Δεν ήταν παραπάνω από δεκαεπτά – δεκαοκτώ Μαΐων ο Ηλίας, βοσκός στο επάγγελμα, κατάξανθος, με μάτια που είχαν το χρώμα της θάλασσας, λεπτός, μάλλον αδύνατος και σβέλτος σαν ζαρκάδι.
Eκείνη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σημαδιακή μέρα για τον μικρό μας βοσκό, τον ήβρε να βόσκει τα πρόβατά του κάπου στη ρίζα της πεντάμορφης οροσειράς της Όρθρυς κι έξω από το μικρό κι απόμερο χωριό του. Ο ρήγας τ’ ουρανού από την αυγή, παίρνοντας το ανηφορικό μονοπάτι του πάνω στο χρυσό άρμα του, παρατήρησε ότι έκαιγε ασυνήθιστα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα και αυτό τον προβλημάτιζε πάρα πολύ. «Δεν είναι καλό σημάδι» έλεγε και ξανάλεγε, «έρχεται βαρυχειμωνιά». «Όταν ο ήλιος καίει χειμωνιάτικες μέρες» του έλεγαν οι παλιοί και οι γέροντες βοσκοί «και τα πρόβατα κολλάνε πάνω στη γη προσπαθώντας να φάνε όσο πιο πολύ χόρτο μπορούν, να το ξέρεις Ηλία» του έλεγαν «δεν θ’ αργήσει να έρθει βαρυχειμωνιά». Και μα το θάμα για μια ακόμα φορά επαληθεύτηκαν οι προφητείες των γεροτσελιγκάδων.
Το απόγευμα της ίδια μέρας από ‘κει που ο ουρανός ήταν καταγάλανος, πέρα μακριά στον ορίζοντα, από την βορεινή μεριά, άρχισαν μα εμφανίζονται κάτι θεόρατα μαύρα σύννεφα που δεν άργησαν και πολύ να τον καλύψουν, απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο βοριάς άρχισε σιγά – σιγά να δυναμώνει, κρύος και παγωμένος, ενώ οι κορφές των δέντρων στο δυνατό σφύριγμα του σιώτανε κι έμοιαζαν σαν νεράιδες, χορεύοντας στο δικό του ρυθμό και στη δική του ουράνια μουσική θα έλεγε κανείς. Μόλις που πρόλαβε να βάλει τα πρόβατά του στο μαντρί και βάλθηκε με γρήγορες κινήσεις ν’ ανάψει φωτιά, ενώ έξω οι νιφάδες του χιονιού άρχισαν να πέφτουν ακατάπαυστα σαν φύλλα από άσπρα τριαντάφυλλα, σκεπάζοντας όλη την περιοχή σιγά – σιγά, δίχως να βιάζεται, με το λευκό κι ανάλαφρο σεντόνι του.
Ήταν ένα πεντάμορφο χειμωνιάτικο σούρουπο, από κείνα που όταν το βλέπεις σου μαγεύει την ψυχή. «Ω θεέ μου» είπε σχεδόν ενδόμυχα ο μικρός βοσκός τηρώντας κι απολαμβάνοντας μέσα από το μικρό του καλύβι το σφιχταγκάλιασμα της μέρας με την ερχόμενη νύχτα, αφήνοντας το θρόνο της η μέρα στην πεντάμορφη κείνη χειμωνιάτικη νύχτα «με πόση σοφία έπλασες τον κόσμο μας». Όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την όμορφη κείνη σκέψη του και πριν κλείσει τη λεσιά από την καλύβα του να γυρίσει στο πρόχειρο κρεβάτι του να ξεκουραστεί, το επίμονο γαύγισμα των δυο σκύλων του ήταν σαν να του έλεγαν ότι κάτι περίεργο κι ασυνήθιστο γινότανε στη γύρω περιοχή. Αμέσως βγαίνει έξω, καθησυχάζει τα σκυλιά του και φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε να φωνάξει «Ε,ε,ε,ε,…. Ποιος είναι; Αντιλοήσου με αν με ακούς» και περίμενε απάντηση. Απάντηση όμως δεν πήρε καμία, ενώ τα σκυλιά του άρχισαν και πάλι να γαυγίζουν αυτή τη φορά πιο έντονα και αμέσως ξεχύθηκαν κατηφορίζοντας προς το μεγάλο ρέμα που ήτανε ακριβώς κάτω από το μαντρί του «Ω, θεέ μου» είπε ο Ηλίας, «λύκοι έρχονται προς το μέρος μου» και βάζει τις φωνές δίνοντας θάρρος στα δυο του σκυλιά.
Τώρα, στην απέναντι μεριά, δυο αδέρφια είχαν τα μαντριά τους και παρόλο που ο βοριάς φυσούσε δυνατά και το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα, άκουσαν τις δυνατές κραυγές του Ηλία και κατάλαβαν ότι αγέλη πεινασμένων λύκων πρέπει να είχε κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή. Δεν χάνουν καιρό, βγαίνουν έξω τα δυο αδέρφια και ο ένας λέει στον άλλο αδερφό «εσύ μείνε εδώ, θα πάρω τον Δερβίση», έτσι έλεγαν τον έναν σκύλο τους «και θα πάω προς το μαντρί του Ηλία. Καθώς δείχνουν τα πράγματα πρέπει να είναι πολύ σοβαρά. Κινδυνεύει ο φίλος μας». Το χιόνι όμως τον δυσκόλευε να μετακινηθεί όπως εκείνος ήθελε, αλλά ο σκύλος του οσφρίστηκε την μυρωδιά των λύκων και έτρεξε προς το μέρος που ήτανε, ενώ τα σκυλιά του Ηλία έδιναν μάχη με τ’ άγρια πεινασμένα θηρία, τους λύκους, να τους εμποδίσουν να πάνε προς το μαντρί που όπως έτσι έδειχναν τα πράγματα επιχειρούσαν να κάνουν. Με την παρουσία όμως του Δερβίση στο πεδίο της άνισης μάχης, και το λέω αυτό γιατί οι λύκοι κατά την ομολογία του Ηλία αργότερα πρέπει να ήταν πάνω από πέντε, πήραν θάρρος και τα άλλα σκυλιά κι απομάκρυναν τον κίνδυνο τουλάχιστον προσωρινά. Ο Λουκάς, ο ένας αδερφός, έτσι τον έλεγαν, που έτρεξε να βοηθήσει τον μικρό βοσκό τον Ηλία, εγκλωβίστηκε στο βαθύ ρέμα και δεν μπορούσε να περάσει στην απέναντι πλευρά που εκεί είχε σκοπό να πάει. Τότε όμως, υποχωρώντας οι λύκοι από το άγριο κυνηγητό των ατρόμητων σκύλων εντόπισαν τον Λουκά μέσα στην άγρια ρεματιά και γυρόφερναν γύρω απ’ αυτόν με άγριες πολύ διαθέσεις. Όταν αντιλήφθηκε ο Λουκάς ότι κινδυνεύει πολύ σοβαρά από τους πεινασμένους κι άγριους λύκους βάζει τις φωνές και για να γλυτώσει από το μίσος και την πείνα των λύκων ενστικτωδώς ανεβαίνει πάνω σ’ ένα πλάτανο και εξακολουθούσε να φωνάζει δυνατά. Ο Ηλίας ακούει τις απεγνωσμένες φωνές του Λουκά και τρέχει προς το μέρος του. Μη μπορώντας όμως να εντοπίσει το ακριβές σημείο που άκουγε τις φωνές του φίλου του, γιατί τον γνώρισε ποιος ήταν και από τη φωνή αλλά και από το σκύλο του, και υπολογίζοντας λάθος σημείο πέφτει από ένα μικρό γκρεμό και τσακίζει το δεξί χέρι του. Τώρα φωνάζοντας ο ένας φίλος τον άλλο, ο Ηλίας παρόλο που πονούσε αφάνταστα, φθάνει στο μέρος που ήταν εγκλωβισμένος ο φίλος του και φωνάζοντας τώρα και οι δυο και παίρνοντας θάρρος τα σκυλιά τους, έδιωξαν μακριά τους πεινασμένους λύκους και βοηθώντας ο Λουκάς τον Ηλία, σιγά – σιγά έφθασαν στο μαντρί του δεύτερου, κατάκοποι, όμως ευχαριστημένοι που ο μεν Λουκάς γλίτωσε από τους λύκους ο δε Ηλίας κι ας είχε σπασμένο το χέρι του, γλίτωσε με την βοήθεια του φίλου του τα πρόβατά του.
«Πως δεν σου λιάνισαν απόψε τα πρόβατα» λέει ο Λουκάς στον φίλο του ενώ προσπαθούσε να δέσει το σπασμένο χέρι του με κάτι πανιά. Και τότε ο Ηλίας του λέει: «τα πρόβατα σκέφτεσαι εσύ βρε φίλε Λουκά; Εδώ λίγο ακόμα και θα κατασπάραζαν εσένα».
Τέλος η αυγούλα έκανε και πάλι την εμφάνισή της βρίσκοντας τους δυο φίλους στο καλύβι του Ηλία ενώ το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Τότε οι δυο φίλοι έδωσαν τα χέρια κι αγκαλιασμένοι ευχήθηκε ο ένας στον άλλο χρόνια πολλά και καλή χρονιά.
Εδώ πρέπει να πω και κλείνω μ’ αυτό την μικρή τούτη ιστορία ότι την πρωτοχρονιά οι οικείοι των τσοπάνιδων, μάνα, αδέρφια, θείοι, κ.λπ. αλλά και όσοι είχαν δοσμένα τα ζώα τους στους τσοπάνους να τα προσέχουν, το έθιμο πρόσταζε τότε, γύρω στις δεκαετίες του σαράντα και του πενήντα, να πηγαίνουν δώρα στους βοσκούς. Τα δώρα τους δε, ήταν διάφορες πίτες, κουλούρες, ψωμί που κεντούσαν οι νοικοκυρές με διάφορα σχέδια φτιαγμένα με ζύμη από την ίδια την κουλούρα, (όπως μικρά αρνιά, κατσίκια, λουλούδια), λίγα χρήματα, γλυκά κ.α.π. Έτσι και κείνη την πρωτοχρονιά στον Ηλία και στον Λουκά οι δικοί τους άνθρωποι πήγαν τα δώρα τους, με πολύ δυσκολία όμως, γιατί το χιόνι ξεπερνούσε το ένα μέτρο σε ορισμένες τοποθεσίες. Στον Ηλία όμως εκείνη η πρωτοχρονιά τυπώθηκε με ανεξίτηλα γράμματα πάνω στα φύλλα της καρδιάς του ως σημαδιακή πρωτοχρονιά και δεν έμελλε να σβήσει ποτέ. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του την διηγούτανε όταν κι όποτε του δινότανε η ευκαιρία να την μολογήσει. Αργότερα την έλεγε στα παιδιά του και στα γηρατειά του, στον ένα και μοναδικό εγγονό του.
* συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων