Πέμπτη, 15 Αυγούστου, 2024

Η “Λογοτεχνική Παρέα Χανίων” γράφει: Καλοκαιρινές αναμνήσεις

Εκείνα τα αξέχαστα καλοκαίρια

Τότε που η «‘Ήρα» και η «Χόρεξ», μας άνοιγαν δρόμους σε στεριά και θάλασσα κι έκαναν την ζωή μας πραγματικά καλή… Η «Ήρα» μας ήταν άσπρη, μ’ ένα χρυσό άστρο πάνω απ’ το όνομά της. Μας ταξίδεψε για χρόνια σε όρμους, απόμερα λιμανάκια, σε ξεχασμένες αμμουδιές ή αγκυροβολημένη μεσοπέλαγα μας λίκνισε και μας κοίμισε πολλά βράδια κάτω απ’ το φως του φεγγαριού. Η «Χόρεξ» πάλι, βαριά και μεταλλική, μας ξεναγούσε γρήγορα και άνετα στις γύρω περιοχές, προπαντός μας μετέφερε στο αγαπημένο μας ψαροχώρι… Μόλις φτάναμε έδιναν όλοι ένα χεράκι, το πλεούμενο μας συρόταν πάνω σε μαδέρια, έφθανε μέχρι την άκρη του κύματος και μ΄ ένα γερό σπρώξιμο έπεφτε στα βαθιά νερά του κόλπου! Τότε ακουγόταν πολλά χειροκροτήματα και γέλια, κι από εκείνη τη στιγμή άρχιζαν οι διακοπές μας σ’ έναν τόπο ανεμελιάς, όπου δεν υπήρχαν δάσκαλοι με τις βίτσες τους, μελανοδοχεία που χυνόταν πάνω στην καθαρογραμμένη αντιγραφή σου, ποιήματα που έπρεπε να μάθεις απέξω ή δύσκολες ασκήσεις αριθμητικής που δεν μπορούσες με το τίποτα να λύσεις… Εδώ μύριζε θάλασσα… Μύριζε ψημένο χταπόδι…Μύριζε καλοκαίρι… Εδώ όλη μέρα έπαιζες στην άμμο ή κολυμπούσες με 2-3 ελαφριά, μικρά

Αθηνά Κανιτσάκη

 

 

Πως η μικρή Καλλιόπη
έμαθε το κολύμπι

Στέκομαι λίγο μακρύτερά της και την κοιτώ.
Την χαζεύω μάλλον, ή την καμαρώνω.
Μπορεί και να την ζηλεύω, σκέφτομαι πάλι.
Νά΄την εκεί, η μικρή Καλλιόπη που προσπαθεί να μάθει το κολύμπι, να ‘την εκεί που ολόκληρο το πιο μικρό κυματάκι του ΟμπρόσγΙαλου έφτανε – και έτσι και έγινε καταπώς το θυμούμαι – να την σκεπάσει ολόκληρη και να την ρίξει στα τέσσερα με το βρεγμένο μαλλί να της κρύβει τον θυμό.
Νά την, τώρα και την βλέπω και την ακούω «Η ΕΓΩ Η ΕΣΥ!»  να λέει όλο θυμό στο κύμα που της έμοιαζε είκοσι μέτρα ψηλό, δίχως να γνωρίζει σίγουρα πως πάντα υπάρχουν κύματα ψηλότερα και πιο δυνατά, και πάντα και από εκείνα άλλα ψηλότερα θα βρίσκονται.
Εκείνο το «ή εγώ ή εσύ!» όμως σε όλη τη ζωή της θα της έκαμε την συντροφιά και πάντα θα την έσταινε στα πόδια της.
Και όσο περνάει ο καιρός όλο και πιο ξεκάθαρα την βλέπω και την ακούω.
Όσο βαθιά και αν την βούλιαξε άλλο κύμα σε άλλον Ομπρόσγιαλο , πάντα εκείνη και το πείσμα της κατάφερναν να την ανεβάσουν στον αφρό.
Καλλιόπη, έμαθες και καλόμαθες το κολύμπι και βουτιά, τον βυθό και την δυνατή ανάσα, μα, στάσου τώρα να στείλομε μαζί ένα φιλί από το ψηλό βουνό, να το δώσουμε στο βοριά και να το αφήσει απαλά στα σπίτια των μακρινών αγαπημένων σου.
Καληνύχτα μακρινοί, καληνύχτα και αγαπημένοι μου.

Καλλιόπη Πολενάκη

 

 

Εκείνο το καλοκαίρι

Σε λίγο το λυκαυγές θα κάνει αισθητή την παρουσία του αχνοφωτίζοντας την καταγάλανη θάλασσα, και μια μυστηριώδη αίσθηση προσμονής απλώνει το αραχνοΰφαντο πέπλο της, καθώς το καράβι σχίζει τα κύματα. Ακουμπισμένη στην κουπαστή και ατενίζοντας την απεραντοσύνη του πελάγου σκέπτομαι πόσα μικρά—μεγάλα– μυστικά κρύβει, ενώ η αρμύρα σαν από βελούδο χαϊδεύει τρυφερά το πρόσωπό μου και το θαλασσινό αγέρι ανακατεύει παιγνιδιάρικα τα μαλλιά ώσπου ν’ αποβιβαστούμε στ’ όμορφο Νησί.
Οι γλάροι πετούν τριγύρω βγάζοντας κραυγές χαράς, και βουτώντας κάθε τόσο στα κρυστάλλινα νερά το προϋπαντούν.
Η φαντασία καλπάζει κι έτσι βρισκόμαστε ήδη στα γραφικά σοκάκια, πίνουμε καφεδάκι κάτω από τον γέρο πλάτανο της πλατείας, και γνωρίζουμε ανθρώπους όπου μας μιλούν για την ιστορία αλλά και τα ήθη κι έθιμα του.
Αισιόδοξοι για υπέροχες διακοπές, με τα παιδιά να γλυκοτιτιβίζουν σαν ξέγνοιαστα παπαγαλάκια, και μετά τις διαδικασίες ξεκινήσαμε για ν’ απολαύσουμε τις ομορφιές που απλωνόταν προκλητικά μπροστά μας. Τ’ άνθη έστελναν τα μεθυστικά τους αρώματα, τα πουλιά κελαηδούσαν εξωτικούς σκοπούς, και οι δαντελένιες παραλίες έμοιαζαν μαγικές, λες και οι 32 Νηρηίδες αναδύθηκαν από το υδάτινο βασίλιό τους και τις είχαν περίτεχνα ζωγραφίσει. Ό παφλασμός των κυμάτων πάνω στα πολύχρωμα βότσαλα ακουγόταν σαν μουσική που μόνο χιλιάδες μυθικά Στραντιβάριους βιολιά μπορούν να μας προσφέρουν, και η πεντακάθαρη ξανθιά άμμο νόμιζες ότι ήταν στρωμένη με άπειρα ρουμπίνια και σμαράγδια, πάνω σ’ ένα απέραντο μαγικό χαλί.
Μα.. πόσο όμορφη είναι ετούτη η μικρή <ΚΟΥΚΙΔΑ> μέσα στο απέραντο γαλάζιο σεντόνι –πότε ήρεμο και πότε θυμωμένο– που ξεμυαλίζει κάθ’ έναν που θα έρθει σ’ επαφή μαζί του σκέφτηκα, ενώ ο σύζυγος πετούσε ακόμα μια φορά την πετονιά του προσπαθώντας να πιάσει ένα ψαράκι και τα παιδιά έπαιζαν ακατάπαυστα.
Εκείνο το σούρουπο που το λιόγερμα στόλιζε το ουράνιο άπειρο με χρώματα μαγικά, ομόφωνα πάρθηκε η απόφαση.
Θα μείνουμε στην παραλία έως πολύ αργά, παρέα με τα παιγνιδιάρικα αστέρια που τρεμοπαίζοντας φώτιζαν αμυδρά το περιβάλλον. Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν ονειρεμένες ξαπλωμένοι ο ένας πλάι στον άλλον πάνω στην καυτή άμμο, με τα παιδιά να τραγουδούν κι εμείς να σιγοντάρουμε.
Όταν πολύ αργά, χαρούμενοι κι’ ευτυχισμένοι, κι’ ενώ είχαμε μαζέψει με τις χούφτες έναν χείμαρρο πολύχρωμων αστεριών τα οποία κρύψαμε στο πιο όμορφο μέρος της σκέψης, πήραμε τον δρόμο προς το ξενοδοχείο. Αισθανόμαστε <γεμάτοι> μα και πολύ ικανοποιημένοι που είχαμε έρθει τόσο κοντά με τα παιδιά μας. Αυτές τις μαγικές ημέρες ξεγνοιασιάς κουβεντιάσαμε, λήξαμε παρεξηγήσεις και παράπονα, παίξαμε, γελάσαμε, κάτι που στην πόλη με το άγχος και τις υποχρεώσεις είναι δύσκολο έως και ακατόρθωτο να συμβεί.
Πράγματι, ήταν οι πιο όμορφες, οι πιο ξέγνοιαστες διακοπές και είναι ανεξίτηλα περασμένες στο μοναδικό άλμπουμ της καρδιάς και του μυαλού που σαν φιλμ σε μηχανή πολαρόιντ τις έχει αποτυπώσει.

Ελευθερία Κατσιφαράκη
Συντ. Δημοσιογράφος

 

Σαν σε πέπλο ομίχλης

Από μόνο του το Καλοκαίρι, είναι μια διαρκής υπόσχεση χαράς! Τα πάντα μπορούν να γίνουν παιχνίδι! Οι βουτιές στα καθαρά νερά της θάλασσας! Το ζεστό κυλησμα του σώματος μας στην αμμουδιά! Το κυνήγι της μπάλας που μας ξέφυγε! Όταν πατάμε και σκορπάμε τα βουναλάκια της άμμου που έχει φτιάξει το κύμα! Ξενοιασιά είναι, όταν κλείνουμε τα μάτια μας, καθώς είμαστε κάτω από την σκιά ενός αλμυρικιου, που σταλαζει επάνω μας το αλάτι που έχει μαζέψει! Το χάδι από το δροσερό νερό που αγκαλιάζει το σώμα, προκαλώντας μας ευαιξια! Όλα όμορφα! Όλα υπέροχα! Μα μια ταπεινή βόλτα με ερασιτέχνη ψαρά, αλλά καλό, όπως ήταν ο πατέρας μου, έχει χαραχθεί για τα καλά μέσα μου. Μια εξόρμηση βραδάκι, με το λουξ αμαμμενο και η βαρκούλα μας ή “Χαρά”, να κινείται αργά αργα πάνω από την περιοχή, που είχε σκόρπιες βραχώδεις πλάκες στο βυθό της η θάλασσα.(περιοχη πλακουρες) Εκεί κρύβονταν σουπιές, χταπόδια και φυσικά ψάρια. Δεν θυμάμαι εκείνη τη φορά αν είχε πιάσει κάτι. Κάθε φορά βέβαια έπιανε και μάλιστα αρκετά… Θυμάμαι όμως το φως του λουξ, επάνω στα λαμπερα και συγχρόνως σκοτεινά νερά. Την τόσο απαλή κίνηση της βαρκούλα μας, που δεν άφηνε σημάδια καθώς προχωρούσε. Θυμάμαι ακόμα, τη μελωδία του νερού, καθώς περνούσε απαλά επάνω από τα βράχια και τα ελουζε. Πιο κει, ο φωτεινός διάδρομος που δημιουργούσε το φεγγάρι! Και απέναντι, λιγοστά φωτα να λαμπιριζουν, μαρτυρωντας τη στερια. Νοιώθω ακόμα την αίσθηση που μου είχε δωσει αυτη η βόλτα, χωρίς να μπορώ εύκολα να την περιγράψω. Μια θυμηση, που αν ήξερα ότι θα ήταν ανεπανάληπτη και για το πρόσωπο που ήμουν μαζί, αλλά και για όλο αυτό το σκηνικό, ίσως να το κατέγραφα διαφορετικά. Με έντονα χρώματα και ήχους! Αραγε, θα μπορουσα; Τώρα, είναι σα να έχει ένα ακαθοριστο πέπλο ομίχλης…

Μαίρη Κουτρούλη Σκαμνάκη
Ιδιωτ. Υπαλ. Συγγραφεας

 

Αυτό το καλοκαίρι

Ευχές γάμου
Μια μέρα μιαν αργαδινή γνώρισα τη Δαμασκηνή
Που πήγαινε στον κήπο
Με το καλάθι αγκαλιά και ξεπλεμένα τα μαλλιά,
Κι ένοιωσα ένα χτύπό.
Χτύπο στα φύλλα τση καρδιάς κι έκατσα σε ίσκιο λυγαριάς
λιγάκι ν’αανασάνω
Εις το σοκάκι το στενό κοπέλι δέκα οχτώ χρονώ
Και λίγο παραπάνω.
Μα δεν εκάθισα πολύ πάνω στου δρόμου το σκαλί
Κ’ είπα ν’ ακολουθήσω,
Το κοριτσόπουλο αυτό με το σορτσάκι το καυτό,
Και γύρισα οπίσαω.
Με βήμα πήγαινα ταχύ γιατί ερχότανε βροχή,
Που΄πεφτε στάλες-στάλες,
Σε μ’ερα καλοκαιρινή και βρέχαν τη Δαμασηνή,
Οι δροσερές ψιχάλες.
Μάλλον μ’ ευνόησε ο καιρός που΄τυχε να’ ναι βροχερός,
Μέσ’ στο καλοκαιράκι.
Κ’ είδα ξανά την κοπελιά που’μοιαζε με δροσοσταλιά,
και μ’ναψε μεράκι.
`Όμως κι εκείνη ευτυχώς μ’ είδε με της καρδιάς το φως
Κι ένοιωσε τη δική μου,λαχτάρα μα και πεθυμιά κι έζησα τότε κι εγώ
Στιγμή μοναδική μου.
Τη φίλησα με φίλησε, κι αμέσως εξεκίνησε
Στο σπίτι να γυρίσει.
Με το καλάθι αδειανό για να’ ρθει τ’ άλλο πρωινό
Και να με συναντήσει.
Από εκε’ινη τη στιγμή βρήκα αιτία κι αφορμή
Χωρίς ντροπή καμμία.
Τα ζάλα της να΄κολουθώ και τα φιλιά τση να ποθώ
Κοινή’ χαμε Χημεία.
`Ωσπου οι δικοί μου νοιώσανε κι αιώνια μας ενώσανε
Με τα δεσμά του γάμου.
Και μας εδώσανε ευχές που πιάσανε σαν προσευχές
Και ζω τα όνειρά μου…..

Εννιαχωριανός

 

Κάποια μακρινά καλοκαίρια…

Ανασκαλίζω ανάμνησες στου νου μου το συρτάρι,
π’ ακόμα δεν κατάφερε ο χρόνος να μου πάρει
Έγιν’ αιτία κι αφορμή το πρώτο τζιτζικάκι,
που φώναξε τραγουδιστά “ήρθε καλοκαιράκι”

Αυτό μου ξαναθύμισε τα παιδικά μου χρόνια,τότε που δεν το ήξερα, πως δε θα ζει αιώνια
Δεν ήξερα “το κύκνειο το άσμα” του, πως λέει,
ούτε πως αποχαιρετά κι αιτία έχει να κλαίει

Γιατί αν το γνώριζα, ΠΟΤΕ δε θα το κυνηγούσα,
ούτε τα διάφανα φτερά δε θα του τα στερούσα
Μα τότε, τα παιχνίδια μας ήτανε μετρημένα
και τα τζιτζίκια γίνονταν θύματα τα καημένα

Ψυχούλα αν έχουν και γροικούν, συγνώμη τους ζητάω
και τη γενιά τους-όσο ζω-πάντοτε θ’ αγαπά

Θυμάμαι, πως πολλές βραδιές, που η ζέστη ήταν μεγάλη,
συνέχιζαν να τραγουδούν κι ας βγήκε το φεγγάρι
Τα γειτονόπουλα κι εγώ, στήναμε μια αυλαία
εις του σπιτιού μου την αυλή και νιώθαμε σπουδαία

Παράσταση θα δίναμε,-νομίζαμε-μεγάλη
κι ας ήτανε οι θεατές μόνο δυο-τρεις μεγάλοι
Τη μουσική επένδυση έκαναν τα τζιτζίκια
κι εμείς απολαμβάναμε όλα τα συχαρίκια

Και στων Κληδόνων τη γιορτή, εις την αυλή μας πάλι,
τραγουδιστάδες ήτανε οι τζίτζικες μεγάλοι
Κι έλεγε η μανούλα μου σ’ όλους μια μαντινάδα
και τα τζιτζίκια όλα μαζί, την έκαναν καντάδα

Αυτά τα λίγα και απλά, συγκίνηση μου φέρνουν
κι όλο το βάρος της ζωής, από τους ώμους παίρνουν
Και τώρα το τραγούδι τους ,με την ψυχή μου σμίγει
και μου θυμίζει “η ζωή πρόσκαιρη είν’ και λήγει”

Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα

 

Το καλοκαίρι στα πέτρινα χρόνια

Πέτρινα χρόνια είναι η 10ετία του 1950.
Στο μικρό βοσκοχώρι στα δυτικά Σφακιά, αγαπημένη μας ενασχόληση ήταν, μετά τον θερισμο και το αλώνισμα, να ξαπλώνομαι μεσα στο αλώνι πάνω στο φρεσκοκομμένο άχυρο και να ατενίζομε τον έναστρο ουρανό που απλώνονταν πάνω μας απ’ άκρη σε άκρη του ορίζοντα. Ηλεκτρισμό δεν είχε το μικρό βοσκοχώρι κι έτσι δεν υπήρχε φωτορύπανση.
Ατενίζαμε ολοκάθαρο τον έναστρο ουρανό και με τη φαντασία να οργιάζει στη θέα του, αρχίσαμε να συζητάμε αν υπάρχουν άλλα όντα στο εκατομμύρια άστρα.
Θαυμάζαμε την ομορφιά του ουρανίσιου θόλου, με την πεποίθηση ότι τούτος ήταν έργο. Θεού
Τέτοια εμπειρία δεν ξαναείχα από τότε που έφυγα για σπουδές…

Γιάννης Θ. Πολυράκης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα