Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Η πρώτη ηµέρα

Μέσα στα πολλά δυσάρεστα, δύσκολα και πονετικά, που συνέβαιναν κι έτρεχαν την περασµένη εβδοµάδα στην χώρα µας-κι ακόµα τρέχουν- η πρώτη µέρα της καινούργιας σχολικής χρονιάς πέρασε κάπως, χωρίς περίσσια συζήτηση. Ειδικά όσοι δεν έχουν στο ευρύτερο περιβάλλον τους παιδιά, σαν να την ξέχασαν όλως διόλου.

Όµως δεν µου πηγαίνει στην καρδιά να την απαξιώσω και να µην αναφερθώ σε αυτήν. Μια µέρα τόσο σηµαντική για όλους όσους εµπλέκονται γύρω από τις σχολικές τάξεις. Μαθητούδια, γονείς, διδάσκοντες. Ένα µεγάλο µέρος της κοινωνίας µας. Ακόµα κι αυτοί που έχουν ξεσκολίσει και έχουν τελειώσει µε τα διαβάσµατα και τις σπουδές, ακόµα κι αυτοί τέτοιες ηµέρες κάνουν µια νοερή αναδροµή και ξαναθυµούνται… ώρες ευχάριστες ή δυσάρεστες, δύσκολες ή χαρούµενες. Ο κάθε ένας µας, ανάλογα µε τις εµπειρίες του µε τους δασκάλους, τους συµµαθητές και τα µαθήµατα, µε τις φιλίες που έκανε ή µε την µοναξιά που βίωσε, ανάλογα και µε την χρονική στιγµή που µαθήτευσε κουβαλά όµορφες ή άσχηµες γλυκόπικρες αναµνήσεις.

Θα αποφύγω αναφορές σε δικά µου γεγονότα και θα σας παραθέσω κάποια ανθολογηµένα αποσπάσµατα αυτής της πρώτης σηµαδιακής µέρας που τα αλίευσα από τον ωκεανό του διαδικτύου και που αναφέρονται σε παλιές αλλιώτικες εποχές.
Αναφέρει η Αλεξάνδρα Παυλίδου Θωµά στις «Ιστορίες της Βάβως»:
«Στα χωριά µας γύρω είχαν δοθεί σκληρές µάχες. Πολλά σπίτια ορφάνεψαν. Άνοιξαν τα σχολεία έστω κι αν ο εµφύλιος συνέχιζε να βάζει τον αδελφό εναντίον του αδελφού.
Όταν φτάσαµε στο χωριό χτύπησε το σήµαντρο για να µαζευτούνε τα παιδιά. Μαζεύτηκαν πολύ γρήγορα, µε τα ταγάρια τους και όσο οι καιροί επέτρεπαν ντυµένα ή παπουτσωµένα. ∆εν θυµάµαι να ήρθε παπάς για αγιασµό. Κάναµε την προσευχή µας και µπήκαµε στη τάξη. Ήταν παιδιά µικρά µα και παιδιά µεγάλα που τα βρήκε ο πόλεµος στην δευτέρα, τρίτη, ακόµα και έκτη. Πέντε χρόνια τα σχολεία ήταν κλειστά. Όλα αυτά τα παιδιά βρεθήκαµε σε µια αίθουσα µεγάλη µα σκοτεινή.…. Θρανία δεν θυµάµαι να είχαµε… Ο κύριος… έχει φέρει µαζί του ένα µικρό φτηνό τόπι για τα αγόρια. Αργότερα µας έφερε µπάλα. Τα έβαλε να παίξουν µπάλα και τους ρώτησε τι παιχνίδια γνωρίζουν. Εµείς τα κορίτσια παίξαµε το περνάει περνάει η µέλισσα, κρυφτό, γύρω γύρω όλοι, κλπ.

Θεωρούσε ο κύριος µας πολύ σηµαντικό το παιχνίδι και όπως ήταν κοντός και αδύνατος ήταν σαν να ήταν µαθητής παίζοντας µε τα µεγάλα αγόρια. Ο κύριός µας καθώς τον γνωρίζαµε ήταν αυστηρός µα και τρυφερός. Κράταγε χάρακα µα δεν µας χαράκιαζε, όµως όταν δεν προσέχαµε µας τράβαγε το αυτί ή µε το δάχτυλό του µας έδειχνε το κεφάλι µας».
Γράφει η Ζωρζ Σαρρή στο µυθιστόρηµά της «Ε.Π.» για το προπολεµικό θηλέων σχολειό της:
«Η τάξη γιορτάζει τη χαρά της πρώτης µέρας. Αγκαλιές, φιλιά, γέλια, φωνές και ψίθυροι, µικρά και µεγάλα µυστικά, φρεσκοσιδερωµένες ποδιές, καινούρια παπούτσια, καινούριες τσάντες, µαλλιά κοντά, µαλλιά µακριά, κοτσιδάκια, κοτσίδες, πιαστράκια, µπαρέτες, χτενάκια, κορδέλες. Μάτια λαµπερά γεµάτα θάλασσες και βουνά, γεµάτα παιχνίδια, γεµάτα τρέλες. Η τάξη ξεχείλισε από τις καλοκαιριάτικες αναµνήσεις. Η κάθε µαθήτρια έχει να λέει για το δικό της καλοκαίρι….

Όταν µπήκε στην τάξη η κυρία Ερασµία, µε το ράσο της και τις µαύρες παντόφλες, όλες οι µαθήτριες ήταν αναψοκοκκινισµένες.
– Αγαπηταί µαθήτριαι, σας εύχοµαι καλήν πρόοδον…»
Και ο δικός µας, πιο παλιός από τον 19ο αιώνα, Νίκος Καζαντζάκης θυµάται στην «Αναφορά στον Γκρέκο» τα δικά του σχολικά χρόνια: ¨
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο ∆ιευθυντής του ∆ηµοτικού. Κοντοπίθαρος, µ’ ένα γενάκι  σφηνωτό, µε γκρίζα πάντα θυµωµένα µάτια, στραβοπόδης. «∆ε θωράς, µωρέ, τα πόδια του», λέγαµε ο ένας στον άλλο σιγά να µη µας ακούσει, «δε θωράς, µωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; ∆εν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασµένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, µαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαµε πως θα ‘ταν καµιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· µα όταν τον αντικρίσαµε για πρώτη φορά ήταν ολοµόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα ‘ταν σπίτι. Κρατούσε ένα µικρό στριφτό βούρδουλα, µας έβαλε στη γραµµή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι µαθαίναµε να το βλέπαµε και να το αγγίζαµε ή να το ζωγραφίζαµε σ’ ένα χαρτί γεµάτο κουκκίδες. Και τα µάτια µας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, µήτε γέλια, µήτε φωνές στο διάλειµµα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόµο, όταν δούµε παπά, να του φιλούµε το χέρι. «Τα µάτια σας τέσσερα, κακοµοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και µας έδειξε το βούρδουλα. «∆ε λέω λόγια, θα δείτε έργα!».

Κι αλήθεια είδαµε· όταν κάναµε καµιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, µας ξεκούµπωνε, µας κατέβαζε τα πανταλονάκια και µας έδερνε κατάσαρκα µε το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουµπώσει, µας έδινε βουρδουλιές στ’ αυτιά, ωσότου έβγαινε αίµα.
Μια µέρα έδεσα κόµπο την καρδιά µου, σήκωσα το δάχτυλο:
— Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέµασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
— Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούµπωσε το πανταλόνι σου.
Βαριόταν να το ξεκουµπώσει µόνος του.
— Να, να, να, άρχισε να βαράει και να µουγκρίζει.
Είχε ιδρώσει, σταµάτησε.
— Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασµός!
Ήταν όµως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια µέρα µας λέει: «Αύριο θα σας µιλήσω για το Χριστόφορο Κολόµβο, πώς ανακάλυψε την Αµερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό· όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!».
Καλή σχολική χρονιά σε όλους.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα