Μέρα μνήμης και αγώνα η σημερινή για το Εργατικό Κίνημα. Μέρα τιμής για τις αιματοβαμμένες εξεγέρσεις του Σικάγου, για όσους “σήκωσαν” για πρώτη φορά κεφάλι, διεκδικώντας αξιοπρέπεια.
Με αφορμή την ημέρα αυτή, ανατρέχουμε στο αρχείο και τη βιβλιοθήκη Κρητικού βιβλίου των “Χ.ν.”, αναζητώντας πληροφορίες για τις πρώτες απεργιακές κινητοποιήσεις στα Χανιά.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Πολύτιμες πληροφορίες αντλούμε από το βιβλίο του Στρατή Γ. Παπαμανουσάκη “Το εργατικό Ξύπνημα στα Χανιά” (Αθήνα, 1977). Σύμφωνα με τον Παπαμανουσάκη, ο εργατικός συνδικαλισμός εμφανίζεται στην Κρήτη με τις συντεχνίες που δημιουργούνται από την εποχή των Βενετών.
Η πρώτη καταγεγραμμένη διαμαρτυρία εργατών της Κρήτης, εντοπίζεται το 1745 στο Ηράκλειο όταν οι εργάτες που έκτιζαν το κονάκι ενός μπέη, σταμάτησαν τη δουλειά ζητώντας μεγαλύτερο μεροκάματο. Επί Τουρκοκρατίας κυριαρχεί η φεουδαρχική αντίληψη, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Παπαμανουσάκη. Στοιχειώδη δικαιώματα, προστατεύονται στα τέλη του 19ου αιώνα.
H OΡΓΑΝΩΣΗ
Ο Παπαμανουσάκης γράφει για «Τα πρώτα βήματα του Χανιώτικου προλεταριάτου», με την σύσταση της Εταιρίας των Φιλέργων το 1900. Το πρώτο εργατικό σωματείο των Χανίων είναι -σύμφωνα με το βιβλίο του Παπαμανουσάκη- ο Σύλλογος Αρτοποιών “Ο Ευαγγελισμός”, που ιδρύθηκε στις 27 Αυγούστου του 1900. Την ίδια χρονιά ιδρύεται ο Σύλλογος των εν Χανίοις Καπνεργατών και το 1911 το Πανεργατικό Συνδικάτο Κρήτης “Η Πρόνοια”, ενώ ακολούθησε ο Σύλλογος Υποδηματοποιών το 1913. Στις 28 Δεκέμβρη του 1914 ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Χανίων, όπου προσχωρούν πολλά σωματεία που είχαν ιδρυθεί εν τω μεταξύ στο νομό.
Το 1914 το Εργατικό Κέντρο προχωρά σε λαϊκές κινητοποιήσεις. Ο Παπαμανουσάκης μας μεταφέρει το χαρακτηριστικό δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας “Νέα Έρευνα” στις 18 Μαρτίου 1914: «Περί την 11 π.μ. οι κώδωνες του Μητροπολιτκού Ναού ήρχισαν κρουούμενοι και είς την Πλατεία Βενιζέλου όπου είχε συγκεντρωθή πολύς κόσμος κατέφθανον μετ’ όλιγον τα μέλη του Εργατικού Κέντρου εν σώματι μετά του λαβάρου αυτού» ….
Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
Σύμφωνα με τον Παπαμανουσάκη, σποραδικές απεργιακές κινητοποιήσεις έγιναν στα Χανιά από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Όπως γράφει, στα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Χανίων της 12ης Φεβρουαρίου 1908, αναφέρεται μια απεργία κρεοπωλών που έγινε το 1907. Οι απεργίες άρχισαν να πυκνώνουν από το 1914.
Η “Πρωτομαγιά τ’ Αλέξη” στην εφημερίδα “Αυγή” του 1957
Ανασκαλεύοντας στο πολύτιμο αρχείο των “Χ.ν.”, στα χέρια μας πέφτει η εφημερίδα “Αυγή” από την Τρίτη 30 Απριλίου του 1957. Αφιέρωμα στην Πρωτομαγιά από την ιστορική εφημερίδα, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται δημοσίευμα του αείμνηστου δημοσιογράφου, λογοτέχνη και αγωνιστή της Αριστεράς Νίκου Παπαπερικλή.
Ο τίτλος του; Εντυπωσιακός και “γεννά” συνειρμούς: “Πρωτομαγιά τ’ Αλέξη: Οταν σταματούν οι τροχοί και δεν καπνίζουν τα φουγάρα”.
Ο Παπαπερικλής γράφει για τον μικρό Αλέξη, ο οποίος ήθελε ν΄ακολουθήσει τον πατέρα του στη γιορτή της Πρωτομαγιάς, αλλά αυτός το αρνιόταν.
…«Το παιδί ο Αλέξης, τόρριξε στο κλάμα. Ενα κλάμα γιομάτο παράπονο. Ανοιξιάτικη βροχή, το δάκρυ. Σεισμός τα αναφυλλητά. Οι άλλοι γελούσαν. Το κάναν χάζι. Δε μπορούσαν να καταλάβουν πώς του ‘ρθε. Νάταν πανηγύρι, καλά. Νάταν κούνιες, τσουλήθρες, τσίρκο, θάλεγες, παιδί είναι κι ας το πάρουμε… Αμ’ διάολε. Πρωτομαγιά είναι. Ενα πέλαγο εργατιά θα χιουμήξει εκεί. Θα βροντήξει. Σε παίρνει και σε σηκώνει κι ο αγέρας της μονάχα, ρε Καψαλέξη…
– Σουτ! – τούκανε ο πατέρας του. Μη κλαίς. Αμα γυρίσουμε απ’ τη συγκέντρωση θα σε πάω όξω, στα λουλούδια…
– Δε θέλω λουλούδια…
– Θα φάμε παγωτό, γλειφιτσούρι, τυρόπιτα…
– Θέλω μαζί σου – κλαψούρισε το παιδί. Θέλω μαζί σου, εγώ…»…
Τα χρόνια πέρασαν κι ο Αλέξης μεγάλωσε, κι ο Παπαπερικλής έγραφε για τη μέρα που τον πήρε ο πατέρας του στην φάμπρικα:
…«- Ελα, Αλεξάκη – τούπε μια μέρα που ήταν τα κέφια του και τον κουβάλησε στο εργοστάσιο. Εδώ που βλέπεις, είναι φάμπρικα… Αυτά εκεί πάνω είναι φουγάρα… Ολο καπνίζουν…
– Ααααα! – έκανε το παιδί, γοητευμένο.
Το εργοστάσιο μούγγριζε και τράνταζε τη γη. Ολόφωτο μέρα μεσημέρι. Χίλια λαμπιόνια φεγγοβολούσαν κι ας ήταν μέρα.
– Εδώ, Αλεξάκη, μέσα στη φάμπρικα – είπε – δουλεύουμε μεις, η εργατιά… Αν δε δουλέψουμε, δεν έχει ψωμί. Και πάλι αν δε δουλέψουμε δε γίνονται μηχανές και σταματάνε όλα…»…
Συνεχίζοντας με τη μοναδική γραφή του, ο Παπαπερικλής μας φέρνει στη συνέχεια μπροστά στη στιγμή που ο Αλέξης μαθαίνει την απεργία:
«Κι ύστερα λέει, αν μεγάλωσε ο Αλέξης… Από τα πρώτα του αρκουδίσματα στην αυλή του σπιτιού βρόντηξε στ’ αυτάκια του η θύελλα της απεργίας. Ο μπαμπάς, ολόρθος, σα στρατιώτης στη μάχη. Οι άλλοι να κρέμονται απ’ τα χείλη του.
– Κουράγιο ρε…
– Και τα παιδιά; Αρχισε η πείνα, μάστρο – Γιάννη…
– Αγάντα, είπα… Θα κερδίσουμε…»….
Το διήγημα του Παπαπερικλή, ολοκληρώνεται με τη στιγμή που ο Αλέξης συμμετέχει στην πορεία της Πρωτομαγιάς:
«Ο Αλέξης ένοιωθε κάπως ακαθόριστα, παιδικά, μέσα σ’ εκείνο το πυκνό πλήθος της πλατείας πως ήταν κάτι. Ψήλωνε κι όλο ψήλωνε σα καμινάδα της φάμπρικας. “Αυτό είναι Πρωτομαγιά”, ελέγε μέσα του. “Αυτό μάλιστα… Είναι η Πρωτομαγιά”. Ξελαγάριζε στο μυαλό του έννοιες θαμπές, σκοτεινές. Τις μέρες που το σπίτι δεν είχε ψωμί. Τ’ αργό σύρε – κι έλα του πατέρα. Την πικρή λέξη “ανεργία”. Κι ύστερα, το θείο Μπούλα στη φυλακή. Αυτές τις σημαίες π’ ανεμίζουν. Τη γραβάτα τ’ αδερφού του, έτσι κόκκινη… Τον πατέρα του ντυμένο γιορτινά. Τις φωνές π’ ανεβαίνουν απ’ το πλήθος:
– Ψωμί! Δουλειά! Ενότητα!
Το παιδί ζαλίστηκε. Το χεράκι του έτρεμε σαν πουλί στη χούφτα του πατέρα του. Εσκυψε εκείνος. Τον χάϊδεψε.
– Μπας και κουράστηκες, ρε Αλέξη; Μίλα ντε…
Εκείνο όλο του χαμογελούσε. Ζούσε μέσα σ’ ένα χείμαρρο που κόχλαζε. Σ’ ένα όνειρο παράξενο κι ωραίο. Πρώτη φορά είδε τον πατέρα του να σκύβει και να τ’ αγκαλιάζει δακρυσμένος.
– Ελα, ρε Αλέξη… Ελα… Για ιδές πόσοι είμαστε… Πόσοι!
Υστερα απόμειναν ν’ ακούν έναν εργάτη, που η φωνή του απλώθηκε βροντερή σαν του Θεού πάνω απ’ τ’ αμέτρητα κεφάλια:
– Αδέρφια, αδέρφια, αδέρφια
Κι ο πατέρας όλο δάκρυζε… » ….