μεγάλη εικόνα της εκκλησίας τους, τους Αγίους Αναργύρους. Μετά την ταλαιπωρία των πρώτων εβδομάδων βρήκαν ένα σπίτι για να μείνουν και ένα χώρο για το μαγαζί τους. Θα συνέχιζε τη δουλειά που έκαναν στο νησί τους, τον Μαρμαρά. Γενικό εμπόριο εκεί, ένα μικρομπακάλικο, ψιλικατζίδικο με ρούχα πρώτης ανάγκης στον καινούργιο τόπο. Τις δυσκολίες τις αντιμετώπισε μόνος του, καταπίνοντας κόντρες και τρικλοποδιές. Αυτό που δε μπορούσε να δεχτεί ήταν την άλλοτε συγκαλυμμένη και την άλλοτε φανερή περιφρόνηση των ντόπιων, σε όλο αυτό το καταρρακωμένο πλήθος των προσφύγων που ζούσαν το δράμα να είσαι Έλληνας ξένος στην πατρίδα σου. Το θεώρησε υποχρέωση και προτεραιότητα να το αντιμετωπίσει. Δεν αποστασιοποιήθηκε απ’ αυτούς όπως έκαναν οι περισσότεροι απ’ τους ομοίους του. Το πρώτο που δρομολόγησε ήταν να βρει ένα σπίτι στην άλλη άκρη του χωριού, από την πλευρά που ζούσαν οι ντόπιοι. Όχι για να συγχρωτίζεται μαζί τους αλλά κάθε πρωί πηγαίνοντας για το μαγαζί να φαίνεται στις πόρτες τους και τους δρόμους τους, να ανέχεται τα γέλια και τα παρατσούκλια που του πετούσαν καθώς περνούσε και μερικές φορές να ρίχνει καμμιά με την μπαστούνα του στα μικρά που τον σημάδευαν με τις πέτρες. Το επόμενο ήταν πως άρχισε να εκθέτει τον εαυτό του όλο και περισσότερο. Γυρνούσε στα καφενεία τους κι έπινε ένα ποτηράκι ούζο, μόνος. Στις εκκλησίες πάλι μεταξύ τους. Και στις μαζώξεις τους, να δίνει γνώμη ακόμη και όταν δεν του τη ζητούσαν. Πολλές ήταν οι φορές που γύριζε βράδυ σπίτι του, διαλυμένος, πονεμένος, αμίλητος , σηκώνοντας το βάρος μόνος του. Το πρωί όμως πάλι έτοιμος για την επόμενη μέρα. Ήταν αβάσταχτο νάσαι προεστός στον τόπο σου, του πεταματού στην εξορία. Μια μέρα εκεί που καθόταν μόνος του στον καφενέ τού φέραν ένα πενηνταράκι κέρασμα από μια διπλανή παρέα, ντόπιων. Και σιγά σιγά του ήρθαν οι πρώτες καλημέρες. Μετά ακολουθήσαν οι ψυχρές στην αρχή, στη συνέχεια προχωρημένες παρέες και τέλος έγινε να ψωνίζουν από το μαγαζί του και αυτοί που τρία χρόνια πριν τον λοιδορούσαν.
Τρίτη πρωί πάλι στο Ιατρείο των Προσφύγων. Καμμιά δεκαριά μέρες μετά τη πρώτη εξέταση κατέφτασε ο Ιρακινός με τις εξετάσεις στο χέρι. Η στάση του η ίδια. Όταν του είπα πως οι εξετάσεις έδειχναν πως δεν υπάρχει κίνδυνος και πως θα έψαχνα γι’ αυτόν ένα Ιατρείο πόνου να τον βοηθήσει, έδειξε να μαλακώνει κι άνοιξε το στόμα του. Μας είπε πως τα παιδιά του ήταν στη Σουηδία μαζί με πολλούς απ΄ τον τόπο του. Ο ένας από δω κι άλλος από κει πελαγοδρομούσαν κι ήταν υποχρέωσή του να φτάσει εκεί και να τους μαζέψει. Άλλωστε στη ζωή του μέχρι τώρα αυτό έκανε. Με χαιρέτησε δίνοντας μου το χέρι και έφυγε.
Ήμουν βέβαιος ότι θα το πετύχαινε.
Ο Μαρμαρινός, στην καινούργια του πατρίδα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, εκλέχτηκε Δήμαρχος. Τα παιδιά του φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο και το μεγάλο πια εμπορικό του εξυπηρέτησε μια εποχή όλο το βόρειο τμήμα του νησιού.
Σε κάθε ανθρώπινη θεομηνία υπάρχουν αυτοί που μπαίνουν μπροστά κι ανοίγουν δρόμους. Δίνουν το παράδειγμα για να το ακολουθήσουν οι άλλοι, πνίγοντας τον δικό τους πόνο για ό,τι και για όποιους άφησαν πίσω τους. Και προχωρούν. Εγώ αυτούς στον περίγυρο μου γνώρισα και θεώρησα χρέος μου να τους σώσω. Νομίζω ότι καλά έκανα.
Η Λέσβος, το πλατανόφυλλο του Ελύτη, με το που αποκόπηκε απ’ τα πλευρά της Μικρασίας και βρέθηκε νησί φουνταρισμένο καταπέλαγα του Αιγαίου, γνώριζε το ρόλο που θα παίζε στο διάβα της Ιστορίας. Να γιατρεύει τις πληγές των κυνηγημένων, να υπομένει τα χτυπήματα βάρβαρων εισβολέων. Οι Θεοί, που από τότε μέχρι σήμερα, κατεβαίνουν και μιλούν με τους ανθρώπους στις πλαγιές της Θερμής και του Μανταμάδου, ,γιατί λέτε να το κάνουν; Οι φίλοι μου λεν ότι έρχονται για να μαλακώσουν τις ψυχές των χωριανών μας, να πληθύνουν τις γιαγιάδες της Σκαμιάς και να αντρειώσουν αυτούς που βουτάν καταχείμωνο στη θάλασσα για να βγάλουν έξω μισοπνιγμένους Ασιάτες.
Αναρωτιέστε; Μπορεί νάναι κι έτσι !
Παγκόσμια μέρα κατά της φτώχειας: 1 στους 3 Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχειας
Αυτό προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύτηκαν μόλις χθες. Η χώρα μας έχει από τους υψηλότερους δείκτες στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό στην Ευρώπη. Η σημερινή λοιπόν παγκόσμια ημέρα για την εξάλειψη της φτώχειας μας δίνει την αφορμή, να μιλήσουμε ξανά ως Γιατροί του Κόσμου για την αγωνία και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν χιλιάδες συμπολίτες μας που αναζητούν καθημερινά ένα χέρι βοήθειας στα πολυιατρεία μας. Δυσκολίες που συχνά ξεπερνούν ακόμα και τη σοκαριστική πραγματικότητα των αριθμών. Πρώτο μας μέλημα οι άνθρωποι αυτοί να έχουν πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα και την προστασία που τόσο έχουν ανάγκη.
Περισσότεροι από 16 χιλιάδες συνάνθρωποι μας επισκέφτηκαν μέσα στο 2018 τα Πολυιατρεία μας. 130 συμπολίτες μας βρήκαν στέγη στο υπνωτήριο αστέγων των Γιατρών του Κόσμου.
Παραμένουμε πιστοί στο πρόταγμα της φροντίδας υγείας για όλους.
Όπου υπάρχουν άνθρωποι
Tο νου μας στα παιδια μας…
είναι το μέλλον μας…
Πανευρωπαϊκή Ημέρα για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία παγκόσμιων οργανισμών, περίπου 1,2 εκατομμύρια παιδιών διακινούνται ετησίως στον κόσμο για σκοπούς εκμετάλλευσης. Οι αριθμοί αφορούν την εμπορία οργάνων, τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την καταναγκαστική εργασία.
Στους Γιατρούς του Κόσμου εστιάζουμε πρωτίστως στα παιδιά για την προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας τους, πιστοί στις αρχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στο Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, πρωταρχικός στόχος μας είναι η προστασία των ασυνόδευτων παιδιών από τον κίνδυνο εκμετάλλευσης δίνοντας μία δεύτερη ευκαιρία στην παιδικότητα.